Η απολιγνιτοποίηση πρέπει να πάει πίσω. Ο λιγνίτης έγινε ξανά φθηνότερος από το αέριο. Οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ πρέπει να παραμείνουν ανοιχτές.
Μισές αλήθειες και ψέματα για το πάλαι ποτέ εθνικό μας καύσιμο, όπως τα παραπάνω, αναπαράγονται με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα στο δημόσιο διάλογο όσο μεγαλώνει ο φόβος σύγκρουσης στην Ουκρανία και της διακοπής ροής του ρωσικού αερίου.
Τις τροφοδοτεί η επιστράτευση από κάποιες χώρες του άνθρακα απέναντι στην κρίση και το γεγονός ότι ο λιγνίτης έχει γίνει τελευταίως φθηνότερος από το αέριο, γεγονός όμως απολύτως συγκυριακό, όπως δείχνουν τα ίδια τα νούμερα: Στο σύνολο της περυσινής χρονιάς, η ΔΕΗ «έγραψε» ζημιές 210 εκατ. ευρώ από το λιγνίτη, οι περισσότερες λιγνιτικές μονάδες έχουν εξαντλήσει τις ώρες λειτουργίας τους, ενώ οι προβλέψεις για τα δικαιώματα CO2 που βαρύνουν το πάλαι ποτέ εθνικό μας καύσιμο έχουν βάλει τροχιά για τα 100 ευρώ ο τόνος.
Η ανατροπή που βιώνει από το Νοέμβριο η αγορά ηλεκτρισμού, με το λιγνίτη οικονομικότερο του αερίου, είναι όντως αξιοσημείωτη, αλλά πρόκειται για ένα εντελώς παροδικό φαινόμενο. Μια λιγνιτική μεγαβατώρα κοστίζει πλέον γύρω στα 150 ευρώ, έναντι 200 ευρώ μιας μεγαβατώρας από φυσικό αέριο.
Απόρροια, ήταν η ΔΕΗ να βάλει μπροστά ορυχεία που ήταν κλειστά και μηχανήματα που είχαν παροπλιστεί στο πλαίσιο της απολιγνιτοποίησης, αφού ένα λιγνιτικό εργοστάσιο δε γράφει ζημιές, όταν οι τιμές στη χονδρική τις οποίες καθορίζει η ακριβότερη μονάδα έχουν εκτιναχθεί στα επίπεδα των 200 ευρώ.
Όταν ωστόσο από το 2023, αποκλιμακωθούν - όπως εκτιμάται ότι θα συμβεί - οι χονδρεμπορικές τιμές, τότε ο λιγνίτης θα καταστεί και πάλι βαθιά ζημιογόνος. Χαρακτηριστική, η περίπτωση της υπό κατασκευή λιγνιτικής μονάδας «Πτολεμαίδα 5» που θα μπει σε λειτουργία στα τέλη του 2022.
Έχει υπολογιστεί ότι σε συνθήκες «κανονικότητας» των χονδρεμπορικών αγορών, θα μπορεί να ανακτήσει τα κόστη της, μόνο εφόσον οι τιμές των δικαιωμάτων δεν ξεπερνούν τα 45 ευρώ/τόνος. Σήμερα, όμως, αυτά κινούνται στα 92 ευρώ, με τα σενάρια να μιλούν για πάνω από 100 ευρώ, ίσως και φέτος. Η μετατροπή της «Πτολεμαΐδας 5» σε φυσικού αερίου, το αργότερο το 2025, αποτελεί μονόδρομο.
Η πραγματικότητα για το λιγνίτη δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Ακόμη και αν δεν υπήρχε η ενεργειακή κρίση, που έχει εκτινάξει στα ύψη τις ούτως ή άλλως ψηλές τιμές στο CO2, δε θα είχε κανένα νόημα, εξηγούν άνθρωποι με γνώση του αντικειμένου, να επενδύσει κανείς σε γηρασμένες μονάδες, ηλικίας 40 ετών, με χαμηλά περιβαλλοντικά standards που έχουν συμπληρώσει τις ώρες λειτουργίας τους.
