Αδιαφορώντας για τις παροτρύνσεις και τις συμβουλές Ευρωπαίων και Αμερικανών, ο Ερντογάν σφράγισε τη φετινή επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα στο δρόμο της παγίωσης της διχοτόμησης.
Προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων, ισχυρός συμβολισμός και αναζήτηση νέων μοχλών επιρροής στην πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό είναι το τρίπτυχο που χαρακτηρίζει την ιστορική επίσκεψη Ερντογάν στα κατεχόμενα. Ο Ερντογάν ελπίζει να θεμελιώσει μια σταθερή εντύπωση για μια νέα πραγματικότητα στην Κύπρο, αυτή των «δυο λαών και δυο κρατών».
Πέρα από τις εμπρηστικές δηλώσεις και τον συνδυασμό εθνικιστικού και θρησκευτικού συμβολισμού (οι εκδηλώσεις για την επέτειο της 20ης Ιουλίου, από την εισβολή του 1974, συμπίπτουν με τη θρησκευτική γιορτή του Μπαϊραμιού), το πραγματικά ενδιαφέρον στοιχείο είναι το σχέδιο μερικού ανοίγματος της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου που ανακοινώθηκε από τον Ερντογάν και τον Τατάρ.
Η ανακοίνωση περιλαμβάνει και πρόσκληση στους Ελληνοκυπρίους να κάνουν αιτήσεις στην επιτροπή «Επιτροπής Ακίνητης Περιουσίας» που έχει συστήσει το καθεστώς στα κατεχόμενα ώστε να πάρουν πίσω τις περιουσίες τους. Η πρόσκληση αυτή σημαίνει ταυτόχρονα πρόσκληση παράκαμψης του πλαισίου και των αποφάσεων του ΟΗΕ αλλά και παρότρυνση προς τους Ελληνοκύπριους να αναγνωρίσουν την Τουρκοκυπριακή διοίκηση.
Με δυο λόγια, αντί για επιστροφή της πόλης στους νόμιμους κατοίκους της υπό τη διοίκηση του ΟΗΕ, η Τουρκία ανακοίνωσε ουσιαστικά το σταδιακό άνοιγμα του παραλιακού μετώπου της Αμμοχώστου για εκμετάλλευση. Σε αυτό το πλαίσιο ο Ερντογάν και ο Τατάρ απευθύνουν και την πρόσκληση – παγίδα στους Ελληνοκύπριους της Αμμοχώστου να επιστρέψουν υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση και να καταθέσουν αιτήσεις στην «Επιτροπή Ακίνητης Ιδιοκτησίας» του ψευδοκράτους.
Τι σημαίνουν όλα αυτά σε ένα βαθύτερο επίπεδο; Θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε τις εξελίξεις της φετινής 20ης Ιουλίου στην Κύπρο. Καταρχήν διότι ο Ερντογάν με τη νέα κίνησή του δεσμεύεται περαιτέρω απέναντι στους τούρκους και τουρκοκύπριους εθνικιστές. Δεύτερον διότι οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι της Αμμοχώστου και άλλων περιοχών που το καλοκαίρι του 1974 κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην ελεύθερη Κύπρο αποτελούν και σήμερα κομμάτι του παζλ της κυπριακής πολιτικής. Το πώς ακριβώς θα λειτουργήσει η πρόσκληση – παγίδα είναι πολύ νωρίς να ειπωθεί.
Αυτό όμως που επιβεβαιώθηκε πλήρως είναι ότι ενώ η Άγκυρα πάντα αποτελούσε ουσιαστικό κέντρο λήψης των πραγματικά σημαντικών αποφάσεων για τους Τουρκοκύπριους, η ανάδειξη του Τατάρ εκμηδένισε εντελώς τις όποιες δυνατότητες τακτικής διαφοροποίησης του δορυφόρου από την Άγκυρα.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι εξελίξεις φαίνεται να επιταχύνουν τις τάσεις που έχουν ήδη δρομολογηθεί μετά το αδιέξοδο στο Κραν Μοντανά το 2017. Ανεξαρτήτως του τι ακριβώς συνέβη στο Κραν Μοντανά, η περίοδος έκτοτε είναι νέα και έτσι θα γίνεται αντιληπτή από τους αναλυτές του μέλλοντος: το Κραν Μοντανά και όχι η εκλογή Τατάρ αποτελεί το ουσιαστικό σημείο καμπής. Από το 1977 (συμφωνία Μακαρίου – Ντενκτάς), το 1979 (συμφωνία Κυπριανού – Ντενκτάς) και ξανά το 2006 (συμφωνία Παπαδόπουλου – Ταλάτ), το υπόδειγμα της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας ήταν σχεδόν γενικά αποδεκτό ως γενικό πλαίσιο για το μέλλον της Κύπρου. Όμως οι εξελίξεις έχουν σταδιακά οδηγήσει σε αναζητήσεις και πέρα από αυτό το πλαίσιο. Ο Ακιντζί υπήρξε πράγματι υποστηρικτής της αναζήτησης μιας φόρμουλας στο πλαίσιο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, αλλά τότε όπως και τώρα τον τελικό λόγο είχε η Άγκυρα.
