Παθιασμένη, ταγμένη στην υπόθεση της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, η Ελένη Κιούμπιτ, εργάστηκε άοκνα γι’ αυτό επί δεκαετίες. Έφυγε από τη ζωή μετά από μακρόχρονη ασθένεια, αφήνοντας παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές τον αγώνα αυτόν στην «καρδιά» της Μεγάλης Βρετανίας, στο Λονδίνο, αγώνα που συνεχίζεται.
Η Ελένη Κιούμπιτ ήταν ιδρυτικό μέλος και επί χρόνια γενική γραμματέας της Βρετανικής Επιτροπής για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ήταν η Ελληνίδα σύζυγος του εκλιπόντος πρωτεργάτη της εκστρατείας, διακεκριμένου Βρετανού αρχιτέκτονα Τζέιμς Κιούμπιτ. Η επιτροπή δημιουργήθηκε το 1983, μετά από συνάντηση του ζεύγους Κιούμπιτ με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ζυλ Ντασέν. Σήμερα η επιτροπή εξακολουθεί να διεξάγει καμπάνιες για την επιστροφή των κλεμμένων γλυπτών.
«Ζούμε σε δύσκολες στιγμές, αντιμετωπίζουμε πολλά δύσκολα ζητήματα, μερικά ίσως τόσο μεγάλα, δεν μπορούν να επιλυθούν για τις επόμενες δεκαετίες και σίγουρα μετά από εμάς» έλεγε η εκλιπούσα. «Ο συνεχιζόμενος κατακερματισμός των μαρμάρων του Παρθενώνα δεν πρέπει να είναι ένα ανεπίλυτο θέμα. Το εξαιρετικό νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι το ιδανικό μέρος για την επανένωση των τεμαχισμένων τμημάτων.»
Επέμενε πάντοτε πως το θέμα μπορεί να λυθεί και πως «κλειδί» ήταν τα οφέλη από την επανένωση. Το ηθικό πρώτα, καθώς το Βρετανικό Μουσείο θα αποκαθιστούσε μια αδικία επιστρέφοντας τα κλεμμένα και το πρακτικό κατά δεύτερο λόγο, με τα δάνεια αρχαιοτήτων εκ μέρους της Ελλάδας.
"Η πολιτιστική κληρονομιά πρέπει να αναφέρεται σε εκείνα τα αντικείμενα που έχουν κεντρική σημασία και ζωτική σημασία για την αίσθηση της ταυτότητας και της αξιοπρέπειας μιας ανθρώπινης ομάδας.» σημείωνε. «Η απομάκρυνση με βία ή εξαπάτηση ή ακόμα και άγνοια μπορεί να προκαλέσει μεγάλη θλίψη, πόνο και οργή στους ανθρώπους που πιστεύουν πως τα αντικείμενα τους ανήκουν ως αναπόσπαστο και ουσιαστικό μέρος της ιστορίας τους και της κληρονομιάς τους ».
Η Ελένη Κιούμπιτ γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και έζησε στο Λονδίνο. Με την ιδιότητα της παραγωγού εργάστηκε στον κινηματογράφο σε ταινίες, μεταξύ των οποίων «The War That Never Ends» (1991) του Τζακ Γκολντ και το «Sympathy for the Devil» (1968)του Ζαν Λυκ Γκοντάρ.
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει πριν από χρόνια στο kathimerini.gr σχετικά με την αλλαγή των δεδομένων λόγω της λειτουργίας του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι «για χρόνια το Βρετανικό Μουσείο ισχυριζόταν - και μάλιστα το είπε στη Μελίνα - δεν έχεις τόπο να τα βάλεις". Λοιπόν, τώρα έχουμε κάτι πολύ καλύτερο από αυτό που προσφέρεται από το Βρετανικό Μουσείο. Όποιος έχει δει το Νέο Μουσείο αναγνωρίζει ότι είναι πραγματικά ένα αριστούργημα και ότι κατασκευάστηκε ακριβώς για να υποδεχθεί όλα τα γλυπτά από όλη την Ακρόπολη».