Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η Ελλάδα θα καταγράψει οικονομική ανάπτυξη 4,8% το 2022 και 2,9% το 2023.
Το δε ποσοστό ανεργίας θα μειωθεί, με αργό ρυθμό, και παρά την ισχυρή ανάπτυξη, από το 14,6% το 2021 στο 12,9% το 2022 και στο 12,6% το 2023. Όλα αυτά και ενώ οι προοπτικές της ελληνικής (όπως και της παγκόσμιας) οικονομίας απειλούνται από την μετάλλαξη «´Όμικρον».
Το καλό νέο, όμως, είναι ότι τα κρούσματα της «Όμικρον», σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία από την Αγγλία, έχουν 50% με 70% μικρότερη πιθανότητα, σε σχέση με τα κρούσματα της «Δέλτα», εισαγωγής στα (βρετανικά) νοσοκομεία.
Πώς όμως η Ελλάδα θα επιτύχει μεγαλύτερη αποκλιμάκωση της ανεργίας; Η απάντηση βρίσκεται, βέβαια, στις διεθνείς επενδύσεις. Οι (διεθνείς) επενδυτές δεν εντυπωσιάζονται σε μεγάλο βαθμό από την προβλεπόμενη ανάπτυξη του 2022 μέρος της οποίας σίγουρα αντανακλά την εκτίναξη του ελληνικού «ελατηρίου» μετά και τις μεγάλες απώλειες, λόγω ιού, το 2020.
Αυτό που περιμένουν οι διεθνείς επενδυτές προκειμένου να εμπιστευτούν την ελληνική οικονομία είναι το θετικό «σήμα» από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Η Ελλάδα παραμένει σήμερα δύο θέσεις κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Οι προοπτικές αναβάθμισης, μέσα στο 2022, θα εξαρτηθούν τα μέγιστα από δύο παράγοντες:
Πρώτον, τις εξελίξεις στο θέμα του χρέους. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το ελληνικό ακαθάριστο δημόσιο χρέος, το οποίο αναμένεται να κλείσει στο 228,8% του ελληνικού ΑΕΠ το 2021, θα μειωθεί στο 217,3% του ΑΕΠ το 2022. Πρόκειται για μια μικρή μείωση κατά 11 περίπου ποσοστιαίες μονάδες (επί του ΑΕΠ) η οποία, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του γράφοντος, έχει την δυνατότητα να «δώσει», από τους οίκους αξιολόγησης, στην Ελλάδα μόνο το 1/3 (0,33 δηλαδή) μίας βαθμίδας...
Δεύτερον, από την επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών στην ανάγκη των οποίων πρόσφατα αναφέρθηκε και η ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας. Σε αυτό «συμφωνούν» και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης.
Πράγματι, εάν η Ελλάδα « ανέβαζε» στροφές, βελτιώνοντας τον δείκτη διαρθρωτικών αλλαγών της χώρας μας στο επίπεδο της Πορτογαλίας, θα «κέρδιζε» τρεις ολόκληρες βαθμίδες (!!!) οι οποίες θα έφερναν άμεσα την χώρα μας στην επενδυτική βαθμίδα. Χωρίς να «χρειαζόταν», δηλαδή, η χώρα μας να προβεί σε (μεγάλη) αποκλιμάκωση του ελληνικού χρέους!!!
Καθώς λοιπόν το 2021 συμπληρώθηκαν 200 έτη από την Ελληνική Επανάσταση, λογικό είναι ο κάθε αναγνώστης (κάθε αναγνώστρια) να αναρωτηθεί εάν, και κατά πόσον, έχουμε βελτιώσει, από ιστορική «σκοπιά», την εικόνα μας στα «μάτια» των διεθνών επενδυτών.
Η απάντηση βρίσκεται, σε μεγάλο «βαθμό», στην αποκλιμάκωση του spread δανεισμού τα τελευταία 200 έτη. Την περίοδο 1824-1825, η χώρα μας, και εν μέσω πολέμου προκειμένου να «χαλυβδώσει» την πολυπόθητη ανεξαρτησία, δανειζόταν με επιτόκιο 5,5% όταν το μακροχρόνιο επιτόκιο αναφοράς στο Λονδίνο δεν υπερέβαινε το 3,4%.
Ήτοι, μια διαφορά απόδοσης (spread) της τάξης των 210 τιμών βάσης. Σήμερα, και εν μέσω πολέμου κατά της πανδημίας Covid, το μακροχρόνιο (30 ετών) επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας βρίσκεται στο 1,96%. Υπερβαίνει, δηλαδή, κατά 184 τιμές βάσης το 30ετές επιτόκιο της Γερμανίας.
Με άλλα λόγια, τα τελευταία 200 έτη έχουμε προσεγγίσει, στα μάτια των διεθνών επενδυτών, με σχετικά αργούς ρυθμούς τις χώρες με υψηλή πιστοληπτική ικανότητα.
* Ο Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool