Οι δεσμοί μεταξύ της Ελλάδας και του Συμβουλίου της Ευρώπης παραμένουν ισχυροί και αδιαμφισβήτητοι, υπογράμμισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου κατά τον χαιρετισμό της στην επίσημη τελετή Έναρξης του Δικαστικού Έτους του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε ότι «Η Ελλάδα επικύρωσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αρχικά το 1953 και τελικά το 1974, μετά το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών» και πρόσθεσε ότι «Η περίφημη “ελληνική υπόθεση” υπήρξε αποφασιστική στιγμή για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη συναφή διαμόρφωση πολιτικών και προτύπων». Όπως ανέφερε «Η αποχώρηση της Ελλάδας ανέδειξε την αξία της ελευθερίας, με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί η απονομιμοποίηση της χούντας, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό» και πρόσθεσε ότι «σταδιακά η Ευρωπαϊκή Σύμβαση μετατράπηκε σε πολύτιμο εργαλείο για την κατανόηση όχι μόνο του ευρωπαϊκού δικαίου και της θεωρίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και του νοήματος του δικού μας Συντάγματος».
Παράλληλα, επισήμανε ότι «Η Σύμβαση και οι αποφάσεις του Δικαστηρίου συνιστούν τον κοινό μας τόπο, υπερβαίνοντας τα όρια του δικαίου και σφυρηλατώντας την ευρωπαϊκή μας κουλτούρα και τον τρόπο ζωής, χωρίς να καταργούν τις εθνικές ταυτότητες ή να υποτιμούν τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ κοσμοπολιτισμού και πατριωτισμού. Η συμφιλίωση του ρεαλισμού και του ιδεαλισμού φαίνεται να είναι το μείζον και απαιτητικό έργο της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και των δικαστηρίων».
Αναφερόμενη στις διαδοχικές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας, που αμφισβήτησαν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επαναπροσδιόρισαν την έννοια του γενικού συμφέροντος και τη θεωρία του περιθωρίου εκτίμησης των κρατών μελών, μαζί με τη θεμελιώδη αρχή της “δημοκρατικής κοινωνίας”, επισήμανε ότι «Σύμφωνα με την πρόσφατη ετήσια έκθεση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, το σύστημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις, καθώς πιο περίπλοκες υποθέσεις φτάνουν στο Δικαστήριο και οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να ανταποκριθούν γρήγορα στις αποφάσεις».
Στο πλαίσιο αυτό, υποστήριξε ότι η πίεση στα δικαιώματα και οι ακραίες πρόσφατες συνθήκες, με άλλα λόγια η άτυπη ή τυπική κατάσταση ανάγκης, επιβάλλουν νομοθετικό και δικαστικό πραγματισμό. Ωστόσο, παρατήρησε ότι «οι κοινές μας αξίες και πεποιθήσεις, η ελευθερία, η ισότητα και η αλληλεγγύη, δεν πρέπει να υπονομεύονται ούτε να περιθωριοποιούνται».
Ειδικότερα, υπογράμμισε ότι «Η απόφαση Vavřička ήταν θεμελιώδης υπό το φως των εθνικών υποθέσεων σχετικά με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό και το Δικαστήριο αποδείχθηκε πραγματικός ηγέτης σε αυτό το ζήτημα, υπογραμμίζοντας την έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης υπέρ των ευάλωτων. Επίσης, όσον αφορά τις πιο πρόσφατες υποθέσεις που αφορούσαν εισβολές της Ρωσίας σε γειτονικές της χώρες, το ΕΔΔΑ στάθηκε επάξια στο ύψος των περιστάσεων εκδίδοντας προσωρινά μέτρα κατά της Ρωσίας σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία».
Καταλήγοντας, τόνισε ότι η διασφάλιση και η εδραίωση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου σε περιόδους κρίσης δεν είναι καθαρά διαδικαστικό ζήτημα. Όπως είπε «Για να αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις, πρέπει να διατηρήσουμε τις βασικές και κοινές μας αξίες, τον σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής μας και της αμοιβαίας κατανόησης που καθιστά ακόμα και τώρα την Ευρώπη προνομιακή περιοχή του πλανήτη μας. Από την ανεξάντλητη κληρονομιά των ιδρυτών μας, εδώ στο Στρασβούργο, αντλούμε τη δύναμη και τη ζωτικότητα της κοινής μας μοίρας».
Κατά την επίσκεψή της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου συναντήθηκε με τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου Robert Spano, την Γενική Γραμματέα Μαριαλένα Τσίρλη και τον δικαστή Ιωάννη Κτιστάκι.