Η επόμενη ημέρα μετά τις φιέστες στην Αγιά Σοφιά βρίσκει την Ευρώπη να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην στρατηγική της Γαλλίας για την Μεσόγειο και τα εμπορικά συμφέροντα της Γερμανίας στην Τουρκία.
“Δεν χωρά κανενός είδους ουδετερότητα η συγκυρία”, λέει στο liberal.gr ο Κώστας Λάβδας, ενώ ειδικά για την Γερμανία σημειώνει ότι πρέπει να απαιτήσουμε αυτό το εξάμηνο να μεσολαβήσει ως προεδρεύουσα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης και όχι ως ένας τρίτος απέναντι σε μια χώρα εκτός ΕΕ.
Ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο εξηγεί ότι οι επόμενες κινήσεις της Τουρκίας θα εξαρτηθούν από την ελληνική αποφασιστικότητα, αλλά και τις αντιδράσεις των χωρών της περιοχής, δηλαδή το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Γαλλία. Και τονίζει ότι το ιδιότυπο αυτό "σκωτσέζικο ντους" το οποίο επιχειρεί να μας επιβάλει η Τουρκία μπορεί να έχει κουράσει την κοινή γνώμη και να αποδιοργανώνει την οικονομική ζωή κάποιων νησιών, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπό το φόβο "θερμών επεισοδίων" επιτρέπεται να αποδεχτούμε ουσιώδεις υποχωρήσεις.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Τι να κρατήσουμε από την χθεσινή φιέστα Ερντογάν και την πρώτη προσευχή στην Αγιά Σοφιά ως τζαμί ;
Οι φιέστες συμβολίζουν την απόλυτη σύνδεση δυο διαστάσεων: της θρησκευτικής ταυτότητας και της κατακτητικής ισχύος. Γι αυτό και ο ιμάμης που έκανε την πρώτη προσευχή στην Αγία Σοφία κρατούσε στα χέρια του ένα ξίφος που συμβολίζει το ξίφος της κατάκτησης της Αγίας Σοφίας.
Όπως εξήγησα από την πρώτη στιγμή όταν ανακοινώθηκε η απόφαση, δεν πρόκειται μόνο για προσπάθεια εστιασμένη στην εσωτερική πολιτική κατανάλωση. Η απόπειρα άντλησης εσωτερικού πολιτικού οφέλους είναι προφανής, θα ήταν όμως λάθος να μείνουμε σε αυτή. Αυτό που γίνεται αφορά την προβολή της σημερινής Τουρκίας ως ηγεμονικής δύναμης στον μουσουλμανικό σουνιτικό κόσμο. Αυτό είναι το σημαντικό, πέρα από την εσωτερική κατανάλωση.
Τα τουρκικά πολεμικά πλοία είναι ακόμη στην θάλασσα, η NAVTEX τελεί σε ισχύ, άρα μπορεί ανά πάσα στιγμή ως τις 2 Αυγούστου, το ωκεανογραφικό να αποπλεύσει. Αν λοιπόν σας ρωτούσα σε ποιο σενάριο δίνετε περισσότερες πιθανότητες, στο να κάνει αυτό μια απλή διέλευση από την ελληνική υφαλοκρηπίδα ή να ποντίσει και καλώδια, τι θα απαντούσατε ;
Η Navtex για έρευνες την περίοδο 21/7 - 2/8 αφορά μεταξύ άλλων και τμήματα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Υπάρχει η πιθανότητα οι έρευνες να πραγματοποιηθούν τελικώς εκτός περιοχών της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Αυτή τη φορά. Η Τουρκία προφανώς δοκιμάζει και αξιολογεί τις αντιδράσεις και τις δικές μας και άλλων κρατών στην περιοχή. Από τις αντιδράσεις, ημέρα με την ημέρα, θα κριθούν και οι τουρκικές κινήσεις.
Αυτό όμως δεν θα πρέπει να μας αποπροσανατολίζει από τα κρίσιμα ζητήματα. Την Ελλάδα την ευνοούν (α) συγκυρίες, (β) δεδομένα ισχύος και (γ) μηνύματα όπου το κόστος για τους τουρκικούς σχεδιασμούς είναι υψηλό, άρα λειτουργεί αποτρεπτικά για την Άγκυρα, δημιουργώντας αναστολές και οδηγώντας σε αυτοσυγκράτηση.
Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι θα πρέπει να απαλλαγούμε από τον φόβο της πιθανότητας του «θερμού επεισοδίου» και θα πρέπει να εστιαστούμε στη διαμόρφωση των συνθηκών εκείνων που είτε θα το αποκλείουν είτε θα το οριοθετούν σε χρονική στιγμή και γενικότερη συγκυρία που δεν συμφέρουν την άλλη πλευρά. Δεν είναι αυτό καθ’εαυτό το θερμό επεισόδιο που πρέπει να αποφύγουμε, παρότι προφανώς δεν το επιθυμούμε, αλλά η απώλεια αποτρεπτικής πειθούς και η απώλεια κυριαρχίας που θα ακολουθήσει σε αυτή την περίπτωση.
Η Τουρκία θα εξακολουθήσει να μας δοκιμάζει, διαμορφώνοντας τετελεσμένα. Μάλλον ενθαρρύνουμε παρά αποτρέπουμε αυτή την τακτική όταν στέλνουμε σήματα που ερμηνεύονται ότι υποδηλώνουν πως ενόψει κλιμάκωσης εμείς, απλά, θα αποδεχθούμε τον διάλογο ακόμη και για ζητήματα που σύμφωνα με τις πάγιες ελληνικές θέσεις δεν είναι υπαρκτά.
Η εκ νέου επίκληση της προσφυγής στη Χάγη για τις «ελληνοτουρκικές διαφορές» (ποιες είναι αυτές, πέρα από την υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ;) παραγνωρίζει τις εξελίξεις που μεσολάβησαν τόσο στα ελληνοτουρκικά όσο και στη νομολογία του διεθνούς δικαστηρίου. Ενώ φαίνεται και να αποδέχεται ότι η Ελλάδα ανταποκρίνεται στην πίεση. Άλλο διαφορές, άλλο μονομερείς διεκδικήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν οδηγηθούμε σε ένα μακράς διαρκείας πόλεμο νεύρων μέχρι τις 3 Νοεμβρίου, ημέρα των αμερικανικών εκλογών, αυτό δεν συνεπάγεται για εμάς εκτός της συνεχούς διπλωματικής εγρήγορσης και φθορά σε μέσα και ανθρώπινο δυναμικό; Έχουμε τέτοιες αντοχές ;
Ο Ερντογάν ποντάρει ιδιαιτέρως στην επανεκλογή Τραμπ. Σε τέτοιο βαθμό που εάν θεωρηθεί ότι οι εκλογές πιθανότατα βγάζουν Μπάϊντεν, κάποιες τουρκικές κινήσεις ενδέχεται να επιταχυνθούν. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα οφείλει να δίνει το μήνυμα ότι αντέχει. Άλλωστε πέρα από τις αμερικανικές εκλογές, θα πρέπει να αντέξουμε και να μην συρθούμε σε συνολική διαπραγμάτευση μέσω πιέσεων ενώ η ΕΕ ωριμάζει και γίνεται πιθανό να ευνοήσουν οι ισορροπίες εντός της Ένωσης μια πιο συνεκτική προσέγγιση απέναντι στην Τουρκία.
Με άλλα λόγια, ενίοτε η διατήρηση της εκκρεμότητας είναι προτιμότερη. Παρότι πολλοί φαντασιώνονται «παράθυρα ευκαιρίας», η πραγματικότητα είναι ότι η σημερινή συγκυρία δεν αποτελεί ευνοϊκή στιγμή για λύσεις θετικές προς τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Το ίδιο ισχύει για τις επαφές υψηλού επιπέδου. Ας θυμηθούμε ότι τον Δεκέμβριο του 2017, η πρώτη επίσημη επίσκεψη προέδρου της Τουρκίας στην Ελλάδα ύστερα από 65 χρόνια, έγινε σε μια στιγμή στην οποία η κυβέρνηση Ερντογάν βρισκόταν σε σχετικά δύσκολη θέση στο δυτικό στρατόπεδο. Έσπευσε η Αθήνα να της δώσει ένα νέο διπλωματικό βήμα. Παρόλα αυτά, εκείνη η επίσκεψη είχε εξελιχθεί άσχημα, με τις αναφορές στη Συνθήκη της Λωζάνης, τους διαξιφισμούς και βέβαια την επίσκεψη Ερντογάν στην μουσουλμανική μειονότητα στην Κομοτηνή. Η Ελλάδα δεν κέρδισε κάτι από εκείνη την επίσκεψη, μάλλον έχασε.
