Η πολιτεία του Μισισιπή απαίτησε το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ να καταργήσει το δικαίωμα στην άμβλωση που αναγνωρίζεται σε ομοσπονδιακό επίπεδο στη χώρα με δικόγραφο που κατατέθηκε χθες Πέμπτη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε τον Μάιο να εξετάσει νόμο της πολιτείας του Μισισιπή που απαγορεύει τις περισσότερες αμβλώσεις μετά την 15η εβδομάδα της κύησης, ακόμα και σε περιπτώσεις βιασμού ή αιμομιξίας.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας, που αναμένεται να αρχίσει το φθινόπωρο και να οδηγήσει σε απόφαση περί τα μέσα του 2022, η πολιτειακή υπουργός Δικαιοσύνης του Μισισιπή, η Λιν Φιτς, η οποία ανήκει στους Ρεπουμπλικάνους, έκρινε χθες ότι οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου με τις οποίες αναγνωρίστηκε το δικαίωμα στην άμβλωση είναι «σκανδαλωδώς εσφαλμένες».
«Το δικαστήριο πρέπει να ακυρώσει» τις αποφάσεις του στις υποθέσεις «Ρόου και Κέισι», που είχε λάβει αντίστοιχα το 1973 και το 1992, ανέφερε η κυρία Φιτς, κρίνοντας πως «το συμπέρασμα ότι η άμβλωση αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα δεν έχει καμιά βάση».
Το Ανώτατο Δικαστήριο αρνείται στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων να εξετάσει προσφυγές που αμφισβητούν την απόφασή του στην υπόθεση Ρόου εναντίον Γουέιντ, με την οποία αναγνώρισε το συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση, διευκρινίζοντας κατόπιν πως οι γυναίκες μπορούν να προχωρούν σε τέτοιες επεμβάσεις ως την 22η εβδομάδα της κύησης.
Όμως δέχθηκε να εξετάσει τον νόμο της πολιτείας του Μισισιπή, η εφαρμογή του οποίου εμποδίστηκε με δικαστικές αποφάσεις σε πρώτο βαθμό και κατόπιν στην έφεση, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να επανεξετάσει πρότερες αποφάσεις του.
Η πολιτική ισορροπία στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ μεταβλήθηκε θεαματικά επί το συντηρητικότερο με τον διορισμό τριών δικαστών κατά τη διάρκεια της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ. Πλέον τα μέλη του που χαρακτηρίζονται προοδευτικά δεν είναι παρά τρία στα εννέα.
Κατά ειδικούς, ενδέχεται το κορυφαίο όργανο της αμερικανικής δικαιοσύνης να μην ακυρώσει την απόφαση στην υπόθεση Ρόου εναντίον Γουέιντ μεν, αλλά να περιορίσει το εύρος της, εκχωρώντας στις πολιτείες δυνατότητα να απαγορεύουν τις επεμβάσεις αυτές, κάτι που θα οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερη ανομοιογένεια της νομοθεσίας για το ζήτημα από τη μια πολιτεία στην άλλη.