Οι έξτρα ώρες που τους εξασφάλισε η κυβέρνηση, παραμονές του νέου έτους, δε σημαίνει ότι μπορούν να τις κρατήσουν στη ζωή π.χ. μέχρι το 2025. Τις μισές από τις ώρες λειτουργίας που έλαβαν κατά παρέκκλιση, κάποιες μονάδες, τις εξάντλησαν ήδη μέσα στο 2021.
Η ποιότητα του ελληνικού λιγνίτη
Ένας ακόμη μύθος για το λιγνίτη που συνεχίζει να αναπαράγεται αφορά το γιατί η Ελλάδα τρέχει τόσο γρήγορα την απολιγνιτοποίηση σε σχέση με τη Βόρεια Ευρώπη. Το επιχείρημα αυτό βασίζεται στη λογική ότι μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως η Γερμανία επέλεξαν μια πιο αργή απανθρακοποίηση (2030), άρα θα έπρεπε και η Ελλάδα να ακολουθήσει το ίδιο παράδειγμα, αντί να θέτει ως ορόσημο το 2023.
Η απάντηση είναι ότι η ποιότητα του άνθρακα ή του λιθάνθρακα που παράγουν εκείνοι είναι πολύ ανώτερη από τον δικό μας λιγνίτη. Η θερμογόνος δύναμη του άνθρακα είναι 6.000 kcal και του λιθάνθρακα 2.500 kcal, όταν του ελληνικού λιγνίτη είναι μόλις 1.162 kcal. Αποτέλεσμα, το τελικό κόστος για εκείνους να είναι χαμηλότερο απ' ότι για εμάς.
Κάτω από 10% του μείγματος
Το τέλος εποχής για το λιγνίτη το δείχνει και η επιστράτευσή του απέναντι στα ισχυρά και ακραία καιρικά φαινόμενα. Στο χιονιά του Ιανουαρίου, για παράδειγμα, όπως και στους καύσωνες του καλοκαιριού, οι λιγνιτικές μονάδες δουλέψαν στο φουλ, παροπλισμένα μηχανήματα επισκευάστηκαν, «ρεζέρβες» ρίχτηκαν στη μάχη, ωστόσο σε καμία περίπτωση το κάποτε εθνικό μας καύσιμο δεν κάλυψε πάνω από το 20% της συνολικής ζήτησης.
Το 2021, έκλεισε με τη λιγνιτική παραγωγή να αντιπροσωπεύει μόλις το 9% της συνολικής παραγωγής στο ελληνικό σύστημα. Όταν πριν από μια 10ετία, το 2011, το μερίδιο του λιγνίτη στην κάλυψη της ζήτησης ήταν 53,2% ή αλλιώς 5,3TWh, πέρυσι διαμορφώθηκε σε μόλις 5.341 Gwh. Η παραγωγή λιγνίτη υποχώρησε περαιτέρω πέρυσι κατά 382 Gwh ή αλλιώς σε ποσοστό 6,7% σε σχέση με το 2020. Το κενό στην παραγωγή λιγνίτη καλύφθηκε ως επί τω πλειστόν από τις μονάδες φυσικού αερίου οι οποίες κάλυψαν πέρυσι το 40% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρισμού στην Ελλάδα ή αλλιώς 20.873 Gwh.
Σε σχέση με το 2020, η παραγωγή των μονάδων αερίου κατέγραψε αύξηση της τάξης του 17,2%. Σημαντική αύξηση κατέγραψε και η παραγωγή των ΑΠΕ η οποία ενισχύθηκε κατά 16,2% ή αλλιώς κατά 2.393 GWh.
Οι ΑΠΕ κάλυψαν το 20% της συνολικής παραγωγής (10.458GWh). Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι αν δεν ήταν οι ΑΠΕ στη χώρα μας, η χονδρεμπορική του ρεύματος θα ήταν 83 ευρώ/MWh υψηλότερη, σύμφωνα με μελέτη του ΑΠΘ. Χωρίς τη συνδρομή των ΑΠΕ καμία ημέρα του Δεκεμβρίου η τιμή δεν θα είχε πέσει κάτω από τα 243,37 ευρώ ανά μεγαβατώρα, έναντι των 235,.38 ευρώ που έκλεισε η αγορά τον Δεκέμβριο.