Εκτός από τα ζητήματα που συζητάμε σήμερα, πρέπει πάντα να μας προβληματίζει και το μέλλον της Θράκης. Εκεί δυστυχώς τείνουμε να αποδεχτούμε τον εκτουρκισμό των διαφορετικών μειονοτήτων, των Πομάκων, των Αλεβιτών και των Ρομά. Ενώ θα έπρεπε να ενθαρρύνουμε τον πλουραλισμό και συνακόλουθα την εξασθένιση του εξαιρετικά επικίνδυνου ρόλου του Τουρκικού προξενείου.
Τελικά μήπως η Μέρκελ έχει αναλάβει το ρόλο του “καλού” απέναντι στην Τουρκία, δηλαδή αυτόν του διαμεσολαβητή, και ο Μακρόν το ρόλο του “κακού”; Από την άλλη πλευρά, μήπως το μήνυμα Μακρόν έχει αποδέκτες και την Ευρώπη και το Βερολίνο, ότι η πολιτική του κατευνασμού με την Τουρκία δεν περπατά και για αυτό θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια Σύνοδο των “Επτά” του Νότου;
Η γαλλική παρέμβαση ήταν αναμενόμενη. Υποστηρίζω από χρόνια ότι έχουμε παραβλέψει τη σημασία της Γαλλίας και τα συμφέροντά της στην Ευρώπη γενικώς και στην Μεσόγειο ειδικότερα.
Τον Δεκέμβρη του 2019, σε συζήτησή μας εδώ στο Liberal, είχα επισημάνει ότι «η έκδηλη προκλητικότητα της κυβέρνησης Ερντογάν που συμπεριφέρεται πια ως περιφερειακή δύναμη με τάσεις εκπροσώπησης και ευρύτερων μουσουλμανικών κύκλων στη διεθνή πολιτική, έχει κινητοποιήσει αρνητικά αντανακλαστικά από κρίσιμους δρώντες όπως – με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικό βαθμό – το Ισραήλ και Γαλλία η οποία πέρα από τη ναυτική της παρουσία στην Μεσόγειο εξελίσσει και τον ρόλο της ως μόνη ευρωπαϊκή στρατιωτική και πυρηνική δύναμη μετά την αποχώρηση της Βρετανίας».
Να προσθέσω ότι υπάρχει π.χ. από το 2018 η δήλωση του Προέδρου Μακρόν στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 17/4/2018 που δηλώνει ότι «ανά πάσα στιγμή θα είναι παραστάτης σε κάθε Κράτος Μέλος όταν απειλείται και υφίσταται επίθεση. Αυτό το είπαμε και στην Μεγάλη Βρετανία στην υπόθεση Σκριπάλ, αλλά είναι και πάγια θέση μας προς την Ελλάδα όταν απειλείται στην Ανατολική Μεσόγειο». Ειδικά οι πολιτικές ομάδες της χώρας πρέπει κάποτε να απογαλακτιστούν από την πρόσδεση στην γερμανική οπτική γωνία και να προσπαθήσουν να αναπτύξουν μια ευρύτερη αντίληψη περί συγκλίσεων στα διαφορετικά πεδία πολιτικής.
Αναμφίβολα, η γερμανική προεδρία οφείλει να διαμεσολαβήσει και είμαι βέβαιος ότι θα διαμεσολαβήσει. Πρέπει όμως να θυμόμαστε – και να απαιτήσουμε – παράλληλα ότι η Γερμανία αυτό το εξάμηνο δεν μπορεί να μεσολαβεί ως τρίτος, αλλά ως προεδρεύουσα του Συμβουλίου απέναντι σε μια χώρα εκτός ΕΕ. Δεν χωρά κανενός είδους ουδετερότητα η συγκυρία.
