Ανάμικτα ήταν τα συναισθήματα την εβδομάδα που πέρασε στο μέτωπο της οικονομίας. Από τη μία πλευρά, η νέα έξοδος στις αγορές όχι απλώς ήταν επιτυχημένη, αλλά ξεπέρασε και τις προσδοκίες. Από την άλλη, η ανακοίνωση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία του ΑΕΠ επιβεβαίωσε τις δυσοίωνες εκτιμήσεις. Μέσα σε αυτό το κλίμα, με την πανδημία να δείχνει τα δόντια της και το θερμόμετρο στα ελληνοτουρκικά να παραμένει στο «κόκκινο», ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη την προσεχή Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου και δύο ημέρες αργότερα, το Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου, θα προχωρήσει σε ανακοινώσεις, που όπως έχουμε γράψει θα συνοψίζονται σε δύο βασικούς άξονες, αλλά θα έχουν κοινή συνισταμένη την τόνωση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Το περιεχόμενο του πακέτου ως προς τον πρώτο άξονα, δηλαδή τη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων που πλήττονται από την πανδημία, το οποίο θα εφαρμοστεί άμεσα, εν πολλοίς είναι γνωστό και δύσκολα θα αλλάξει στις βασικές του παραμέτρους. Ο δεύτερος άξονας, που είναι ίσως και πιο σημαντικός για την επόμενη μέρα της πραγματικής οικονομίας καθώς στόχος είναι να περιλαμβάνει τη μόνιμη μείωση φόρων και εισφορών, είναι μάλλον στον αέρα και οι οριστικές αποφάσεις θα ληφθούν κυριολεκτικά στο παρά πέντε των πρωθυπουργικών ανακοινώσεων.
Δύο είναι οι λόγοι για τους οποίους ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το οικονομικό επιτελείο δεν μπορούν από τώρα να καταλήξουν στο περιεχόμενο του πακέτου. Ο πρώτος σχετίζεται με τις οριστικές αποφάσεις που θα λάβει το Eurogroup στις 11 Σεπτεμβρίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν το 2021 και ο δεύτερος έχει να κάνει με τα εξοπλιστικά. Ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη θα κάνει σχετικές ανακοινώσεις και όπως είναι λογικό, από το ύψος των δαπανών που θα πραγματοποιηθούν για την ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης της χώρας θα εξαρτηθεί και το πόσο περιθώριο υπάρχει για φοροελαφρύνσεις.
Η εξίσωση που καλείται να λύσει η κυβέρνηση μόνο εύκολη δεν είναι. Υπάρχουν πολλές συνισταμένες, οι οποίες πρέπει να σταθμιστούν για να βγει το τελικό αποτέλεσμα. Για τον λόγο αυτό, στο υπουργείο Οικονομικών έχουν έτοιμα διάφορα σενάρια και ανάλογα με τις εξελίξεις θα σηκώσουν ένα εξ αυτών και θα το βάλουν στο τραπέζι.
Πακέτο ρευστότητας
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η κυβέρνηση θα ανακοινώσει μέτρα για τη στήριξη όλων εκείνων που πλήττονται από την πανδημία. Στο πακέτο αυτό περιλαμβάνονται μέτρα που ήδη ισχύουν και επεκτείνονται, αλλά και άλλες παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα η πληρωμή των αναδρομικών στους συνταξιούχους στο σύνολό τους εντός του έτους.
Τα μέτρα που θα ανακοινωθούν είναι:
Εντός του 2020, όπως είπε και ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, θα καταβληθεί εφάπαξ το σύνολο των αναδρομικών στους συνταξιούχους. Εκτιμάται ότι θα πέσει ρευστότητα στην αγορά της τάξεως του 1,4 δισ. ευρώ, ενώ αν αφαιρεθούν φόροι και εισφορές η πραγματική επίδραση θα είναι της τάξεως του 1 δισ. ευρώ, περίπου.
Αυξήσεις μέχρι και 280 ευρώ τον μήνα αναμένεται να λάβουν χιλιάδες συνταξιούχοι που λαμβάνουν προσωρινή σύνταξη.
Παράταση της χρονικής διάρκειας αναστολής των συμβάσεων εργασίας με ταυτόχρονη καταβολή του ειδικού μηνιαίου επιδόματος των 534 ευρώ σε εργαζομένους, αυτοαπασχολούμενους και επαγγελματίες.
Παράταση έως το τέλος του έτους της επιδότησης μισθών και ασφαλιστικών εισφορών για την εκ περιτροπής εργασία και περαιτέρω απλοποίηση των διαδικασιών του προγράμματος «Συν-Εργασία».
Εκτός από τον 3ο κύκλο της επιστρεπτέας προκαταβολής, ύψους 1,2 δισ., που θα λαμβάνει υπόψη της τα έσοδα μέχρι και τον Ιούλιο, εκτιμάται ότι θα υπάρξει και 4ος κύκλος που θα λαμβάνει υπόψη του τον τζίρο μέχρι και το τέλος Σεπτεμβρίου, συνολικού ύψους 500 εκατ. ευρώ, με διευρυμένα κριτήρια και στόχευση επιχειρήσεις και επαγγελματίες με δραματική πτώση του τζίρου.
Παράταση του μέτρου επιβολής μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στο τουριστικό πακέτο. Ο λόγος για τον μειωμένο ΦΠΑ (από το 24% στο 13%) που ισχύει για την περίοδο 1 Ιουνίου - 31 Οκτωβρίου 2020 στις μεταφορές, στα εισιτήρια των κινηματογράφων, στον καφέ και στα μη αλκοολούχα ποτά, αλλά και τη μείωση στο τουριστικό πακέτο από 80/20 (δηλαδή 80% με 13% και 20% με 24%) σε 90/10.
Ο μεγάλος γρίφος
Η κυβέρνηση θα ήθελε να προχωρήσει άμεσα στην εξαγγελία μόνιμων φοροελαφρύνσεων για το 2021, αλλά υπάρχουν εκκρεμή ζητήματα πριν να ληφθούν αποφάσεις. Το τι θέλει το ξέρουμε, το τι μπορεί θα το μάθουμε στο τέλος της εβδομάδας.
Βασική επιδίωξη είναι να μειωθούν οι παρακάτω φόροι και επιβαρύνσεις:
Ο φάκελος με τις μειώσεις φόρων - εισφορών που έχει στα σχέδιά της η κυβέρνηση περιλαμβάνει:
Μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης 30% ή εναλλακτικά την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για όσους έχουν εισοδήματα έως 20.000 ευρώ από 12.000 που ισχύει σήμερα. Ταυτόχρονα, θα περιορισθούν όλοι οι συντελεστές της κλίμακας κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Το κόστος της μείωσης υπολογίζεται σε 330 εκατ. ευρώ.
Μείωση του τέλους επιτηδεύματος κατά 50%. Αυτό σημαίνει ότι το τέλος επιτηδεύματος από 650 ευρώ θα μειωθεί στα 325 ευρώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες και στα 500 ευρώ για τις επιχειρήσεις. Το κόστος υπολογίζεται σε 250 εκατ. ευρώ.
Μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 8% μεσοσταθμικά σε συνδυασμό με την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών. Η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 8% δεν θα είναι οριζόντια, αλλά στοχευμένη και αυτό καθώς η εξίσωση των αντικειμενικών αξιών με τις εμπορικές, που θα πραγματοποιηθεί εντός του πρώτου εξαμήνου του 2021, οδηγεί αναγκαστικά σε άλλες λύσεις και όχι στην οριζόντια μείωση του ΕΝΦΙΑ. Θα προσμετρηθεί το πόσο θα αυξηθεί η αξία των ακινήτων σε ορισμένες περιοχές, αλλά και πόσο θα μειωθεί σε κάποιες άλλες. Δεν αποκλείεται η κυβέρνηση να προχωρήσει στη σταδιακή μείωση του συμπληρωματικού φόρου. Το κόστος υπολογίζεται περίπου στα 200 εκατ. ευρώ.
Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά δύο επιπλέον μονάδες. Ηδη μειώθηκε κατά 0,9%. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, η μείωση των εισφορών θα ενταχθεί σε ευρύ πλαίσιο μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας με στόχο να χρηματοδοτηθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Το τελευταίο είναι κάτι περισσότερο από σίγουρο ότι μπορεί να γίνει, αφού θα συνδυαστεί με το πακέτο από το Ταμείο Ανάπτυξης.
Βουτιά στο ΑΕΠ
Αρνητικό ρεκόρ όλων των εποχών για την ύφεση που καταγράφηκε στην ελληνική οικονομία το β' τρίμηνο του 2020. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η μείωση του ΑΕΠ έφτασε το 15,2% σε σχέση με το αντίστοιχο β' τρίμηνο του 2019, ενώ η μείωση σε σχέση με το α' τρίμηνο του 2020 ήταν 14%.
Να σημειωθεί ότι η ύφεση ήταν ελαφρώς χαμηλότερη των προβλέψεων, ενώ άξια λόγου ήταν και η προς το καλύτερο αναθεώρηση της ύφεσης το α' τρίμηνο του 2020. Αυτή με βάση τα νέα στοιχεία διαμορφώθηκε στο 0,5% από 0,9% που ήταν η αρχική εκτίμηση.
Κατά συνέπεια, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, το πρώτο εξάμηνο του 2020 η ύφεση τρέχει με ρυθμό 7,9%, όσο δηλαδή και η εκτίμηση του υπουργείου Οικονομικών για το σύνολο του έτους.
Οπως προκύπτει από την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, με βάση τα διαθέσιμα εποχικά διορθωμένα στοιχεία, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε όρους όγκου κατά το β' τρίμηνο 2020 παρουσίασε μείωση κατά 14%, σε σχέση με το α' τρίμηνο του 2020, ενώ σε σύγκριση με το β' τρίμηνο του 2019 παρουσίασε μείωση κατά 15,2%.
Σε ό,τι αφορά το ΑΕΠ να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις ενδιάμεσες εκτιμήσεις της Eurostat (flash estimates), που δεν περιλαμβάνουν τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και τα στοιχεία ορισμένων ακόμη κρατών-μελών, ο μέσος όρος μεταβολής του ΑΕΠ στην ευρωζώνη το β' τρίμηνο του 2020 ήταν -15,0% και στην Ε.Ε. -14,1%. Συνεπώς, το β' τρίμηνο του 2020 η ελληνική οικονομία βρίσκεται στα επίπεδα του μέσου όρου της ευρωζώνης, κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. και παρουσιάζει αισθητά χαμηλότερη ύφεση από μεγάλες χώρες, όπως η Ισπανία (-22,1%), η Γαλλία (-19%) και η Πορτογαλία (-16,3%).
Η αρνητική μεταβολή του ΑΕΠ το α' τρίμηνο του 2020 ήταν πολύ μεγαλύτερη στην ευρωζώνη και στην Ε.Ε., σε σύγκριση με την Ελλάδα. Σύμφωνα με την Eurostat, το α' τρίμηνο του 2020 ο μέσος όρος μεταβολής του ΑΕΠ στην ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο -3,1% και στην Ε.Ε. στο -2,5%, έναντι μεταβολής -0,5% στην Ελλάδα. Επομένως, προκύπτει ότι το α' εξάμηνο του 2020 έκλεισε με μικρότερη μείωση του ΑΕΠ στη χώρα μας (-7,9%), σε σύγκριση με τους μέσους όρους της ευρωζώνης (-9,1%) και της Ε.Ε. (-8,3%).
Σύμφωνα με πηγές από το υπουργείο Οικονομικών, το γεγονός ότι τα στοιχεία βρίσκονται εντός των προβλέψεων δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δυσκολίες που πιθανώς να τροποποιήσουν στο μέλλον τις αρχικές εκτιμήσεις μας. Λόγω της μεγάλης συμβολής του τουρισμού στο ΑΕΠ, ιδιαίτερη βαρύτητα για την ελληνική οικονομία έχει το γ' τρίμηνο του έτους. Ωστόσο, με τα σημερινά δεδομένα, δεν επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις των μεγάλων οργανισμών στην αρχή της κρίσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ κ.λπ.), σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα θα κατέγραφε τη μεγαλύτερη ύφεση στην Ε.Ε. το 2020, και δεν υπάρχει λόγος να αλλάξουμε, επί του παρόντος, την εκτίμησή μας για τη φετινή πορεία του ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, όπως φαίνεται από τις παραπάνω εκτιμήσεις των παραγόντων του υπουργείου Οικονομικών, το τρίμηνο που θα καθορίσει το ύψος της ύφεσης για το 2020 είναι το γ' και αυτό διότι εμπεριέχει τους δύο καλύτερους μήνες του έτους.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαββάτου 5 Σεπτεμβρίου.