Ο πρόεδρος της Κολομβίας Juan Manuel Santos ανακοίνωσε χθες την έναρξη μιας νέας φάσης διαλόγου με τους αντάρτες της οργάνωσης FARC, παρά το πλήγμα που υπέστη μία ημέρα νωρίτερα με την απροσδόκητη απόρριψη από τους πολίτες που πήραν μέρος στο δημοψήφισμα της συμφωνίας ειρήνης.
«Ζήτησα από τον Humberto De la Calle, που όρισα εκ νέου επικεφαλής διαπραγματευτή (...), να αρχίσει συζητήσεις οι οποίες θα μας επιτρέψουν να διευθετήσουμε όλα τα ζητήματα που είναι απαραίτητο, ώστε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία και να κάνουμε πραγματικότητα το όνειρο όλης της Κολομβίας να τελειώνουμε με τον πόλεμο με τις FARC», τόνισε ο Santos το βράδυ της Δευτέρας σε τηλεοπτικό του διάγγελμα.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος «δεν σημαίνει ότι η μάχη για την ειρήνη χάθηκε», εκτίμησε νωρίτερα ο Rodrigo Londono, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Timoleon Jimenez ή Timochenko, ο επικεφαλής της οργάνωσης Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας, από την Αβάνα, όπου διεξήχθησαν οι ειρηνευτικές συνομιλίες που διήρκεσαν τέσσερα χρόνια.
Τονίζοντας ότι είναι διατεθειμένος να συμβάλλει να «βελτιωθεί» η συμφωνία ειρήνης που απορρίφθηκε στο δημοψήφισμα, ο Londono διαβεβαίωσε ότι οι αντάρτες παραμένουν «πιστοί σε αυτό που έχει συμφωνηθεί» και θα τηρήσουν «την αμοιβαία και οριστική κατάπαυση του πυρός για την ανακούφιση των θυμάτων της σύρραξης και για να τιμήσουν τη συμφωνία με την κυβέρνηση» του Santos.
Ο πρόεδρος της Κολομβίας κάλεσε τους ηγέτες όλων των πολιτικών κομμάτων στο μέγαρο Κάσα ντε Ναρίνιο «για να τους ακούσει, να αρχίσει έναν διάλογο και να αποφασίσει τον δρόμο που θα ακολουθήσει».
«Δεν εγκαταλείπω και θα συνεχίσω να επιδιώκω την ειρήνη ως την τελευταία ημέρα της θητείας μου διότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να αφήσουμε μια καλύτερη χώρα στα παιδιά μας», είπε το βράδυ της Κυριακής, μετά την γνωστοποίηση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, μια τεράστια ήττα για τον Santos, που αφότου ανέλαβε καθήκοντα το 2010 είχε θέσει την αποκατάσταση της ειρήνης στην Κολομβία στην κορυφή της λίστας των προτεραιοτήτων του.
Ο Santos και ο Londono υπέγραψαν την 26η Σεπτεμβρίου την συμφωνία ειρήνης που προβλέπει κυρίως την αποστράτευση των 5.765 μαχητών των FARC και τον μετασχηματισμό της οργάνωσης των ανταρτών σε νόμιμο πολιτικό κίνημα.
Όμως για να τεθεί σε ισχύ, το κείμενο των 297 σελίδων θα έπρεπε να εγκριθεί από τους ψηφοφόρους σε ένα δημοψήφισμα στο οποίο η συμμετοχή δεν ήταν υποχρεωτική και δεν είχε χαρακτηριστεί δεσμευτικό, αλλά επιθυμούσε ο πρόεδρος για να δοθεί η «μέγιστη δυνατή νομιμοποίηση» στην ειρήνη.
Μολαταύτα, και παρότι οι περισσότερες δημοσκοπήσεις κατεδείκνυαν άνετη νίκη του «ναι», ήταν το «όχι» αυτό που επικράτησε με το 50,21% των ψήφων έναντι 49,78%, σε μια ψηφοφορία που σημαδεύτηκε από την τεράστια αποχή (62%).
Το αποτέλεσμα αποκάλυψε μια διχασμένη Κολομβία, που διαφωνεί για το πώς πρέπει να τερματιστεί η πιο μακρόχρονη ένοπλη σύρραξη στο δυτικό ημισφαίριο.
Του στρατοπέδου του «όχι» ηγήθηκε ο πρώην πρόεδρος, νυν γερουσιαστής της δεξιάς Alvaro Uribe, προβάλλοντας επιχειρήματα όπως ότι οι αντάρτες δεν πρέπει να συμμετάσχουν στην πολιτική ζωή αλλά να πάνε στη φυλακή, αντί να εκτίσουν εναλλακτικές ποινές όπως προβλέπει η ειρηνευτική συμφωνία. Για ορισμένους πολιτολόγους και αναλυτές το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος «μπορεί να θεωρηθεί θρίαμβος» του πρώην προέδρου (2002-2010) Uribe, επί των ημερών του οποίου ο Santos—τον χαρακτηρίζει «προδότη» σήμερα—ήταν υπουργός Άμυνας και είχε πιστωθεί μια σειρά στρατιωτικών επιτυχιών στον ολομέτωπο πόλεμο με τους αντάρτες των FARC. Ο Uribe πρότεινε μια «μεγάλη εθνική συμφωνία» μετά το αποτέλεσμα, ευχαριστώντας παράλληλα όσους «είπαν "όχι"».
Η ειρηνευτική συμφωνία είχε την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας, η οποία επίσης κινητοποιείται. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Ban Ki-Moon ανακοίνωσε ότι στέλνει «κατεπειγόντως» στην Αβάνα τον ειδικό του απεσταλμένο, τον Ζαν Αρνό, για «να συνεχίσει τις διαβουλεύσεις» για το ζήτημα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