Αναφορικά τώρα με την πρόσφατη γερμανική παρέμβαση η οποία μάλιστα αρχικά θεωρήθηκε και ιδιαιτέρως σημαντική, επιτρέψτε μου να διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις ως προς τις λεπτομέρειες. Αυτό που πάντως θεωρώ σημαντικό είναι να μην αισθάνονται οι Έλληνες συνεχώς ανήσυχοι από υπαρκτούς ή μη κινδύνους και να μην είναι διατεθειμένοι να αποδεχτούν ουσιώδεις υποχωρήσεις υπό τον φόβο «θερμών επεισοδίων». Αυτό το ιδιότυπο «σκωτσέζικο ντους» αφενός αποδιοργανώνει την οικονομική ζωή στα νησιά μας, αφετέρου επηρεάζει την κοινή γνώμη, την οποία καθιστά έτοιμη για υποχωρήσεις. Χρειάζεται αποφασιστικότητα, προετοιμασία και ηρεμία, η ζωή συνεχίζεται χωρίς φοβικά σύνδρομα απέναντι στην γείτονα.
Επομένως ανεξάρτητα αν Μακρόν και Μέρκελ βρίσκονται ή όχι στο ίδιο μήκος κύματος, τι σημαίνει ότι ο γάλλος πρόεδρος επιλέγει να προβάλει ως ο προνομιακός υπερασπιστής των δικαίων της Αθήνας και της Λευκωσίας;
Καταρχήν πρέπει να αντιληφθούμε την μεγάλη εικόνα, η οποία σήμερα έχει ως εξής. Η Δύση ανέχεται την Τουρκία, η οποία εκτός από την πίεση σε Ελλάδα και Κύπρο, επιχειρεί την παγίωση στην Λιβύη ενός καθεστώτος το οποίο βασίζεται σε ριζοσπαστικοποιημένα μουσουλμανικά δίκτυα και θα στοχεύσει επίσης στην αποσταθεροποίηση του Σίσι στην γειτονική Αίγυπτο.
Για τη Δύση, εάν κάνουμε αφαίρεση από τα επιμέρους εμπορικά συμφέροντα της Γερμανίας και ορισμένων άλλων, η κύρια πρόκληση σε αυτήν τη συγκεκριμένη σύγκρουση στη συγκεκριμένη περιοχή σήμερα είναι η Τουρκία και όχι η Ρωσία. Η Ρωσία όπως πάντα επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τις ρωγμές που διαβλέπει στο δυτικό μπλοκ. Αλλά η Μουσουλμανική Αδελφότητα και τα διάφορα παρεμφερή δίκτυα σύντομα θα είναι πολύ ισχυρά και δεν θα μπορούν να ανασχεθούν. Με την ανοχή της Τουρκίας, η Δύση διαπράττει ένα στρατηγικό σφάλμα ιστορικών διαστάσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, και με δεδομένο το Brexit, μια είναι πια η πραγματική στρατιωτική (και πυρηνική) δύναμη στην ΕΕ και αυτή είναι η Γαλλία. Η γαλλική πολιτική επιθυμεί να αποτρέψει την ενίσχυση της τουρκικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο, να στηρίξει την Ελλάδα και την Κύπρο εντός της ΕΕ και το καθεστώς της Αιγύπτου πέρα από αυτήν και σταδιακά να επανακαθορίσει τη δύσκολη ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή.
Δεν είναι βέβαιο ότι θα τα καταφέρει, διότι παρά τη συντριπτική στρατιωτική ισχύ της Γαλλίας σε σχέση με τα άλλα μέλη της ΕΕ, υπάρχουν ως προς την περιοχή μας αντικρουόμενα συμφέροντα της Γερμανίας, της Ιταλίας και βέβαια ορισμένων υποψήφιων χωρών, όπως η Αλβανία και η Β.Μακεδονία, ως προς τις οποίες η ελληνική πολιτική – με την μυωπική εμμονή στην ιστορικά ξεπερασμένη «διεύρυνση» – αποτελεί μνημείο εθελοτυφλίας.
Στο δια ταύτα, χρειάζεται μεγαλύτερη πίεση στη φίλη Αίγυπτο να προχωρήσουμε σε οριοθέτηση άμεσα. Θυμίζω ότι στο πλαίσιο της τριμερούς συνεργασίας τους, Αίγυπτος, Ελλάδα και Κύπρος έχουν ήδη από το 2017 συμφωνήσει να προχωρήσουν με ταχείς ρυθμούς στις διαπραγματεύσεις σχετικά με την οριοθέτηση των κοινών θαλάσσιων συνόρων τους. Τέλος, χρειάζεται συστηματική ενίσχυση και εμβάθυνση της συνεργασίας με τη Γαλλία σε όλα τα επίπεδα.