Η εμμονή με την πολιτική ισότητα όπως την εννοεί η τουρκοκυπριακή πλευρά συνεπάγεται τόσο την θετική ψήφο για συμμετοχή λήψης αποφάσεων στο υπουργικό συμβούλιο μιας ομοσπονδίας όσο και άλλες προτάσεις, όπως την εκ περιτροπής προεδρία. Ένας τέτοιος μηχανισμός θα καθιστούσε τη νέα ομοσπονδία όμηρο της Άγκυρας στο διηνεκές. Στην πραγματικότητα, η επίλυση του Κυπριακού σκαλώνει στην συνεχιζόμενη προσπάθεια της Τουρκίας να επιβάλει όρους που θα σημαίνουν στην πράξη τον έλεγχο της κυπριακής πολιτικής συνολικά.
Κάθε γνησίως ομοσπονδιακή λύση θα βρίσκει πια την τουρκική άρνηση. Οι εξελίξεις θα κινηθούν είτε σε πλαίσιο διαμόρφωσης ενός χαλαρού συνομοσπονδιακού υποδείγματος είτε σε λύση δύο ανεξάρτητων κρατών. Θα πρέπει, κατά συνέπεια, να προετοιμαζόμαστε με αντίστοιχα σενάρια για τις επιπτώσεις αυτών των κατευθύνσεων αναφορικά με το μέλλον των σχέσεών μας με την Τουρκία και, γενικότερα, τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το καλοκαίρι του 2019, όταν ο Τσαβούσογλου δήλωνε με υπερηφάνεια ότι το τουρκικό γεωτρύπανο «Πορθητής» πραγματοποιούσε γεωτρήσεις δυτικά της Πάφου, η ΕΕ προβληματιζόταν για το εύρος των ενδεχόμενων κυρώσεων. Και αυτό παρότι η Λευκωσία είχε επιτύχει νέα συμφωνία με το λεγόμενο Consortium Αφροδίτη, δηλαδή την Ολλανική και Βρετανική Shell, την Αμερικανική Noble Energy και την Ισραηλινή Delek. Αλλά η Τουρκία θεωρούσε και εξακολουθεί να θεωρεί ότι το ψευδοκράτος έχει δική του υφαλοκρηπίδα. Η χλιαρή αντίδραση σε αυτό τον ισχυρισμό, συνέβαλε στις εξελίξεις που βιώνουμε.
Παράλληλα, η τουρκική αναθεωρητική προσέγγιση εκτείνεται σε όλα τα συναφή πεδία. Στην Κύπρο, η βάση για τα drones στο Λευκόνοικο και η δημιουργία ναυτικής βάσης στο Μπογάζι εντάσσονται στη γενικότερη στρατηγική απέναντι στο Ισραήλ και τις άλλες δυνάμεις της περιοχής. Στο Αιγαίο, με την επιστολή Σινιρίογλου προς τον ΟΗΕ η Τουρκία θέτει για πρώτη φορά σαφώς το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης σε σύνδεση με την αμφισβήτηση της κυριαρχίας των νησιών μας.
Η διάγνωση πρέπει να είναι σαφής, χωρίς εξωραϊσμούς: το καθεστώς στη γείτονα έχει χαράξει μια φιλόδοξη αναθεωρητική στρατηγική που θα αποσταθεροποιήσει την ευρύτερη περιοχή. Εξίσου σαφείς πρέπει να είναι και οι προτάσεις πολιτικής: ενίσχυση αποτροπής, εμβάθυνση συμμαχιών και καλλιέργεια εσωτερικών συναινέσεων βασισμένων σε μια ρεαλιστική ανάγνωση του δύσκολου περιβάλλοντος.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.
Διαβάστε ακόμη: