«Ο καλλιτέχνης συνήθως επιδιώκει να φτιάξει ωραία έργα που να ταιριάζουν στο σαλόνι του τάδε και της τάδε. Αυτό δεν με απασχολεί όπως και η εμπορικότητα του έργου. Εβλεπα και θα εξακολουθήσω να βλέπω την Τέχνη μέσα σ' ένα πλαίσιο έρευνας ζωής και θανάτου» είχε πει σε συνέντευξή του ο Κωνσταντίνος Ξενάκης θέλοντας να μιλήσει για τη διάκριση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον δημιουργό.
Από τους λιγοστούς εικαστικούς με διεθνή ακτινοβολία, ο Ξενάκης έφυγε πλήρης ημερών, χορτασμένος από διακρίσεις και έργο. Δεν πρόλαβε μόνο να χαρεί την αφιερωματική έκθεση που του ετοιμάζουν στον Πόρο το καλοκαίρι, το αρχαιολογικό μουσείο του νησιού και η γκαλερί Citronne.
Γεννημένος στο Κάιρο το 1931 από οικογένεια Ελλήνων Αιγυπτιωτών, άνοιξε τα φτερά του στο Παρίσι σε ηλικία 21 χρόνων, όπου σπούδασε διακόσμηση εσωτερικών χώρων και αρχιτεκτονική. Από το 1970 δίδαξε στο Παρίσι και το Βερολίνο, ενώ ήδη από το 1962 συμμετέχει σε ομαδικές εκθέσεις στο Παρίσι και αλλού. Το 1967 συμμετέχει ενεργά σε εκθέσεις έργων της διεθνούς αβανγκάρντ: «Lumière et Mouvement: Art Cinétique à Paris» στο Musée d’Art Moderne de la Ville de Paris, σε επιμέλεια Frank Popper· «Superlund: Un Panorama du Prèsent, une Philosophie du Futur» Lunds Konsthall στη Σουηδία, σε επιμέλεια Pierre Restany, όπου παρουσιάζει το πρώτο «περιβάλλον» του, ενώ το 1968 θα συμμετάσχει στην έκθεση «Avant Garde Griechenland», που παρουσιάστηκε στη Γερμανία, σε επιμέλεια Χρήστου Ιωακειμίδη.
O Ξενάκης δημιούργησε ένα καθαρά προσωπικό εικαστικό λεξιλόγιο δανειζόμενος σύμβολα και κώδικες τόσο από την καθημερινή ζωή, όπως για παράδειγμα τα σήματα οδικής κυκλοφορίας, όσο και από τον ζωδιακό κύκλο, τα μαθηματικά, τη χημεία και τα γράμματα της αλφαβήτου, συμπεριλαμβανομένων και των ιερογλυφικών. Από τις ηλεκτροκινητικές κατασκευές και τα happenings της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα έργα του σε χαρτί και καμβά, o Ξενάκης διερεύνησε διαφορετικά είδη εικαστικής έκφρασης, δημιουργώντας ένα προσωπικό σύμπαν.
Στην Ελλάδα Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1971, μέσα στην δικτατορία των συνταγματαρχών, στο Ινστιτούτο Γκαίτε, στην Αθήνα, η οποία είχε χαρακτηριστεί τότε σαν μία τολμηρή παρέμβαση τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
O ίδιος περιέγραφε τον εαυτό του σαν «δημοσιογράφο που θέλει να φτιάξει ένα έργο τέχνης το οποίο πάει πιο μακριά από την είδηση, φτάνει στο επίπεδο της ποίησης». Ο ίδιος εξηγεί: «το έργο μου πηγάζει μέσα από τον κοινωνικό και πολιτικό χώρο και φυσικά σε διεθνές επίπεδο. Αναφέρομαι στο αδιέξοδο, την παράνοια του αιώνα, στο αδιέξοδο του διαλόγου, στην υπερπληθώρα των πληροφοριών και στο μονόλογο των ειδήσεων καθώς και στην ύπαρξη του διαδικτύου με τα θετικά και τα αρνητικά του στοιχεία.
»Στη διάρκεια της δεκαετίας του 60 διαπίστωσα πως ο κατακερματισμός των πειραματισμών μας και η διασπορά της γνώσης σε πολλαπλές αυτόνομες κατευθύνσεις ανέπτυσσε ανάλογα πολλαπλές μεμονωμένες γλώσσες ή ιδιώματα, που μας οδηγούσαν προς μια επικοινωνιακή σύγχυση και κρίση. Αυτή η υπερπαραγωγή ιδιωμάτων και μηνυμάτων, αυτό το επικοινωνιακό μποτιλιάρισμα, όπου η πληθώρα εκμηδενίζει τη σημασία των λέξεων και των σημείων, με ώθησαν να καταγράψω και να περιγράψω αυτό το χάος με τον τρόπο ενός “γραφέα” των νεότερων χρόνων ή ενός σημειολόγου της εποχής μου, που θα’ριχνε στη θάλασσα μια μπουκάλα με τις γραφές και τα μηνύματα του».
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι επισκέψεις του στην Ελλάδα πυκνώνουν και, βαθμιαία, αρχίζει να μοιράζει το χρόνο του μεταξύ Παρισιού και Αθήνας. Το 1996, τιμώντας την αιγυπτιώτικη καταγωγή του, παρουσιάζει στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο αναδρομική έκθεση με τίτλο Η Επιστροφή του Καλλιτέχνη, 1958-1996. Στην Ελλάδα εκθέτει σε τρία μέρη την αυτοβιογραφική σειρά με τίτλο Το βιβλίο της ζωής (1995, 1997, 2003), ενώ το 2003 γίνεται και αναδρομική παρουσίαση έργων του της τελευταίας εικοσαετίας (Κ.Μ.Σ.Τ., Θεσσαλονίκη). Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει δύο μονογραφίες για το έργο του, το 1995 και το 2009.
Τι αποζητούσε ο Ξενάκης στο έργο του; «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αναζητώ την υπέρβαση. Αυτή άλλωστε μας οδηγεί σε μια οικουμενική δημιουργία»