Δεν έχει περάσει μια δεκαετία από τότε που ένα διαρκές έγκλημα έλαβε οριστικό τέλος. Η ETA, το ένοπλο αυτονομιστικό και σοσιαλιστικό κίνημα των Βάσκων στα βόρεια της Ισπανίας, κήρυξε το 2011 μόνιμη παύση έπειτα από 40 χρόνια τρομοκρατικής δράσης. Ο αιματηρός απολογισμός της σε θύματα είναι 850 νεκροί, µεταξύ αυτών 25 παιδιά. Ο αντίκτυπός της, όμως, σε όλη την κοινωνία – και στην τελευταία γενιά των θυμάτων - ηχεί ολοζώντανος στις σελίδες ενός βιβλίου. Η «Πατρίδα» (Patria στα Ισπανικά) του γεννημένου στη Χώρα των Βάσκων Φερνάντο Αραμπούρου κυκλοφόρησε το 2016 και αμέσως έγινε παγκόσμιο εκδοτικό φαινόμενο. Μεταφράστηκε σε περισσότερες από 30 γλώσσες, σάρωσε βραβεία και διακρίσεις και το συνδρομητικό δίκτυο της HBO το μεταφέρει στην τηλεόραση, φιλοδοξώντας να επιτύχει ένα ακόμη blockbuster, ανάλογο του Game of Thrones (την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου η παγκόσμια πρεμιέρα).
Η πολυαναμενόμενη τηλεοπτική σειρά δεν ήταν έκπληξη, όχι μόνο εξαιτίας των πωλήσεων που το βιβλίο κατάφερε, αλλά γιατί η «Πατρίδα» είναι γεμάτη από σφιχτές, κινηματογραφικές σκηνές και οργανωμένη σε σύντομα διηγήματα που συνθέτουν ένα μωσαϊκό από αυτόνομα επεισόδια.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα χωριό των Βάσκων, έξω από το Σαν Σεμπαστιάν (πατρίδα του συγγραφέα), με πρωταγωνιστές δύο οικογένειες. Κυρίαρχες φιγούρες οι δύο μητέρες, Μίρεν και Μπιτόρι, οι οποίες κρατάνε το νήμα της αφήγησης από την αρχή έως το τέλος: η μία οικογένεια χάνει τον πατέρα από δολοφονική επίθεση και μάλιστα στιγματίζεται από την τοπική κοινωνία, η άλλη χάνει τον γιο στη φυλακή ως καταδικασμένο μέλος της ΕΤΑ.
Το αφήγημα του Αραμπούρου, πέραν της όποιας τηλεοπτικής του τύχης, δεν αφορά μόνο τη χώρα των Βάσκων ή τη μακρά περιπέτεια που βίωσαν οι Ισπανοί από την εμφάνιση της ΕΤΑ. Είναι ένα βιβλίο που θα μείνει κλασικό γιατί διεισδύει βαθιά στην ανθρώπινη κοινωνία με τον τρόπο που έκαναν μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας. Με κινηματογραφικούς όρους θα λέγαμε ότι ο Βάσκος πέτυχε αυτό που ο Αυστριακός Χάνεκε έδειξε στην ταινία «Λευκή Κορδέλα»: δημιούργησε ένα κέντημα, μιλώντας για πράγματα που δύσκολα μπορούν να έρθουν στο φως.
Λίγες μέρες πριν από την τηλεοπτική προβολή της «Πατρίδας» και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ο Φερνάντο Αραμπούρου μιλά για την πλάνη των ολοκληρωτισμών, θέτοντας με σαφήνεια το θεσμικό πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως το απαραίτητο εργαλείο οργάνωσης της κοινωνίας.
- Αφήνοντας την «Πατρίδα» είχα την αίσθηση ότι βάλατε απότομα τους συμπατριώτες σας μπροστά σε ένα καθρέφτη. Σχεδόν 4 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ποιος είναι ο απόηχος του βιβλίου στους Βάσκους;
Το μυθιστόρημα πυροδότησε μια δημόσια συζήτηση κυρίως στις εφημερίδες και την τηλεόραση, σε μικρότερο βαθμό στα πανεπιστήμια, στην οποία συμμετείχαν όχι μόνο πολιτικοί και διανοούμενοι, αλλά και προσωπικότητες από το δημόσιο βίο. Έχει σημασία όμως να πούμε ότι αυτή η κουβέντα έγινε με τρόπο νηφάλιο και τέσσερα χρόνια μετά, το βιβλίο παραμένει «ζωντανό». Αυτό έγινε εν μέρει, λόγω της επικείμενης τηλεοπτικής σειράς που βασίστηκε σε αυτό, αλλά και επειδή συγκρίνεται με άλλα ομόθεμα βιβλία. Μετά την «Πατρίδα» δηλαδή είχαμε βιβλία που, επίσης, καταπιάνονται με την τρομοκρατία.
- Σας ρωτώ γιατί εκείνο που προσωπικά με εντυπωσίασε – και το θεωρώ ένα από τα χαρίσματα του βιβλίου - είναι το σκηνικό που περιγράφετε. Αναφέρομαι σε μια ολόκληρη κοινωνία που ανέχεται και σιωπηρά επιτρέπει να μεγαλώνει η τρομοκρατία, χωρίς να την καταδικάζει ευθέως.
Η σιωπή είναι στη φύση του ανθρώπου όταν μια κοινωνία τελεί στο σύνολό της υπό ασφυκτική πίεση. Τώρα πια, δεν είναι όλοι σιωπηλοί για τον ίδιο λόγο. Η σιωπή του «συντρόφου» που κρύβει το έγκλημα δεν είναι ίδια με εκείνη του θύματος που στερείται φωνής διά της βίας ή με το άτομο που φοβάται. Για τους τελευταίους, η σιωπή δεν είναι επιλογή. Αφορά την καθημερινότητά τους, τους βοηθά στο να γλιτώσουν διακρίσεις, κατηγορίες και την τιμωρία. Στην πιο ακραία περίπτωση, υπηρετεί την ίδια την επιβίωση.
- Αποδίδετε ευθύνη σε όσους γνώριζαν και δεν αντέδρασαν στις επιθέσεις της ΕΤΑ;
Δεν είμαι δικαστής. Και δεν είναι δική μου ευθύνη να κατηγορώ κανέναν. Αυτό που κάνω είναι να φέρνω, να σταθμίζω, να φαντάζομαι καταστάσεις με τη βοήθεια της λογοτεχνίας. Δεν γράφω μυθιστορήματα με ευθύνη ιστοριογραφική. Το θέμα μου ως μυθιστοριογράφου δεν είναι η ιστορική αλήθεια, με την οποία απασχολούνται ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι κ.λπ. Αφηγούμαι μοναχά ιστορίες βγαλμένες από την πραγματικότητα με τις οποίες οι αναγνώστες, ίσως, μπορέσουν να συνδεθούν συναισθηματικά.
- Σύμφωνοι, αλλά στο βιβλίο φανερά, καταδικάζετε την τρομοκρατία. Σε μια φιλελεύθερη δυτική κοινωνία ποιο, κατά τη γνώμη σας, πρέπει να είναι το όριο «ανοχής» απέναντι στον πολιτικό ακτιβισμό;
Η συμμετοχή στα κοινά ορίζεται από το σύνταγμα. Ένα σύνταγμα στο οποίο όλοι οι πολίτες συναινούν και σε αυτό καθορίζονται οι θεσμοί λειτουργίας του κράτους. Οι θεσμοί είναι που λένε με σαφήνεια τι είναι και τι δεν είναι νόμιμο στο δημόσιο βίο, κι όχι η γνώμη ενός. Αυτό είναι ένα από τα θεμέλια της δημοκρατίας. Ένα άλλο είναι ότι οι θεσμοί λειτουργίας του κράτους μπορούν να αλλάξουν βάσει μιας ευρείας συναίνεσης των κομμάτων με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Αυτό πιστεύω αρκεί.
- Σε ποιον από τους χαρακτήρες του βιβλίου «μιλάει» περισσότερο ο Αραμπούρου;
Στη διάρκεια της συγγραφής μιλούσα με όλα τα πρόσωπα. Πάντοτε όμως είχα προτίμηση στον χαρακτήρα της Αράντσα, τόσο για την αξιοθαύμαστη ανθρωπιά της, όσο και για το τεράστιο λογοτεχνικό παιχνίδι που μου χάρισε (σημ. αναφέρεται στην αδελφή του τρομοκράτη που γίνεται σωματικά ανάπηρη από εγκεφαλικό).
-Η Μπιτόρι (γυναίκα του θύματος) ζητά την συγγνώμη του Χοσέ Μάρι (τρομοκράτη) ώστε να μπορέσει να τον συγχωρήσει. Τι είναι πιο δύσκολο; Η απάρνηση μιας ιδεολογίας που καθόρισε τη ζωή του τρομοκράτη ή η συγχώρεση των δολοφόνων;
Νομίζω το ερώτημα επιδέχεται περισσότερες από μία απαντήσεις∙ αναλόγως πού απευθύνεται. Αν η ιδεολογία αντικαταστήσει την ηθική, τότε γίνεται σαφές ότι δεν υπάρχει καν ανάγκη να ζητάμε συγχώρεση. Αυτό εξηγεί γιατί κάποιος που έχει πάρει τα όπλα και σκοτώνει ανθρώπους, θεωρεί πως δεν ενήργησε κακόβουλα αφού υπερασπίστηκε ένα σκοπό που ισοδυναμεί με το σωστό. Αυτή είναι η μεγάλη στρέβλωση των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα, που όλοι τους γίνονται στο όνομα του λαού. Ο συλλογισμός είναι βάρβαρος: αν υπερασπιστώ ένα καλό σκοπό, όλοι όσοι αντιτίθενται σε αυτόν, γίνονται κακοί. Τότε, αν σκοτώσω τον αντίπαλο, πετυχαίνω έναν άθλο, γίνομαι ήρωας, αξίζω τον θαυμασμό. Κι αυτό το εγκληματικό ψέμα είναι που θρέφει τους φανατικούς.
- Τα τελευταία χρόνια κάνατε δική σας οικογένεια στη Γερμανία. Ξέρω ότι έχετε στραμμένο το βλέμμα σας στη γενέτειρα, άλλωστε γράφετε στα Ισπανικά, αλλά ποια ιδιότητα «βαραίνει» εντός σας περισσότερο; Του Βάσκου, του Ισπανού ή του Ευρωπαίου;
Η κύρια ταυτότητά μου είναι ότι ανήκω στο είδος των ανθρώπων. Είναι αλήθεια βεβαίως πως δεν γίνεσαι άνθρωπος με ουδέτερο τρόπο. Δεν μπορώ δηλαδή να ορίσω τον εαυτό μου έξω από τη μητρική γλώσσα, την εκπαίδευση που έλαβα, τη φυσική μου εμφάνιση, τα συναισθήματά μου που συνδέονται με ορισμένες πολιτιστικές μορφές, όπως είναι τα τοπία, η μνήμη της παιδικής ηλικίας κ.λπ. Αλλά δεν βλέπω ανάγκη στο να εθνικοποιήσω την ταυτότητά μου, να την περιορίσω σε ένα έθνος-κράτος.
Στην πραγματικότητα, ζω στη Γερμανία για περισσότερα από τριάντα χρόνια ως αλλοδαπός. Νιώθω πως είμαι σπίτι όταν βρίσκομαι στη χώρα των Βάσκων, όταν είμαι στην Ισπανία, όταν ζω στην Ευρώπη. Πάνω απ’ όλα, όμως, νιώθω όπως στο σπίτι μου, όταν ζω μαζί με γενναιόδωρους, ανεκτικούς ανθρώπους, ανεξάρτητα από καταγωγή, φυλή, θρησκεία ή πολιτικές, αθλητικές, γαστρονομικές ή μουσικές προτιμήσεις.
* Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό ευτύχησε να διαβάσει την «Πατρίδα» στην εξαιρετική μετάφραση της Τιτίνας Σπερελάκη από τις εκδόσεις Πατάκη. Τον Οκτώβριο πρόκειται να κυκλοφορήσει το βιβλίο του Αραμπούρου "Τα χρόνια της βραδύτητας". Ευχαριστούμε θερμά την Ελβίρα Ροντρίγκεθ για τη μετάφραση της συνέντευξης από τα ισπανικά.