Ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες

Ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες

Σε ένα από τα γεγονότα που χαρακτήρισε το 2016 και όπως εξελίχθηκε μάλλον θα μείνει για αρκετό καιρό στη μνήμη του κόσμου, ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες συγκέντρωσε το βλέμμα της κοινής γνώμης, για παραπάνω από μία εβδομάδα μονοπώλησε το ενδιαφέρον και τελικά εν μέσω έντονων αντιπαραθέσεων ακυρώθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Μια εξέλιξη που φάνηκε πως δεν ήταν αναμενόμενη για την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, συνιστώντας ακόμα ένα ισχυρό πλήγμα στην αξιοπιστία της.

Η απαρχή του διαγωνισμού εντοπίζεται στην προηγούμενη χρονιά, όταν η κυβέρνηση με νομοσχέδιο για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών, που καταθέτει με τη διαδικασία του επείγοντος ο τότε υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς, προχωρά παράλληλα στην παύση των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης των οποίων έχει λήξει η θητεία. Έως τότε, η θητεία των μελών ΕΣΡ που έληγε παρατεινόταν όταν δεν μπορούσε να επιτευχθεί συναίνεση για αντικατάστασή τους από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, ώστε να μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία του το Συμβούλιο.

Με το ίδιο νομοσχέδιο μεταφέρονται επίσης αρμοδιότητες από το ΕΣΡ στον υπουργό αρμόδιο για τα ΜΜΕ προκειμένου να διενεργήσει το διαγωνισμό, στην περίπτωση που το Συμβούλιο δεν θα ήταν εφικτό να συγκροτηθεί.

Στις αρχές του 2016, και μετά από τρεις άκαρπες προσπάθειες του προέδρου της Βουλής Ν. Βούτση να συγκροτηθεί το ΕΣΡ από τη Διάσκεψη των προέδρων οι οποίες συνάντησαν τις αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ο υπουργός Επικρατείας Ν. Παππάς αναθέτει στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας την εκπόνηση μελέτης για τις τηλεοπτικές άδειες. Χωρίς να γίνουν γνωστά τα κριτήρια με τα οποία επιλέχθηκε το συγκεκριμένο ίδρυμα, τον Φεβρουάριο του 2016 γίνεται γνωστό ότι στην έκθεσή του εισηγείται τέσσερις τηλεοπτικές άδειες για ιδιωτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας.

Κατόπιν στις 20 Μαΐου προκηρύσσεται τελικά ο διαγωνισμός και μετά από ένα νέο διάστημα αντιπαραθέσεων όπου η αντιπολίτευση συνέχισε να ζητά να αποσυρθεί ο νόμος Παππά, στα τέλη Αύγουστου ανακοινώνονται οι όροι με τους οποίους θα πραγματοποιηθεί καθώς οι οριστικοί συμμετέχοντες στη δημοπρασία, από τους οποίους απουσιάζει το Mega Channel, λόγω κενών που εντοπίστηκαν στο φάκελο συμμετοχής του.

Από τις πρώτες στιγμές της προκήρυξης του διαγωνισμού, η κυβέρνηση δείχνει ότι επενδύει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο στην επιτυχή ολοκλήρωσή του. Ο υπουργός επικρατείας, Νίκος Παππάς, που έχει αναλάβει προσωπικά τη διαδικασία, αναφέρει ότι «πρόκειται για μια πολύ σημαντική στιγμή, αφού η Ελλάδα παύει να κατέχει τη ντροπιαστική “αποκλειστικότητα” της μοναδικής ευρωπαϊκής χώρας που ποτέ δεν έκανε διαγωνισμό για τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς». Γενικότερα, η κυβέρνηση επιχειρεί να αναγάγει τη διαδικασία σε προμετωπίδα του αγώνα της ενάντια στη διαφθορά και της ρήξης με το «διαπλεκόμενο» πολιτικό παρελθόν της χώρας, ενώ η αντιπολίτευση εστιάζει στα μεγάλο κενό που αναδεικνύονται σχετικά με το διαγωνισμό, τόσο σε τυπικό αλλά και ουσιαστικό επίπεδο.

Τελικά, την Τρίτη 30 Αυγούστου, σε μια διαδικασία που φέρνει έντονα σε ριάλιτι τηλεπαιχνίδι στρατηγικής, διάσημοι επιχειρηματίες προσέρχονται στα γραφεία της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, όπου θα παραμείνουν έγκλειστοι χωρίς καμία επικοινωνία με τον έξω κόσμο μέχρι την ολοκλήρωση του διαγωνισμού. Η εικόνα πασίγνωστων προσώπων της ελληνικής κοινωνίας να εισέρχονται στο κτίριο με… υπνόσακους και βαλίτσες με προσωπικά είδη για να περάσουν άγνωστο χρονικό διάστημα, συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας και καθίσταται σχεδόν μοναδικό θέμα συζήτησης των ημερών.

Οι επιχειρηματίες, Β. Μαρινάκης, Ιβ. Σαββίδης, Θ. Κυριακού, Βλ. Καλογρίτσας, ή εκπρόσωποί τους (Skai, Alpha, Star), κάνουν λόγο για «πρωτόγνωρη» ή και «ταπεινωτική» διαδικασία, αλλά η δημοπρασία ξεκινά κανονικά το πρωί της Τρίτης 30 Αυγούστου. Με ένα αρκετά σύνθετο σύστημα πλειοδοσιών, η διαδικασία προχωρά αργά, φτάνοντας στο τέλος της σχεδόν τρεις μέρες μετά, την Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου. Αργά το βράδυ, προς ξημερώματα Παρασκευής, ανακοινώνεται επίσημα η λήξη της δημοπρασίας, με υπερθεματιστές τους (κατά σειρά) Γιάννη Αλαφούζο  (ΣΚΑΪ 43, 6 εκατ. ευρώ), οικογένεια Καλογρίτσα (Όμιλος Καλογρίτσα 52,6 εκατ. ευρώ), οικογένεια Κυριακού (Αnt1 75,9 εκατ. ευρώ) και Βαγγέλη Μαρινάκη (Alter Εgo 73,9 εκατ. ευρώ). Αξίζει να σημειωθεί ακόμα πως ότι ALPHA και Ιβάν Σαββίδης προσέφεραν από 61 εκατομμύρια και 61,5 εκατομμύρια αντίστοιχα χωρίς να καταφέρουν να πάρουν άδεια, ενώ το συνολικό ποσό στο οποίο έκλεισε η δημοπρασία ανέρχεται τελικά στα 246 εκατ. ευρώ, που ξεπερνούσε κατά πολύ τις αρχικές προσδοκίες.

Η κυβέρνηση υποδέχεται την ολοκλήρωση της δημοπρασίας με διθυραμβικές δηλώσεις, οι οποίες έχουν έντονο πολιτικό περιεχόμενο. Ο Νίκος Παππάς δηλώνει μεταξύ άλλων ότι «η ολοκλήρωση της δημοπρασίας των τηλεοπτικών αδειών βάζει τέλος σε 27 χρόνια ανομίας», προσθέτοντας πως η χώρα θα διαθέτει πλέον «κανάλια που θα ενημερώνουν τον ελληνικό λαό με αντικειμενικότητα και πλουραλισμό, όχι ανάλογα με τις υπόγειες σχέσεις του ιδιοκτήτη τους με την πολιτική ηγεσία και φόντο τα θαλασσοδάνεια». Στο ίδιο μήκος κύματος, η κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη, τονίζει ότι «με όρους απόλυτης διαφάνειας, αποκαθίσταται η συνταγματική νομιμότητα και κατοχυρώνεται, επιτέλους, το δημόσιο συμφέρον».

Σημαντικές αναφορές για το διαγωνισμό κάνουν και τα διεθνή ΜΜΕ, όπως - μεταξύ άλλων-  Wall Street Journal: Τηλεοπτικές μάχες εκατομμυρίων στην Ελλάδα των Μνημονίων, Reuters: Πολιτικά αμφιλεγόμενο βήμα ο διαγωνισμός, AFP: «Μαραθώνιος» με έπαθλο 246 εκατομμύρια ευρώ η δημοπρασία για τις άδειες.

Άμεσα, ωστόσο, αρχίζουν να πυκνώνουν τα σύννεφα πάνω από το διαγωνισμό. Οι σταθμοί που έμειναν εκτός διεκδίκησης αδειών προσφεύγουν στη δικαιοσύνη, ενώ όταν έρχεται η στιγμή να καταβληθεί η πρώτη δόση από τους υπερθεματιστές προκύπτει πρόβλημα με τη συμμετοχή του κ. Καλογρίτσα, η εταιρεία του οποίου ζητά να της δοθεί παράταση για να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό. Εν μέσω κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης που είχε ήδη προκύψει σχετικά με την εγγυητική επιστολή που είχε καταθέσει ο επιχειρηματίας αλλά και τη χρηματοδότησή του από την Attica Bank, τελικά αποσύρεται από το διαγωνισμό και τη θέση του παίρνει ο πρώτος επιλαχόντας, Ιβάν Σαββίδης.

Τα χρήματα από την καταβολή της πρώτης δόσης τελικά κατατίθενται και, παρότι ακόμα δεν έχουν εξετασθεί οι προσφυγές των τηλεοπτικών σταθμών στο ΣτΕ, η κυβέρνηση εξαγγέλλει προσλήψεις στην Υγεία και επιπλέον θέσεις σε παιδικούς σταθμούς, που θα πραγματοποιηθούν με πόρους από το συγκεκριμένο ποσό.

Τελικά όμως, το Συμβούλιο της Επικρατείας αρχικά κάνει παραδεκτές τις προσφυγές των τηλεοπτικών σταθμών και λίγες μέρες αργότερα, στις 26 Οκτωβρίου, εξετάζοντας την υπόθεση κρίνει αντισυνταγματικό το νόμο Παππά, υπό τον οποίο διεξάχθηκε ο διαγωνισμός, καθιστώντας τον άκυρο. Η απόφαση του ΣτΕ προκαλεί σοκ στην κυβέρνηση που στις πρώτες τοποθετήσεις της ουσιαστικά καταφέρεται εναντίον της δικαιοσύνης. Σε μια χαρακτηριστική εμφάνιση αμέσως μετά την απόφαση, η κυβερνητική εκπρόσωπος αναφέρει ότι πρόκειται για «το ίδιο δικαστήριο που έκρινε συνταγματικά τα μνημόνια, το PSI, το μαύρο στην ΕΡΤ», σημειώνει ότι «η ασυδοσία δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα» και τονίζει ότι «ειδικά η συγκεκριμένη απόφαση κρίνεται και από τις συνέπειες της». Ο Ν. Παππάς προαναγγέλλει νέα νομοθεσία που θα καταθέσει η κυβέρνηση και υποστηρίζει ότι «κάποιοι είχαν επιθυμία να συνεχιστεί το τζάμπα. Δηλώνουμε ευθαρσώς: Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση». Από την πλευρά της, η αντιπολίτευση αναφέρεται σε «διαγωνισμό – παρωδία» που ακυρώθηκε, ενώ ζητά και την παραίτηση του υπουργού Επικρατείας, Ν. Παππά.

Μετά τις πρώτες αντιδράσεις, ωστόσο,  οι τόνοι θα υποχωρήσουν και η κυβέρνηση θα συμβιβαστεί, επιστρέφοντας τις αρμοδιότητες για τη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου στο αρμόδιο όργανο, ΕΣΡ. Σε αυτό το πλαίσιο, θα επιτευχθεί συναίνεση με την αντιπολίτευση και στις 10 Νοεμβρίου θα προκύψει συμφωνία για τη σύσταση του νέου Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης.

Επιχειρώντας μια συνολική αποτίμηση, έπειτα από ενάμιση χρόνο διακυβέρνησης και έχοντας υποχωρήσει από κάθε προγραμματική εξαγγελία στο εξωτερικό μέτωπο της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές της χώρας, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να συγκεντρώσει τις πολιτικές δυνάμεις του στο εσωτερικό της χώρας. Ανάγοντας τη ρύθμιση του τηλεοπτικού πεδίου σε προνομιακό πεδίο της μάχης κατά τη διαπλοκής, επιδίωξε να επενδύσει το διαγωνισμό με πολιτικά μηνύματα, προκειμένου να ενεργοποιήσει ενδεχομένως το θυμικό των ψηφοφόρων και να αντισταθμίσει τις απώλειες από την άτακτη υποχώρηση της υπογραφής του τρίτου μνημονίου.

Είτε από (εντυπωσιακή) άγνοια συνταγματικών ζητημάτων, είτε από υπερβολική αισιοδοξία για πιθανή συγκατάβαση της δικαιοσύνης, τελικά φάνηκε να μην υπολογίζει καν σαν ενδεχόμενο την ακύρωση του διαγωνισμού από το ΣτΕ. Και όταν τελικά αυτό συνέβη, η κυβέρνηση δεν είχε πλέον να αντιμετωπίσει την αστοχία απλώς μιας νομοθετικής ρύθμισης, αλλά ακόμα μία άτακτη υποχώρηση, σε έναν τομέα που είχε ορίσει μάλιστα ως σημαία της μάχης του εναντίον της διαπλοκή.

Παράλληλα, στην ουσία του θέματος, με το κλείσιμο της χρονιάς οι τηλεοπτικοί σταθμοί συνεχίζουν να εκπέμπουν κανονικά με το πλαίσιο που προϋπήρχε σαν να μην έγινε ποτέ ο διαγωνισμός, ενώ παράλληλα εκκρεμεί και το τι θα γίνει με τα ποσά της πρώτης δόσης που κατέβαλλαν οι υπερθεματιστές.