Η παρουσία του προέδρου Μπάιντεν στις συνόδους ΝΑΤΟ, G7 και ΕΕ σημαδεύει τη νέα δυναμική της αμερικανικής επιστροφής. Ειδικότερα οι ευρωατλαντικές σχέσεις γνωρίζουν τη μεγαλύτερη άνθηση από τη δεκαετία του 1990. Παράλληλα, οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι προτίθενται να συνεισφέρουν στην ενίσχυση και της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης.
Πέρα από την πολυεπίπεδη στήριξη της Ουκρανίας, πάντα χωρίς άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ, η ευρωατλαντική συμμαχία στην έκτακτη σύνοδο ανακοίνωσε χθες σειρά μέτρων απέναντι στην «μεγαλύτερη απειλή ασφάλειας της τελευταίας γενιάς», σύμφωνα με τη διατύπωση του Γενς Στόλτενμπεργκ.
Αύξηση αμυντικών δαπανών, ενίσχυση της ανατολικής πτέρυγας, αυξημένη αμερικανική παρουσία, δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση επιμέρους απειλών (κυβερνοεπιθέσεις, χρήση χημικών και βιολογικών όπλων, κλπ), επισήμανση των αρχών της συμμαχίας, όπως η σχετιζόμενη με τις απαντήσεις που δεν θα πρέπει να οδηγούν σε κλιμάκωση (τα μέτρα της συμμαχίας πρέπει να είναι «preventive, proportionate, and non-escalatory») αλλά και επιβεβαίωση της δυνατότητας περαιτέρω διευρύνσεων (βάσει του άρθρου 10 της ιδρυτικής συνθήκης του ΝΑΤΟ).
Μέχρι την επόμενη διάσκεψη κορυφής του Ιουνίου στη Μαδρίτη θα έχουν ετοιμαστεί σχέδια για επιπρόσθετη ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων στο πλαίσιο του νέου Strategic Concept της Συμμαχίας για μια «περισσότερο επικίνδυνη στρατηγική πραγματικότητα».
Είναι προφανές ότι το ΝΑΤΟ ενισχύεται καθοριστικά ως βασικός και αναντικατάστατος πυλώνας ασφάλειας της συλλογικής υπόστασης της Δύσης. Μιας Δύσης που πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία παρουσίαζε όλα τα χαρακτηριστικά του πολυκεντρικού κατακερματισμού.
Βέβαια ήδη πριν ένα χρόνο, με την ανάληψη της προεδρίας από τον Μπάϊντεν και την ομάδα του, η Ρωσία του Πούτιν είχε αναδειχθεί ως μείζονος σημασίας πρόκληση ενώ και το Κρεμλίνο έκανε ό,τι μπορούσε για να δημιουργεί νέους κύκλους έντασης. Θυμίζω τις απελάσεις δυτικών διπλωματών από την Μόσχα τον Φεβρουάριο 2021 και την απάντηση της Δύσης, με την οποία το ευρωατλαντικό μέτωπο εμφανίστηκε και πάλι ενισχυμένο μόλις λίγες βδομάδες μετά την αποχώρηση του προέδρου Τραμπ.
Η αργή, επιλεκτική και σταδιακή διαδικασία απαγκίστρωσης που ξεκίνησε επί Ομπάμα φαινόταν ότι θα συνεχιστεί αλλά με περισσότερο προσεκτικό. Ενώ και η παλαιότερη αμερικανική καχυποψία αναφορικά με τις ανεξάρτητες στρατηγικές επιδιώξεις της Γαλλίας φαινόταν να μην έχει ξεπεραστεί παρά τον σημαντικό ρόλο του Παρισιού μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ μετά την επανένταξη στο στρατιωτικό σκέλος του από το 2009.
Σε ποιο βαθμό τα άλλαξε όλα αυτά ο επιθετικός τυχοδιωκτισμός του προέδρου Πούτιν; Αυτό είναι, σήμερα, το κρίσιμο ερώτημα. Η περαιτέρω εξέλιξη των σχέσεων στο εσωτερικό της Δύσης θα εξαρτηθεί αφενός από τις επόμενες κινήσεις στο πεδίο της αντιπαράθεσης (δηλαδή, αυτή τη στιγμή, στην Ουκρανία) και αφετέρου από τις δυναμικές άλλων παραγόντων στο διεθνές περιβάλλον, όπως η Κίνα και η Ινδία.
Παρά την πρωτοφανή απομόνωση της Ρωσίας σε επίπεδο ΟΗΕ, ο κόσμος δεν βιάζεται να εισέλθει σε ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο χαρακτηριζόμενο από ένα νέο διπολισμό. Μόλις χθες, η κυβέρνηση της Ινδίας δήλωσε ότι η χώρα έχει καλές σχέσεις τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την Ρωσία, ανεξαρτήτως εξελίξεων.
Επίσης χθες, η Βόρεια Κορέα προέβη στην πρώτη δοκιμή διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου από το 2017. Και το μεγαλύτερο και κρισιμότερο αίνιγμα, η μελλοντική στάση της Κίνας, δεν είναι δυνατό να αποκρυπτογραφηθεί αυτή τη στιγμή ούτε μπορεί εύκολα να διασφαλιστεί μέσω δυτικών πιέσεων.
Ο πόλεμος που προέκυψε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία εξελίσσεται στην μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια ειρήνη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Παρά τα όσα επιπόλαια λέγονται από ορισμένους νεοφώτιστους, θα χρειαστεί η αναζήτηση διεξόδου για όλους τους εμπλεκόμενους μέσω διαπραγματεύσεων.
Ο Πούτιν όσο πιέζεται τόσο θα κλιμακώνει και όσο κλιμακώνει κανένα σενάριο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Παράλληλα, όσο συνεχίζεται η τραγωδία της Ουκρανίας τόσο απομακρύνεται η «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης: η ευρωατλαντική διάσταση καθίσταται και πάλι απολύτως κυρίαρχη.
Όπως εξήγησα αναλυτικά εδώ πριν τρεις εβδομάδες, ο πόλεμος στην Ουκρανία βεβαίως οδήγησε στην αφύπνιση της Ευρώπης αλλά κατά κανένα τρόπο δεν θα σημάνει την «στρατηγική αυτονομία» που έχει υποστηρίξει – πολύ δικαιολογημένα – η Γαλλία.
Η ΕΕ μπορεί να διαδραματίσει σημαντικούς ρόλους στο ευρύτερο ευρωατλαντικό πλαίσιο (π.χ. μέσω διευρυμένων εφαρμογών των συμφωνιών Berlin +) αλλά στο άμεσο μέλλον η επιθετικότητα του Πούτιν εξασφάλισε για το ΝΑΤΟ τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το πέρασμα από την πολεμική φάση σε μια φάση διαπραγμάτευσης αποτελεί προϋπόθεση για μια προσεκτική ψηλάφηση των περαιτέρω δυνατοτήτων της ΕΕ στο πεδίο της συλλογικής άμυνας και ασφάλειας.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.