Διαβάζουμε στις ειδήσεις ότι η Τράπεζα της Ελλάδος και το ΚΕΠΕ διαφωνούν στην αύξηση του κατώτατου μισθού, η ΓΣΕΕ αντιθέτως προτείνει την αύξηση του κατώτατου μισθού ενώ η κυβέρνηση δεν έχει ακόμη αποφασίσει.
Η ουσία ωστόσο του ζητήματος δεν είναι, εάν θα πρέπει να αυξηθεί ή όχι ο κατώτατος μισθός αλλά το ερώτημα, εάν θα πρέπει να υπάρχει κατώτατος μισθός; Το «σκληρό» αυτό ερώτημα δεν πρόκειται βεβαίως να συζητηθεί στην Ελλάδα της παλαιομοδίτικης σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, όπου έχουν τεθεί πολύ στενά και ελεγχόμενα όρια στη διαβούλευση για το θέμα.
Η άριστη διακυβέρνηση όμως, είναι εκείνη που δεν επιδιώκει μόνο βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα από μια πολιτική αλλά είναι σε θέση να αναλύσει και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της και μάλιστα τις επιπτώσεις όχι μόνο σε μια κοινωνική ομάδα αλλά στο σύνολο του πληθυσμού και στην οικονομία της χώρας.
Επειδή οι πολιτικοί -στη συντριπτική πλειονότητά τους- νοιάζονται μόνο για το αποτέλεσμα των επομένων εκλογών αδιαφορούν ή πάντως υποτιμούν τις μακροπρόθεσμες σοβαρές βλάβες των πολιτικών που υιοθετούν και προσηλώνονται αποκλειστικά και μόνο στα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα αυτών.
Κάτι αντίστοιχο με τον καρκίνο που προξενεί στους πνεύμονές μας το κάπνισμα, με τη διαφορά ό,τι στην περίπτωση του αμετανόητου καπνιστή, είναι αυτός ο ίδιος που επιλέγει την μακροχρόνια καταστροφή της υγείας του χάριν της προσωρινής απόλαυσης που του προσφέρει το κάπνισμα ενώ στην περίπτωση της κρατικής παρέμβασης αυτή θίγει μακροπρόθεσμα περισσότερες κοινωνικές ομάδες και την οικονομία στο σύνολό της.
Ας δούμε την περίπτωση του κατώτατου μισθού. Ο μισθός ενός εργαζομένου δεν είναι τίποτε άλλο από μια τιμή. Η αξία που έχει η εργασία του. Η επιβολή διατίμησης στις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών γνωρίζουμε καλά από την οικονομική επιστήμη, ότι προκαλεί αρνητικά αποτελέσματα στην οικονομία. Οι περισσότεροι πολίτες θα αντιδρούσαν στην επιβολή διατίμησης στην τιμή ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας. Γιατί η τιμή της μισθωτής εργασίας να εξαιρείται;
Έστω λοιπόν ότι επικρατήσει η άποψη της ΓΣΕΕ και οριστεί κατώτατος μισθός τα 751 ευρώ. Αναρωτιέμαι βάσει ποιας περισπούδαστης μελέτης του κρατικοσυντήρητου Ινστιτούτου Εργασίας η ΓΣΕΕ προτείνει αυτήν την τιμή; Γιατί η τιμή του κατώτατου μισθού να μην οριστεί, φερ' ειπείν στα 1.500 ευρώ ή στα 3.000 ευρώ. Γιατί να είμαστε τόσο... «τσιγκούνηδες» με τους εργαζομένους.
Αλλά ας είναι, ο κ. Χατζηδάκης θεσπίζει αύριο το πρωί τα 751 ευρώ κατώτατο μισθό. Το πρώτο πράγμα που μαθηματικά θα συμβεί τότε είναι να απολυθούν οι εργαζόμενοι εκείνοι, των οποίων η εργασία δεν αξίζει 751 ευρώ. Μπορείς να θεσμοθετήσεις, όποιον κατώτατο μισθό επιθυμείς σαν κυβέρνηση, αλλά εκείνο που δεν μπορείς να κάνεις, είναι η εργασία ενός ανθρώπου να αξίζει περισσότερο από όσο αξίζει στην πραγματικότητα.
Σε κάποιους θα περάσει η σκέψη να απαγορεύσουν τις απολύσεις εργαζομένων με χαμηλότερη τιμή εργασίας από τα 751 ευρώ. Πράγματι, το κράτος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, να θεσπίσει λ.χ. το μέτρο της απαγόρευσης απολύσεων, αλλά τότε το μόνο που θα καταφέρει είναι να μεταβάλει τη φύση των αρνητικών επιπτώσεων, πολλές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι οριακές θα πτωχεύσουν και θα χάσουν την εργασία τους όσοι εργάζονται σ' αυτές, πολλοί περισσότεροι από εκείνους που θα απολύονταν στην πρώτη περίπτωση και μάλιστα και εκείνοι οι εργαζόμενοι, των οποίων η εργασία άξιζε και αμειβόταν προηγουμένως με περισσότερα από 751 ευρώ.
Αλλά κι εκείνες οι επιχειρήσεις που δεν θα κλείσουν θα στερηθούν πολύτιμα κεφάλαια που θα τα επένδυαν σε παραγωγικές επενδύσεις ή θα τα χρησιμοποιούσαν για να εξασφαλίσουν καλύτερους όρους για τη λήψη ενός δανείου. Η ύφεση που θα προκληθεί στην οικονομία θα είναι μεγάλη.
Έστω, ότι η κυβέρνηση δεν απαγορεύσει τις απολύσεις –κάτι το οποίο στην πραγματικότητα έκανε με τον πρόσφατο εργασιακό νόμο στην πλειονότητα των περιπτώσεων- αλλά αποδεχθεί την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ. Εκτός από τους εργαζομένους, οι οποίοι θα απολυθούν από τις επιχειρήσεις, καθώς, όπως αναφέραμε η τιμή της εργασίας τους θα είναι μικρότερη από 751 ευρώ, το μέτρο θα εμποδίσει και πολλαπλάσιες προσλήψεις ανέργων.
Στην περίπτωση αυτή θα καταδικάσεις στην ανεργία πολλούς, νέους ως επί το πλείστον ανθρώπους και θα στερήσεις από την οικονομία τις χαμηλότερης αξίας υπηρεσίες που θα μπορούσαν αυτοί να προσφέρουν. Έτσι το τίμημα της αύξησης του κατώτατου μισθού θα είναι η αύξηση της ανεργίας και η μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας.
Κάποιος θα αντιτείνει, ότι οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσφέρουν στους καταναλωτές. Με άλλα λόγια το κόστος της αύξησης του κατώτατου μισθού να το μετακυλήσουν στους καταναλωτές. Ωστόσο, κάτι τέτοιο, τις περισσότερες φορές δεν είναι δυνατό να συμβεί.
Οι καταναλωτές είναι αρκετά υποψιασμένοι ώστε να στραφούν στα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων ή σε υποκατάστατα αυτών. Εάν δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς θα αγοράσουν μικρότερες ποσότητες του προϊόντος της επιχείρησης, η οποία εξαναγκάσθηκε εξαιτίας της επιβολής ή της αύξησης του κατώτατου μισθού να αυξήσει την τιμή του. Οι οριακές επιχειρήσεις θα χρεοκοπήσουν.
Με λίγες κουβέντες η αύξηση του κατώτατου μισθού θα έχει ως αποτέλεσμα την δραματική αύξηση της ανεργίας είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο.
Η ανεργία θα οδηγήσει στην καταβολή αυξημένων επιδομάτων ανεργίας συνεπώς σε αύξηση των φόρων. Αλλά η αύξηση των φόρων γνωρίζουμε καλά ότι έχει πάντοτε υφεσιακά αποτελέσματα στην οικονομία.
Μην περάσει από τη σκέψη σας ότι είμαι αντίθετος στην αύξηση των μισθών. Κάθε άλλο είμαι υπέρ της αύξησης των μισθών σε όλες τις περιπτώσεις που η πορεία της οικονομίας και η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας επιτρέπει την αύξηση των μισθών και είμαι απολύτως αντίθετος στις κυβερνητικές αποφάσεις είτε επιβολής κατώτατου μισθού είτε αύξησης των ορίων του.
Δεν είναι δυνατόν να μην μπορεί να συνειδητοποιήσουμε το αυταπόδεικτο και προφανές, ότι δεν μπορούμε να μοιράζουμε περισσότερο πλούτο από αυτόν που παράγουμε.
Ο κατώτατος μισθός είναι πολύ απλά ένα οπισθοδρομικό και αντικοινωνικό μέτρο.
* Ο Τάσος Ι. Αβραντίνης είναι δικηγόρος και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών