Ο δικαστής καλείται από το άρθρο 87 παράγραφος 2 του Συντάγματος να εφαρμόζει μόνο το Σύνταγμα και τους νόμους. Επομένως, δεν δικαιούται σε καμιά περίπτωση να θέτει τις προσωπικές του πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές, κλπ. πεποιθήσεις υπεράνω των υφιστάμενων κανόνων δικαίου, ούτε να εφαρμόζει προκρούστειες μεθόδους για να προσαρμόσει τους κανόνες στα μέτρα των πεποιθήσεών του.
Κριτήρια σκοπιμότητας είναι θεμιτό να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία των κανόνων μόνο σε πολύ περιορισμένη κλίμακα, στο πλαίσιο της αντικειμενικής τελεολογικής ερμηνευτικής μεθόδου και μόνο εφόσον βρίσκουν έρεισμα σε μία ευρέως επικρατούσα κοινωνική αντίληψη σχετικά με το τι θα μπορούσε αντικειμενικά να συνιστά τον δικαιολογητικό λόγο της θέσπισης συγκεκριμένης διάταξης.
Και βέβαια είναι τελείως διαφορετική υπόθεση η αφηρημένη ερμηνεία μιας διάταξης, όπου η συναίνεση της κοινωνίας των ερμηνευτών του δικαίου μπορεί και πρέπει να ληφθεί υπόψη για την επαλήθευση, της σχετικής έστω, ορθότητας των επιμέρους ερμηνευτικών «βημάτων», και τελείως άλλο η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις κρίσιμες διατάξεις και η συναγωγή του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού.
Εκεί ο δικαστής, ειδικά μάλιστα σε ζητήματα προστασίας συνταγματικών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και η προσωπική ελευθερία του κατηγορουμένου για ποινικό αδίκημα, ούτε οφείλει ούτε καν δικαιούται να ακολουθεί την κοινή γνώμη, αφού ο λόγος ύπαρξης των δικαιωμάτων αυτών είναι ακριβώς η προστασία των μειοψηφιών, των μειονοτήτων ή και των μεμονωμένων ατόμων απέναντι στην πλειοψηφία. Άρα η σχετική δημόσια δήλωση της Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την επέτειο της κατάρρευσης της στρατιωτικής δικτατορίας ήταν συνταγματικά άψογη.
*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής Α.Π.Θ. και Μέλος Πολιτικού Συμβουλίου ΠΑ.ΣΟ.Κ/ΚΙΝ.ΑΛ.