Το φαινόμενο των social media που κανιβαλίζουν πολιτικούς, θεσμούς και πρόσωπα είναι ένας ψηφιακός όχλος για τον οποίο έχει γράψει ο Le Bon με μεγάλη διορατικότητα. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μειώνεται η ατομική υπευθυνότητα και από την άλλη πολλαπλασιάζεται και εντείνεται το απρόσωπο των συναισθημάτων. Είναι εύκολο κάποιος από τη ψηφιακή του φούσκα να συμπεριφερθεί όπως ένα άτομο που βρίσκεται εν μέσω παθιασμένου πλήθους.
Πρόσφατα συναντήσαμε τις αναρτήσεις για τον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνι Γεωργιάδη, όπως και για άλλα πολιτικά πρόσωπα στο παρελθόν. Όλα αυτά τα φαινόμενα τα συναντάμε και σε προηγούμενους αιώνες και εποχές. Οι ψυχολογικοί και κοινωνικοί λόγοι που εκδηλώνονται αυτά τα φαινόμενα είναι πανομοιότυποι. Πρόκειται για ένα μηχανισμό που θέλει την κρίση να απλοποιείται και να φτάνει στην καταδίκη. Πολύ εύκολα δηλαδή ζητάμε το κεφάλι του ενόχου πάνω στο πιάτο.
Η κρίση μας θολώνει, εξουδετερώνεται ο μηχανισμός ελέγχου της πληροφορίας, η επιθυμία γίνεται πραγματικό γεγονός και όλη αυτή η ανατροφοδοτούμενη διαδικασία απλώς επιβεβαιώνει τις προκαταλήψεις μας. Μέσω όμως των social media, εντείνεται ακόμα περισσότερο η πεποίθησή μας ότι ο κόσμος χωρίζεται σε δίκαιους που εκπροσωπούμε εμείς και στο άδικο, το βέβηλο, το μοιραίο, το διεφθαρμένο. Χαρακτηριστικά που συγκεντρώνονται άκριτα στο πρόσωπο που καταδικάζουμε.
Στην ουσία ξεκινάμε από κάποια βεβαιότητα ότι ο κόσμος χωρίζεται στο ιερό από τη μία πλευρά που είναι η αλήθεια μας, η κανονικότητα, η ηθική που εκπροσωπούμε εμείς και από την άλλη ο άδικος, ο διεφθαρμένος κόσμος. Πρόκειται για ένα μηχανισμό που επιβεβαιώνει τον ηθικό διαχωρισμό του κόσμου βάσει των δικών μας κριτηρίων.
Η άνοδος του λαϊκισμού και η οικονομική κρίση εντείνουν αυτά τα φαινόμενα. Όταν κάποιος είναι ικανοποιημένος στη ζωή του και δεν δέχεται πιέσεις, τότε διαθέτει κριτική ικανότητα, μπορεί να παραβλέψει ορισμένα πράγματα. Όταν όμως βρίσκεται υπό πίεση αναγκάζεται να επανεξετάσει κάποιες καταστάσεις και προτιμά από το να αναζητήσει μήπως έχει κάνει κάτι λάθος, να βεβηλώνει αυτόν που πιστεύει ότι ευθύνεται για την καθημερινότητά του.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να επισημάνω πως υπάρχει μια έντονη διαφορά στον τρόπο που το πολιτικό κέντρο βλέπει τα άκρα και σε αυτόν που τα άκρα βλέπουν το κέντρο. Είτε πρόκειται για ακροαριστέρα, είτε για ακροδεξία, παρατηρείται ταύτιση του βέβηλου με ιδιαίτερα και συγκεκριμένα άτομα. Αντίθετα ο ίδιος μηχανισμός επικρατεί σε πολύ μικρότερο βαθμό όταν απευθύνεται από το κέντρο προς τα άκρα. Αυτό συμβαίνει γιατί το κέντρο τείνει να απευθύνεται σε άτομα που έχουν αυξημένη κρίση και αναστοχασμό. Αυτή είναι μια ειδοποιός διαφορά του κεντρώου, αστικού κόσμου από τα άκρα.
*Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Συγκριτικής Κοινωνιολογίας του Πολιτισμού, Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας, Καθηγητής Συγκριτικής Κοινωνιολογίας του Πολιτισμού και Διευθυντής του Διεθνούς Θερινού Σχολείου Cultural Trauma