Της Άννας Παπαδομαρκάκη
Οι γιορτές συχνά περιστρέφονται γύρω από το φαγητό, αλλά όσοι πρέπει να ακολουθούν συγκεκριμένη δίαιτα και υποβάλλονται σε περιορισμούς, μπορεί να αντιμετωπίσουν μια ανακολουθία στα συναισθήματά τους.
Πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Cornell, αποκάλυψε ότι τα άτομα με περιορισμούς στη διατροφή τους - λόγω αλλεργιών, προβλημάτων υγείας ή θρησκευτικών ή πολιτιστικών συνηθειών - είναι πιο πιθανό να αισθάνονται μοναξιά όταν δεν μπορούν να μοιραστούν το ίδιο φαγητό με αυτό της παρέας τους.
Η παρουσία ανθρώπων στο ίδιο τραπέζι δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς, όμως όσοι δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τη δίαιτά τους, αισθάνονται ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στη σύνδεση του κοινού γεύματος, παρά το γεγονός ότι υπάρχει η σωματική παρουσία των φίλων ή συγγενών, διαπίστωσαν οι ερευνητές με επικεφαλής την Kaitlin Woolley, επίκουρη καθηγήτρια Μarketing στο Samuel Curtis Johnson Graduate School of Management.
Σε επτά μελέτες και ελεγχόμενα πειράματα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι περιορισμοί στην τροφή προκαλούσαν αίσθηση μοναξιάς, τόσο στα παιδιά, όσο και στους ενήλικες.
Για πρώτη φορά μάλιστα, η συγκεκριμένη έρευνα απέδειξε, σύμφωνα με την Κ. Woolley, ότι η περιορισμένη διατροφή προκαλεί αύξηση της μοναξιάς. Για παράδειγμα, σε ένα πείραμα, όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε μια υποχρεωτική δίαιτα και ο περιορισμός από μόνος του, οδήγησε σε αύξηση του συναισθήματος της μοναξιάς. Το γεγονός αυτό, επισημαίνουν οι ερευνητές, υποδηλώνει ότι τέτοια συναισθήματα δεν καθορίζονται από ζητήματα ανεξάρτητα από το είδος της επιτρεπόμενης τροφής, αντίθετα έχουν άμεση σχέση με τις δυνατότητες επιλογής και επίσης, τα ίδια συναισθήματα δεν περιορίζονται μόνο σε όσους επιδιώκουν οι ίδιοι να κάνουν επιλογές στην τροφή τους.
Το πείραμα αυτό, ξεκαθάρισε και απέδειξε ότι η επιβολή ή όχι περιορισμών, μπορεί να έχει συνέπειες σε όσους συμμετέχουν σε ένα κοινό γεύμα, σε ότι αφορά την αντίληψή τους για τη συμμετοχή τους στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα.
Η διαπίστωση αυτή, επιβεβαιώθηκε από έρευνα των παρατηρητών κατά τη διάρκεια της Εβραϊκής γιορτής του Πάσχα. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα που δεν μπορούσαν να απολαύσουν ζυμωτό ψωμί και αντίστοιχα παρασκευάσματα, παρουσίασαν αυξημένη αίσθηση μοναξιάς. Εντούτοις, διαμορφώνοντας μια καινούρια ομάδα, με τους υπόλοιπους από τους συμμετέχοντες οι οποίοι αντιμετώπιζαν τους ίδιους περιορισμούς, δημιούργησαν μεταξύ τους ισχυρότερους δεσμούς.
Η δέσμευση που προκαλείται από τα κοινά γεύματα είναι εγγενής, όπως έχει διαπιστωθεί από προηγούμενες έρευνες. Χαρακτηριστικά, από συγκεκριμένη προηγούμενη μελέτη έχει διαπιστωθεί ότι άνθρωποι ξένοι μεταξύ τους, αισθάνθηκαν πιο συνδεδεμένοι και εμπιστεύθηκαν ο ένας στον άλλο όταν μοιράστηκαν το ίδιο φαγητό και έφαγαν από το ίδιο πιάτο. Μάλιστα το κοινό γεύμα επέτρεψε να αυξηθεί η συνεργασία μεταξύ ξένων.
Αντίθετα, όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να μοιραστούν το ίδιο φαγητό, τότε αυξάνεται η ανησυχία τους γιατί φοβούνται τι μπορούν να φάνε και τι όχι και πώς οι άλλοι θα τους κρίνουν, επειδή δεν ενσωματώνονται στην ομάδα.
Η ανησυχία αυτή, προκαλεί αίσθηση μοναξιάς, σε βαθμό ανάλογο με αυτόν που βιώνουν οι εργένηδες ή οι χαμηλού εισοδήματος ενήλικες και μεγαλύτερο από αυτόν που βίωσαν οι μαθητές που μετείχαν στη μελέτη και δεν είχαν τα αγγλικά ως μητρική τους γλώσσα.
Συγκεκριμένα, σε σύγκριση με άτομα χωρίς διαιτητικούς περιορισμούς, οι απαγορεύσεις αύξησαν την μοναξιά κατά 19%. Οι άνθρωποι αυτοί αισθάνθηκαν πιο απομονωμένοι, ανεξάρτητα από το πόσο σοβαρός ήταν ο περιορισμός που έπρεπε να αντιμετωπίσουν και ανεξάρτητα από το αν ο περιορισμός τους επιβλήθηκε ή ήταν εθελοντικός.
Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι περιορισμοί στο φαγητό και η μοναξιά αυξάνονται και "ενδεχομένως μπορεί να είναι συνδεόμενες επιδημίες", με αποτέλεσμα οι ερευνητές να υποστηρίζουν ότι χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση του συσχετισμού μεταξύ τους.
Όπως εξήγησε η καθ. Woolley, μέχρι σήμερα, το επίκεντρο της έρευνας για τις επιπτώσεις των διατροφικών περιορισμών αφορούσε τα παιδιά, αναλύοντας μια αντιπροσωπευτική έρευνα από τα Κέντρα Ελέγχου Ασθενειών, που δεν διερεύνησε το θέμα και τις επιπτώσεις του στους ενήλικες.
Όμως, όπως διαπίστωσε η ερευνήτρια, οι διατροφικοί περιορισμοί, ολοένα και περισσότερο, μεταφέρονται και στην ενήλικη ζωή ή οι ενήλικες επιλέγουν από μόνοι τους συγκεκριμένα διαιτητικά σχήματα όπως η αποφυγή της γλουτένης, η χορτοφαγία κλπ, για λόγους υγείας ή ηθικής. Έτσι, το 30% των συμμετεχόντων στην έρευνά της ακολουθούσε κάποιο είδος διατροφικών περιορισμών.
Καταλήγοντας η καθηγήτρια επεσήμανε πως "αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι το αναγνωρίζουν, παρότι πρόκειται για γεγονός που έχει επιπτώσεις στην ικανότητα των ανθρώπων να συνδέονται με τους άλλους μέσω του φαγητού".