Η πρόσφατη απόφαση για την κατάργηση τεσσάρων προνοιακών επιδομάτων που αφορούσαν τη στήριξη φτωχών και απροστάτευτων παιδιών, αλλά και στήριξη νεοεισερχόμενων νέων στην αγορά εργασίας, ανήκε στην ελληνική κυβέρνηση και όχι στην Κομισιόν ή τους «θεσμούς». Αυτό προκύπτει από απάντηση την οποία έδωσε η Επίτροπος Απασχόλησης, Marianne Thyssen, σε σχετικό ερώτημα του ευρωβουλευτή Νίκου Χουντή.
«Οι συγκεκριμένες παροχές που καταργήθηκαν επιλέχθηκαν από τις ελληνικές αρχές, διότι ήταν μικρής κλίμακας και δαπανηρές στη διαχείρισή τους, η παρακολούθησή τους ήταν ανεπαρκής και υπήρχε επικάλυψη σε μεγάλο βαθμό με τις βασικές οικογενειακές παροχές, καθώς και με το σύστημα του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης που θεσπίστηκε πρόσφατα», αναφέρει χαρακτηριστικά η απάντηση της Επιτρόπου.
Ολόκληρο το κείμενο της ερώτησης και της απάντησης έχει ως εξής:
Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης προς την Επιτροπή
Θέμα: «Κατάργηση ακόμη και επιδομάτων απόλυτης ένδειας στην Ελλάδα»
«Το πρόσφατα ψηφισμένο πολυνομοσχέδιο, που ορισμένοι θεωρούμε 4ο μνημόνιο, έφερε και περικοπές επιδομάτων, μερικά εκ των οποίων θεσπίστηκαν ήδη από τις δεκαετίες 1960-1970, υπέρ των κατά τεκμήριο ασθενέστερων στρωμάτων, φτωχά ορφανά παιδιά, άπορους νέους και άτομα σε «απόλυτη ένδεια».
Βάσει της Έκθεσης 112/24/2017 του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (σελ. 748 παρ.21), από τις περικοπές εκτιμάται ότι «θα υπάρξει εξοικονόμηση ποσού 8,8 εκατ. ευρώ για το έτος 2017 και ποσού 11,8 εκατ. ευρώ για το έτος 2018», δηλαδή ένα συγκριτικά αμελητέο ποσό, με θύματα τους πλέον φτωχούς.
Τα άμεσα καταργούμενα επιδόματα είναι:
Επίδομα ενίσχυσης οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα και παιδιά σχολικής ηλικίας (άρθρο 27 παρ. 3 ν. 3016/ 2002).
Επίδομα νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας νέων έως 29 ετών σε περίπτωση απόλυσης (άρθρο 2 ν. 1545/1985).
Προνοιακό επίδομα απροστάτευτων τέκνων (άρθρο 2 παρ. 3 ν.4051/1960).
Επίδομα ενίσχυσης φυσικών προσώπων σε κατάσταση απόλυτης ένδειας (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α ν.δ. 57/1973).
Ερωτάται η Επιτροπή:
1. Γιατί οι θεσμοί, σε περίοδο κρίσης, επέλεξαν την κατάργηση αυτών ειδικά των επιδομάτων;
2. Προτίθεται να εισηγηθεί την επαναφορά τους, αφού κάποια που ισχύουν ήδη από τις δεκαετίες '60-'70 καταργούνται τώρα, όταν τα ασθενέστερα στρώματα έχουν την μεγαλύτερη ανάγκη;».
Απάντηση της κ. Thyssen εξ ονόματος της Επιτροπής
«Η Επιτροπή υποστηρίζει τις προσπάθειες της Ελλάδας να μεταρρυθμίσει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητά του. Η κατάργηση των ειδικών παροχών στις οποίες αναφέρεται κ. βουλευτής αποτελεί μέρος αυτής της διαδικασίας μεταρρυθμίσεων, που έχει ως στόχο, μεταξύ άλλων, τη μείωση του κατακερματισμού και της πολυπλοκότητας του συστήματος και τον εξορθολογισμό του, με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και την επικέντρωση στους φτωχότερους πολίτες (ιδίως με την εισαγωγή του νέου συστήματος κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης).
Αυτές οι συγκεκριμένες παροχές που καταργήθηκαν επιλέχθηκαν από τις ελληνικές αρχές μετά από προσεκτική ανάλυση, διότι ήταν μικρής κλίμακας και δαπανηρές στη διαχείρισή τους, η παρακολούθησή τους ήταν ανεπαρκής και υπήρχε επικάλυψη, σε μεγάλο βαθμό, με τις βασικές οικογενειακές παροχές (για τις οποίες βρίσκεται επίσης σε εξέλιξη μια διαδικασία μεταρρύθμισης), καθώς και με το σύστημα του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης που θεσπίστηκε πρόσφατα. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατάργηση των εν λόγω παροχών δεν συνεπάγεται μείωση του επιπέδου προστασίας από τη φτώχεια: πράγματι, τα ίδια τα νοικοκυριά και τα άτομα δικαιούνται οικογενειακές παροχές και/ή το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης (ΚΕΑ). Όπως επισήμανε η Επιτροπή στην απάντησή της στη γραπτή ερώτηση 2433/2017: «[όσον αφορά το ΚΕΑ] Πρόκειται για παροχή που χορηγείται με εισοδηματικά κριτήρια και συμπληρώνει το εισόδημα των νοικοκυριών ώστε να επιτευχθεί ένα καθορισμένο ελάχιστο εγγυημένο επίπεδο το οποίο εξαρτάται από τη σύνθεση του νοικοκυριού. [...] Το ΚΕΑ είναι μια παροχή που χορηγείται ως έσχατο μέσο και καταβάλλεται αφού ληφθούν υπόψη όλα τα άλλα επιδόματα».
Σχετικά με την αναφορά του κ. βουλευτή, ειδικά στους νέους που εισέρχονται στην αγορά εργασίας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι εφαρμόζονται στην Ελλάδα αρκετά προγράμματα που υποστηρίζουν την ένταξη στην αγορά εργασίας των νέων ηλικίας έως 29 ετών, με την υποστήριξη της Πρωτοβουλίας για την Απασχόληση των Νέων και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου».