Μια «θέση στον ήλιο» μέσω των ειρηνοδικείων και της αυξημένης ζήτησης λόγω των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, αναζητούν οι νέοι δικηγόροι οι οποίοι έχουν υποβάλλει περί τις 1.800 αιτήσεις για συνολικά 196 θέσεις ειρηνοδικών. Οι περισσότεροι υποψήφιοι είναι γυναίκες και νέοι δικηγόροι, ασκούμενοι, συμβολαιογράφοι, ακόμη και δικαστικοί υπάλληλοι που έχουν δύο χρόνια υπηρεσίας.
Τελικά από τους 1.800 υποψηφίους που δήλωσαν αρχικά συμμετοχή έδωσαν εξετάσεις οι 1.500. Μεταξύ των υποψηφίων υπήρχαν και διαγωνιζόμενοι που βρίσκονταν στην ηλικία των 35 ή των 38 ετών (σ.σ.: το ηλικιακό όριο είναι τα 40 έτη), έχοντας δηλαδή κάνει έναν κύκλο ως δικηγόροι, και αποφάσισαν να αλλάξουν τώρα επαγγελματική πορεία, απογοητευμένοι από την ελεύθερη δικηγορία.
Άλλωστε με το νέο ασφαλιστικό και σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΣΑ, ένας δικηγόρος με ετήσιο εισόδημα μηδέν και από την πρώτη ημέρα εγγραφής του στον ΔΣΑ θα κληθεί να καταβάλει 2.823 ευρώ ετήσιες εισφορές.
Δικηγόρος με ετήσιο εισόδημα 5.000 ευρώ θα κληθεί να καταβάλει 2.823 ευρώ ετήσιες εισφορές, ενώ δικηγόρος με ετήσιο εισόδημα 15.000 ευρώ θα κληθεί να καταβάλει 5.887 ευρώ και ούτω καθεξής...
Επιτυχόντες
Η τραγική αύξηση των αιτήσεων για το νόμο Κατσέλη στα Ειρηνοδικεία αποτέλεσε μονόδρομο στην πρόσληψη νέων Ειρηνοδικών. Έτσι, μετά την ανακοίνωση του πίνακα προσληφθέντων και την αύξηση του αριθμού των Ειρηνοδικών κατά 196, όσοι δανειολήπτες έχουν υποβάλλει αίτηση στα Ειρηνοδικεία για να υπαχθούν στο νόμο Κατσέλη και έχουν λάβει δικάσιμο μετά το 2020, μπορούν τώρα ζητήσουν με αίτησή τους, συντομότερη δικάσιμο.
Μάλιστα ο αριθμός των αιτήσεων στα Ειρηνοδικεία ανέβηκε στο ζενίθ προκαλώντας έμφραγμα, αφού ξεπερνά τις 160.000. Οι αιτήσεις προσδιοριζόντουσαν σε μεγάλο βάθος χρόνου, που ξεπερνά το 2030. Ο πίνακας των επιτυχόντων θα αναρτηθεί την ερχόμενη εβδομάδα και είναι πολύ πιθανό να μείνει ενεργός και τα επόμενα χρόνια (2017 και 2018), ώστε να χρησιμοποιηθεί ως «δεξαμενή» για τυχόν ανάγκες που θα προκληθούν.
Ένα ακόμη θετικό στοιχείο σχετίζεται με το ότι οι ειρηνοδίκες δεν μετατίθενται όπως οι δικαστές, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ή εάν υποπέσουν σε κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα.