Τρίτο κατά σειρά αίτημα για άσκηση κακουργηματικής δίωξης σε 10 πρόσωπα για την τραγωδία στο Μάτι με τους 102 νεκρούς, υπέβαλε στην Εισαγγελία Αθηνών ο ανακριτής της υπόθεσης Αθ. Μαρνέρης. Τους κατηγορεί ότι κωλυσιέργησαν σε σημείο που επέδειξαν εγκληματική αδιαφορία, η οποία στοιχειοθετεί τουλάχιστον τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου.
Επισημαίνει ότι εκ της θέσεως που κατείχαν ήταν αρμόδιοι να προβούν στις υπό κρίσιν ενέργειες, επέδειξαν όμως πλήρη αδιαφορία. Και συμπληρώνει ότι εξέθεσαν τους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής, αφού ενώ είχαν τη δυνατότητα να πράξουν διαφορετικά, δεν έπραξαν.
Το ανακριτικό αίτημα το οποίο περιγράφεται σε 41 σελίδες, στηρίζουν και συγγενείς θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς που ζητούν την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων. Σημειωτέον ότι τα δύο προηγούμενα αιτήματα του ανακριτή για αναβάθμιση της κατηγορίας είχαν απορριφθεί από διαφορετικούς εισαγγελικούς λειτουργούς με το σκεπτικό ότι δεν εισφέρθηκαν νεότερα στοιχεία.
Ο ανακριτής θεωρεί, ότι οι παραλείψεις βαρύνουν στελέχη της Πυροσβεστικής κυρίως, αλλά και της Πολιτικής Προστασίας και στα τρία στάδια της φονικής πυρκαγιάς, την έναρξη της, τη διαχείριση της κατάσβεσης και τέλος το στάδιο της διάσωσης των ανθρώπων που έζησαν την πύρινη κόλαση.
Αξιολογώντας τις εγκληματικές παραλείψεις ο ανακριτής σημειώνει ότι η αναβάθμιση της κατηγορίας μπορεί να γίνει καθώς όπως επισημαίνει «στοιχειοθετείται το αδίκημα της κακουργηματικής μορφής της έκθεσης, καθώς ήταν αρμόδιοι εκ της θέσεως που κατείχαν, να προβούν στις υπό κρίσιν ενέργειες, επέδειξαν όμως πλήρη αδιαφορία».
Ο ανακριτής στη συνέχεια κάνει λόγο για ενδεχόμενο δόλο υπευθύνων της Πυροσβεστικής και της Πολιτικής Προστασίας, περί τα 10 άτομα, για τα οποία και ζητά να διωχθούν για κακούργημα.
Όπως αναφέρει «(…) Σε βάρος τους δεν προκύπτουν απλώς σοβαρές ενδείξεις για αμέλεια ως προς τα καθήκοντά τους , η οποία οδήγησε αιτιακά σε θανάτους και σωματικές βλάβες, αλλά σοβαρές ενδείξεις για ενδεχόμενο δόλο ως προς την πρόκληση του κινδύνου, ήτοι ενδεχόμενο δόλο για την τοποθέτηση των θυμάτων από ασφαλή σε μη ασφαλή θέση που τα κατέστησε αβοήθητα και μη δυνάμενα να διαφύγουν του κινδύνου καθώς και τον ενδεχόμενο δόλο για την άφεση των θυμάτων αβοήθητων».
«Η θέση που κατείχαν τους καθιστούσαν γνώστες του κινδύνου στον οποίο εξέθεταν τους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής, κίνδυνο που προφανώς αποδέχτηκαν, αφού ενώ είχαν τη δυνατότητα να πράξουν διαφορετικά, δεν έπραξαν. Δηλαδή αν και είχαν στη διάθεσή τους μέσα και χρόνο, γνώριζαν φυσικά την επικινδυνότητα της κατάστασης και μάλιστα γνώριζαν την ιδιομορφία της περιοχής που καθιστούσε άμεσο τον κίνδυνο για ανθρώπινες ζωές, κωλυσιέργησαν σε σημείο που επέδειξαν εγκληματική αδιαφορία, που στοιχειοθετεί τουλάχιστον τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, ο οποίος και αρκεί στην περίπτωση της κακουργηματικής μορφής της έκθεσης», σημειώνει.
Κατά τον ανακριτή, σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, «προέκυψαν και στοιχεία που αφορούν την ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων προς συγκάλυψη των παραλείψεων και ενεργειών των αρμοδίων. Μεταξύ αυτών ψευδή ή πλαστογραφημένα στοιχεία που αναγράφονται στα ημερολόγιο του αεροδρομίου της Πάχης και της Υπηρεσίας Εναέριων Μέσων Πυροσβεστικού Σώματος».
Μάλιστα ο ανακριτής για κάποιους από του κατηγορούμενους τονίζει ότι εξελίχθηκαν υπηρεσιακά γιατί όπως αναφέρει «είχαν κίνητρο να αφήσουν τους παθόντες εκτεθειμένους σε κίνδυνο ζωής ή σωματικής ακεραιότητας αποδεχόμενοι τελικά τον κίνδυνο αυτό, καθώς με αυτόν τον τρόπο και κυρίως με την εξασφάλιση όλων των εναέριων μέσων κυρίως για την MOTOR OIL και το στήσιμο "παγίδων" στους εσωτερικούς αντιπάλους τους στην Υπηρεσία, ανταγωνιστές τους στη διαδοχή σε σημαντικές θέσεις που εξασφάλιζαν πέρα από κύρος και άλλου είδους (προφανώς) ωφελήματα, προσδοκούσαν ευνοϊκή μεταχείριση των αρμοδίων στο μέλλον, ευνοϊκή μεταχείριση η οποία και επήλθε καθώς οι περισσότεροι εξ αυτών έλαβαν προαγωγή μετά ή εξήλθαν του Σώματος χωρίς να υποστούν οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια».
Επισημαίνει δε μία προς μία τις εγκληματικές παραλείψεις, τις οποίες συγκεκριμενοποιεί ως εξής:
- Από τις 17.04 περίπου μέχρι τις 17.30 επιχειρούσε μόνο ένα ελικόπτερο για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, το οποίο φέρεται να έκανε μία ρίψη, σε τρία διαφορετικά σημεία στην περιοχή του Νταού. Συνεπώς, οι αρμόδιοι, επισημαίνει ο ανακριτής, παρέλειψαν να κινητοποιήσουν και άλλα εναέρια μέσα, ενώ συνέχιζαν τις εκτροπές σε περιοχή που η φωτιά ήταν ελεγχόμενη.
«Αν επιχειρούσαν σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον τρία εναέρια μέσα, και συγκεκριμένα από ώρα 16.50 έως και 17.30, και σε δεύτερο χρόνο, δηλαδή από τις 17.30 μέχρι και τις 18.15, άλλα τρία εναέρια μέσα προς ενίσχυση των ανωτέρω, ο κίνδυνος θα είχε αποφευχθεί, καθώς και του ότι σε περίπτωση μη έγκαιρης επέμβασης οι κάτοικοι θα περιάγονταν σε κατάσταση κινδύνου για τη ζωή και την υγεία τους και είχαν τουλάχιστον αποδεχτεί τον κίνδυνο αυτόν», επισημαίνει.
- Έμεινε ανεκμετάλλευτη επιχειρησιακά και η νεοσύστατη υπηρεσία με τα μη στελεχωμένα αεροσκάφη (DRONES), τα οποία έχουν κάμερες και δίνουν άμεσες πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο στο ΕΣΚΕ.
«Δεν έστειλαν εναέρια και επίγεια μέσα, έφυγαν από τη θέση τους ή δεν πήγαν ποτέ σε αυτήν, δεν διέταξαν την απομάκρυνση/εκκένωση των πολιτών ή τη διάσωση αυτών, δεν κηρύχτηκε καν η υπό κρίση περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ υπήρχαν τα διαθέσιμα μέσα. Σαφώς και ως προς το αποτέλεσμα (τους θανάτους και την πρόκληση σωματικών βλαβών) οι ως άνω κατηγορούμενοι δεν είχαν δόλο, έστω κι ενδεχόμενο παρά μόνο αμέλεια. Ωστόσο, ως προς την κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία των παθόντων ή επιτάσεως του επισυμβάντος κινδύνου, σαφώς οι κατηγορούμενοι είχαν ενδεχόμενο δόλο, καθώς δεν είναι δυνατό να υποστηρίξει κανείς βάσιμα ότι εκ της θέσης τους δεν αποδεχόντουσαν την επίταση του κινδύνου για τους πολίτες από την παντελή αδιαφορία που επέδειξαν έστω κι αν διατηρούσαν μία ατεκμηρίωτη ελπίδα, η οποία και πάλι οδηγεί σε στοιχειοθέτηση ενδεχόμενου δόλου», αναφέρεται.
Σύμφωνα με τον ανακριτή: «Οι κατηγορούμενοι α) είχαν το ενδεχόμενο κινδύνου και της επίτασης του κινδύνου αυτού (γνωστικό στοιχείο) και β) με τη στάση που κράτησαν αποδέχτηκαν τον ως άνω κίνδυνο (βουλητικό στοιχείο), ο οποίος και πραγματώθηκε τελικά επιφέροντας ως αποτέλεσμα το θάνατο 102 ατόμων και σωματικές βλάβες σε τουλάχιστον 21 άτομα, για το αποτέλεσμα δε αυτό υπήρχε μεγάλη πιθανότητα πρόβλεψης λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του κινδύνου και τις επαγγελματικές ιδιότητες των κατηγορουμένων».
- Είχαν στη διάθεσή τους και σωστικές λέμβους, που ανήκαν στην πρώτη ΕΜΑΚ και δεν δόθηκε ποτέ εντολή να μεταβούν στην περιοχή. Παράλληλα, δεν τέθηκαν στη διάθεση για τη διάσωση όσων βρίσκονταν στη θάλασσα συγκεκριμένα πλοιάρια τα οποία έχουν ως σημείο στάθμευσης το λιμάνι του Πειραιά και εάν ειδοποιούνταν να συνδράμουν στη διάσωση, ο χρόνος που απαιτούνταν είναι 1 ώρα και 15 λεπτά περίπου, δηλαδή θα βρίσκονταν εκεί περίπου στις 20.15, ενώ πολίτες βρίσκονταν στη θάλασσα ήδη από τις 18.50.
Να σημειωθεί ότι το ανακριτικό αίτημα διαβιβάστηκε ήδη στην Εισαγγελία.