Οι περίφημοι «Πολεμιστές του Ριάτσε» δύο αγάλματα που βρέθηκαν πριν από 48 χρόνια στον βυθό της θάλασσας στην ομώνυμη πόλη, είναι ελληνικά και είχαν κατασκευαστεί στο Αργος. Αυτό αποδεικνύεται ύστερα από ανάλυση του πηλού που έφεραν εσωτερικά ως καλούπι τα δύο γλυπτά, τα οποία, προφανώς, είχαν φορτωθεί σαν λάφυρα σε ρωμαϊκό πλοίο που ναυάγησε. Πλέον, έχουμε και την πιθανότητα να ανήκαν σε ομάδα αγαλμάτων που παριστούσε τη διαφωνία ανάμεσα στους γιους του Οιδίποδα, Ετεοκλή και Πολυνείκη.
Ο καθηγητής της ελληνικής και ρωμαϊκής Νομισματικής Daniele Castrizio προχώρησε ακόμα περισσότερο στη μελέτη του, λέγοντας πως στην ελληνιστική εποχή τα αγάλματα ήταν επιχρυσωμένα ενώ στη ρωμαϊκή το χρώμα τους ήταν μαύρο. Και αρχικά ήταν πέντε και όχι δύο. Αποτελούσαν μέρος συντάγματος αγαλμάτων στην οποία παρουσιαζόταν η κατάσταση λίγο πριν από τον αδελφοκτόνο πόλεμο ανάμεσα στον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, στη Θήβα. Ο καθηγητής μελετά τα αγάλματα επί μια εικοσαετία και στηρίχθηκε στην αρχαία ελληνική γραμματεία για να φτάσει στο συμπέρασμα αυτό. Λεπτομέρειες θα ανακοινωθούν τον Σεπτέμβριο, με τη δημοσίευση των πρακτικών από το πρώτο διεθνές συνέδριο με θέμα "The Riace Bronzes and the Bronze Age of V BC", που διοργανώθηκε από το Τμήμα Αρχαίων και Σύγχρονων Πολιτισμών Πανεπιστημίου της Μεσσήνης το 2018.
Σύμφωνα και με παλαιότερες αναλύσεις που έχουν γίνει από το Κέντρο Λίθου του υπουργείου Πολιτισμού υπό τον δρα χημικό μηχανικό Νίκο Μπελογιάννη, τα αγάλματα έχουν δημιουργηθεί στο Αργος, κατά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και στο ίδιο εργαστήριο, αλλά από διαφορετικούς τεχνίτες. Η τοποθέτησή τους στο Αργος ταιριάζει με τον μύθο στον οποίο αναφέρονται: Όταν ο Οιδίποδας παραιτήθηκε από το θρόνο της Θήβας, παρέδωσε την πόλη στους δυο γιους του, Ετεοκλή και Πολυνείκη, που συμφώνησαν να παίρνουν το βασίλειο εναλλάξ κάθε χρόνο. Μετά τον πρώτο χρόνο, ο Ετεοκλής αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο. Ο Πολυνείκης, ο οποίος διέμενε στην αυλή του βασιλιά Άδραστου, (στο Αργος) επιτέθηκε στην πόλη των Θηβών με τους συμμάχους του («Επτά επί Θήβας»). Και τα δυο αδέλφια σκοτώθηκαν στη μάχη.
Ο βασιλιάς Κρέοντας, θείος των δυο αδελφιών που ανέβηκε στο θρόνο, διέταξε να παραμείνει άταφο το σώμα του Πολυνείκη. Η αδελφή του, Αντιγόνη, παράκουσε τη διαταγή και έθαψε τη σορό του αδελφού της. Ο μύθος αυτός παρουσιάζεται στην τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη».
Οι γείτονές μας έχουν αρχίσει να σαρώνουν τον βυθό στο Ριάτσε, προσπαθώντας να βρουν και άλλα αγάλματα ή δόρατα και άλλα αντικείμενα από τα συγκεκριμένα.
Οι αναλύσεις έδειξαν πως το κράμα χαλκού από το οποίο είχαν δημιουργηθεί αγοράστηκε από δύο διαφορετικά μέρη, από την Ιβηρική Χερσόνησο και από την Κύπρο, ενώ όσες αδυναμίες παρουσιάστηκαν στο πρώτο διορθώθηκαν στο δεύτερο. Εκτέθηκαν κατά πάσα πιθανότητα στο Αργος αρχικά, αλλά, το 146 π.Χ. ο ύπατος Λούτσιο Μούμιο με την καταστροφή της Κορίνθου επιβλήθηκε στους Αχαϊούς και η Ελλάδα παραδόθηκε στη Ρώμη μετά από χρόνια συνθηκολογήσεων και πολιτικής αστάθειας. Αυτή τη χρονολογία θεωρούν ως πιθανή οι μελετητές για τη μεταφορά τους στην Αιώνια Πόλη, τουλάχιστον μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ. γιατί αναφέρονται από αρχαίους περιηγητές. Τα επιχρωμάτισαν με μαύρο και διακρίνονταν τα ασημένια δόντια τους, τα μάτια τους από χαλαζία και γυαλί, τα οποία είχαν το χρώμα του κεχριμπαριού κ.α. Ισως μάλιστα και τα μαλλιά τους ήταν ξανθά, όπως πολλών αγαλμάτων εκείνης της εποχής.
Εάν υπήρχαν πέντε αγάλματα, τι συνέβη με τα άλλα τρία; Στα σχεδόν 50 χρόνια από την ανακάλυψη, η οποία πραγματοποιήθηκε 10 μέτρα βάθος και 300 από την ακτή, η οποία σηματοδότησε μια εποχική σελίδα για ολόκληρη την Ιταλία, υπάρχει μια παράλληλη ιστορία, που αποτελείται από αγωγές στο δικαστήριο, καταγγελίες και, για μερικούς, ακόμη και παραπλανητικές ιστορίες. Κατά το σενάριο που ερευνούν οι Ιταλοί καραμπινιέροι, ένα αμερικανικό πλοίο ανέφερε την παρουσία κάποιου αντικειμένου στο βυθό της θάλασσας, πολλά μέτρα από το σημείο όπου τα αγάλματα ανακτήθηκαν αργότερα. Σύμφωνα με τον Καστρίτζιο, οι Πολεμιστές του Ριάτσε μαζί με άλλα έργα τέχνης ήταν στο δρόμο τους προς την Κωνσταντινούπολη τον 4ο αιώνα μ.Χ., επειδή ο Κωνσταντίνος ήθελε να κοσμήσει τη νέα του πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη. Ένα ανεπιθύμητο συμβάν φαίνεται πως ανάγκασε τους ναυτικούς να απορρίψουν ένα μεγάλο μέρος του φορτίου ή προκλήθηκε βύθιση του πλοίου.