Γνωρίζουμε τώρα πότε ξεκινά η «επόμενη μέρα». Σύντομα θα λάβουμε «οδηγίες». Υγειονομικές από τους γιατρούς μας. Πολιτικές από τον πρωθυπουργό. Από εκεί και πέρα η ευθύνη θα περάσει στους ώμους μας. Θα κληθούμε να επαναλάβουμε την μεγάλη επιτυχία που καταγάγαμε στις δύσκολες τελευταίες εβδομάδες. Οι προσπάθειες όλων δεν πρέπει να πάνε χαμένες. Των οικογενειών που έχασαν κάποιον δικό τους ή περιέθαλψαν όσους ασθένησαν. Του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού της πρώτης γραμμής. Των εργαζομένων που έμειναν στο πόστο τους. Ολων των άλλων, που έχασαν σημαντικό μέρος των εισοδημάτων τους.
Το επείγον τώρα είναι να σχεδιάσουμε, σε επίπεδο επιχείρησης, οικογένειας, κράτους αλλά και ατομικώς, τη δύσκολη επιστροφή. Στους αμέσως επόμενους μήνες, το στοίχημα είναι να διατηρήσουμε και να ανοίξουμε τις δυνατότητες εργασίας. Να δημιουργήσουμε νέα εισοδήματα. Να ανακαλύψουμε πρόσθετες ευκαιρίες. Το θέμα δεν είναι τόσο το εισόδημα που χάθηκε, όσο μεγάλη κι αν είναι η ζημιά, αλλά η αύξηση της παραγωγικότητας. Που σημαίνει, κακά τα ψέματα, περισσότερη και πιο εντατική εργασία. Ειδικά επειδή τα μέτρα προφύλαξης θα παραμείνουν εμπόδιο για πολύ κρίσιμους τομείς. Ιδίως στις υπηρεσίες καταλυμάτων και εστίασης, όπου οι 9 στους 10 εργαζομένους τέθηκαν σε «αναστολή». Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις η ανάκαμψη θα αργήσει. Πολύ συχνά θα απαιτηθεί αναδιοργάνωση μεταξύ των επιχειρήσεων, όση βοήθεια κι αν παρασχεθεί από το κράτος και τις τράπεζες.
Ευτυχώς το εμπόριο δεν έκλεισε εξ ολοκλήρου. Το 60% των εμπορικών επιχειρήσεων λειτούργησε (οι 90 από τις 150 χιλιάδες), αν και με πολύ διαφορετική ένταση και «μόνον» 1 στους 3 εργαζομένους (35%) μπήκε σε «αναστολή». Είναι πολύ πιθανόν ότι θα καταφέρει να αναπληρώσει σημαντικό μέρος του χαμένου κύκλου εργασιών πριν από το τέλος του έτους. Θα απαιτηθεί όμως ξεχωριστή προστασία, με την έννοια της αυστηρής τήρησης των υγειονομικών κανόνων.
Δυστυχώς, το ειδικό βάρος της βιομηχανίας, της μεταποίησης, των κατασκευών, της οικοδομής και της γεωργίας περιορίστηκε σημαντικά τα πολλά τελευταία χρόνια. Υπάρχουν άλλωστε και σημαντικές ζημιές. Οι μεταλλουργίες έκλεισαν, η διύλιση πετρελαίου κατέρρευσε, επιπλοποιοί και μηχανουργεία ξέμειναν από πελάτες. Πρέπει να συνεχίσουν να δουλεύουν.
Η παρούσα κρίση πρέπει να μας αφυπνίσει. Η σημασία των θέσεων εργασίας που διατηρήθηκαν μέσα σε αυτή την ανείπωτη κρίση δίνει ισχυρό μήνυμα για την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η επανεκκίνηση. Η κυβέρνηση πρέπει να επιλέξει ισχυρά κίνητρα εργασίας. Το μεγαλύτερο και αποδοτικότερο είναι η μείωση του κόστους εργασίας στον επιχειρηματικό τομέα κατά το μέρος της ευθύνης που αναλογεί στο κράτος, κυρίως δηλαδή οι ασφαλιστικές κρατήσεις. Αλλά και ο δημόσιος τομέας μπορεί και πρέπει να ξαναμοιράσει τη δουλειά του σε περισσότερους συμπολίτες, χωρίς βεβαίως την ακαμψία της μονιμότητας και των υψηλών αμοιβών.
Το κράτος πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερο βάρος στη διατήρηση των συντάξεων. Ισως κατανοήσουμε πόσο καλύτερα θα ήταν να είχαμε υιοθετήσει ισχυρό κεφαλαιοποιητικό σύστημα συντάξεων, αντί του και προσφάτως επιβεβαιωμένου αναδιανεμητικού κανόνα.
Θα μειώσουμε τον φόβο μπροστά στην ασύμμετρη κρίση αν υποστηρίξουμε ισχυρά κίνητρα για την εργασία, αντί επιδοτήσεων στην ανεργία ή στην κρυφή και, συχνά, τη μαύρη απασχόληση. Θα κερδίσουμε τη μάχη της πανδημίας, αν κερδίσουμε την άλλη μάχη, που τόσα χρόνια αποφεύγουμε: να υποστηρίξουμε πρακτικά την αξιοπρέπεια της εργασίας με ευελιξία, αντί να χρεώνεται η χώρα για να συντηρεί την απαράδεκτη παγίδα του «στρατηγικού επιδοματία», που ύφανε η προηγούμενη κυβέρνηση. Εις βάρος των εργαζομένων, τελικά.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο που κυκλοφόρησε στις 25 Απριλίου