Ερχόμενη λίγες ημέρες μετά την πράγματι ιστορική ελληνογαλλική συμφωνία, η νέα συμφωνία με τις ΗΠΑ αλλά και η επιστολή Μπλίνκεν που τη συνοδεύει, μη δεσμευτική αλλά πολιτικά σημαντική, συνιστούν ένα ακόμη βήμα στον μακρύ δρόμο της ενίσχυσης της ελληνικής θέσης στην ευρύτερη περιοχή και της αποτροπής της τουρκικής επιθετικότητας.
Επειδή η τελευταία εκδηλώνεται με τρόπο τόσο απρόκλητο που ακόμη και ορισμένοι αφελείς έχουν επιτέλους αρχίσει να αντιλαμβάνονται τη βαρύτητά της, η συνειδητοποίηση αυτή αποτελεί από μόνη της σημαντικό σταθμό στην προσπάθεια ακύρωσης της αναδυόμενης τουρκικής αντίληψης ενός Lebensraum, ενός ζωτικού χώρου, ως τμήμα του οποίου προβάλλεται και η αποκαλούμενη «γαλάζια πατρίδα».
Ο μεγαλύτερος χρονικός ορίζοντας, η γεωγραφική επέκταση, οι περαιτέρω δυνατότητες εκπαίδευσης, τεχνικής συνεργασίας, ανταλλαγής πληροφοριών αλλά και η συμπερίληψη αναφοράς σε «κυριαρχικά δικαιώματα» πέρα από την κυριαρχία στην επιστολή Μπλίνκεν (η οποία όπως σημειώσαμε δεν είναι δεσμευτική αλλά έχει πολιτική βαρύτητα), όλα συγκλίνουν στην αποτίμηση ότι πρόκειται για ουσιαστικό βήμα στον μακρύ δρόμο που αναφέρθηκε.
Παράλληλα, σημαντική είναι και η ίδια η έμμεση αναγνώριση από τις ΗΠΑ των διαστάσεων και της βαρύτητας του προβλήματος που συνιστά η τουρκική προσπάθεια άσκησης καταναγκασμού έξω από τους κανόνες και τις νόρμες των επισήμως αποδεκτών διαδράσεων στις διεθνείς σχέσεις. Δεν πρόκειται απλά για συνήθεις «διμερείς διαφορές».
Πόλεμος, συμφωνίες και αποτροπή σε ένα πολυκεντρικό μέλλον
Όμως δεν είναι όλα ρόδινα. Για την επόμενη ημέρα, που θα πρέπει τώρα να μας απασχολεί, τέσσερις είναι οι βασικές διαστάσεις που θα επηρεάσουν τις εξελίξεις που μας αφορούν.
Η πρώτη και κατά μια έννοια σημαντικότερη είναι η συστημική διάσταση, η οποία μετασχηματίζεται με τρόπο αργό, ενίοτε παραπλανητικό, αλλά τελικώς σαφή για όσους γνωρίζουν να αναλύουν βάσει εξηγητικών σχημάτων και όχι εντυπώσεων. Εισερχόμαστε αργά σε έναν κόσμο παγιωμένα πολυκεντρικό, με μερικές συγκλίσεις σε επιμέρους θεματικά πεδία αλλά και τις αβεβαιότητες που είχε προ πολλών ετών επισημάνει τόσο εύστοχα ο Richard Rosecrance, αναλύοντας εν μέρει αντίστοιχες ιστορικές περιόδους και εξηγώντας ότι μια πολυπολική παγκόσμια τάξη αυξάνει τον αριθμό και την πιθανότητα των διεθνών συγκρούσεων παρόλο συνήθως μειώνει τη βαρύτητά τους. Τη μειώνει, φυσικά, ως προς τις ενδεχόμενες συστημικές επιπτώσεις τους. Όχι ως προς τις συνέπειες για τους άμεσα εμπλεκόμενους.
Σε ένα διπολικό σύστημα υπάρχει μια βασική αντιπαλότητα, λόγω της οποίας ελέγχονται ή –σε ορισμένες συγκυρίες– μέσω της οποίας διαθλώνται και επανακαθορίζονται οι υπόλοιποι ανταγωνισμοί. Ένα πολυκεντρικό σύστημα μπορεί αντίθετα να συνδυαστεί με πολλαπλές εστίες συγκρούσεων. Πολυκεντρικό είναι το νέο περιβάλλον και ας μην μας αποπροσανατολίζουν οι τάσεις πολώσεων που θα έρχονται και θα παρέρχονται κατά καιρούς.
Η δεύτερη διάσταση αναφέρεται στην υπερβολή στην αποτίμηση των νέων συμφωνιών, μια υπερβολή η οποία μάλιστα συχνά προέρχεται από εκείνους που ούτε τις είχαν προβλέψει ούτε τις είχαν υποστηρίξει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αντίθεση μεταξύ των επιφυλακτικών έως αρνητικών απόψεων για την εμβάθυνση της ελληνογαλλικής συνεργασίας που δημοσίευαν κάποιοι δυο χρόνια πριν την (μέσω AUKUS) πραγματοποίησή της και αυτά τα διθυραμβικά που γράφουν σήμερα.
Αλλά μια τέτοια υπερβολή μπορεί να έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες, ιδιαίτερα σε σχέση με τις ΗΠΑ. Η άποψη ότι η αναφορά σε «regional leader» (συνήθης σε επίπεδο φιλοφρονήσεων από τις ΗΠΑ σε σημαντικούς εταίρους) σημαίνει την αναγνώριση μιας «αναβάθμισης» της Ελλάδας σε «περιφερειακή δύναμη» αποκαλύπτει επιπολαιότητα.
Άλλωστε η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας του 1990 με τις ΗΠΑ ήταν σε ισχύ, με ελαφρώς υποδεέστερες προβλέψεις, ενώ ο τουρκικός αναθεωρητισμός ξεδιπλωνόταν. Υπενθυμίζω ότι, όπως από δεκαετίες επισήμανε ο σπουδαίος Γάλλος αναλυτής François Géré, ήταν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η αρχή μιας περιόδου γρήγορης ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, που διαμόρφωσαν στην Άγκυρα, σταδιακά από τη δεκαετία του 1990, την αίσθηση μιας επιστροφής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τρίτον, η πρακτική αξιοποίηση των διμερών συμφωνιών, η προετοιμασία νέων και η επεξεργασία των τριμερών, τετραμερών και άλλων σχημάτων (π.χ. του γνωστού 3+1 με Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ και ΗΠΑ), όλα αυτά θα πρέπει να ενταχθούν με τρόπο συστηματικό τόσο στις διεθνείς και διεθνικές σχέσεις της χώρας (όσο καλύτερα κουμπώνουν με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ τόσο το καλύτερο), όσο και στην εσωτερική πολιτική κουλτούρα, στην οποία θα πρέπει να ωριμάσει η επίγνωση του γεγονότος ότι οι συμφωνίες δημιουργούν αμοιβαίες υποχρεώσεις. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
Τέλος, υπάρχει μια ακόμη διάσταση που μπορεί να αποτελέσει ενδιαφέρουσα ευκαιρία ή να εξελιχθεί σε μείζον πρόβλημα. Θα πρέπει να είναι σαφές και σε σχέση με τα όντως πολύτιμα συλλογικά σχήματα στα οποία ορθά συμμετέχουμε, ότι άλλο πράγμα είναι οι ευσεβείς πόθοι και άλλο οι πραγματικά διαφαινόμενες τάσεις. Ούτε η ΕΕ πρόκειται άμεσα να αποκτήσει ενιαία αμυντική φωνή ούτε το ΝΑΤΟ πρόκειται να γίνει περισσότερο συνεκτικό και αναφερόμενο σε αξίες και νόρμες. Το εάν η Τουρκία μόνη της απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από τη Συμμαχία είναι άλλης τάξεως συζήτηση. Όμως τόσο οι ΗΠΑ όσο και ο διάδοχος του κ. Στόλτενμπεργκ θα εξακολουθήσουν να προσπαθούν να την κρατήσουν κοντά.
Στον αναδυόμενο πολυκεντρικό κόσμο, που διαθέτει ταυτόχρονα χαρακτηριστικά μιας εν εξελίξει και ασύμμετρα πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, τα λιμάνια της θαλπωρής που γνωρίσαμε στη μορφή προηγμένων πολυμερών συνεργασιών και περιφερειακών ενοποιήσεων είναι ταυτόχρονα απαραίτητα αλλά και δυνάμει παραπλανητικά. Μόνο τα προτεκτοράτα έχουν μια κάποια «εγγύηση» από τις δυνάμεις που τα ορίζουν. Τα ανεξάρτητα κράτη βελτιώνουν τις πιθανότητές τους. Και, ευτυχώς, αυτό επιχειρούμε να πράξουμε τα τελευταία χρόνια.
Εθνική αυτοπεποίθηση, αύξηση των αποτρεπτικών δυνατοτήτων της χώρας με κάθε τρόπο και κάθε εταίρο, ενίσχυση της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής, ισχυροποίηση της αντίληψης περί δημοσίου συμφέροντος, εγρήγορση και χάραξη στρατηγικής πέρα από τη Σκύλλα του αδιάφορου ή ναρκισσιστικού εφησυχασμού και τη Χάρυβδη των επικίνδυνων δημαγωγών του σπασμωδικού εθνικισμού.
Μόνον έτσι θα επιβιώνει χωρίς απώλειες και θα ευημερεί η Ελλάδα σε μια δύσκολη γειτονιά που θα μετασχηματίζεται μέσα σε ένα πολυκεντρικό κόσμο προς ένα απρόβλεπτο μέλλον. Άλλωστε, για να παραφράσουμε (αρκετά) τον Αυγουστίνο, το παρόν δεν είναι παρά μια στιγμή ανάμεσα σε ένα παρελθόν που υπάρχει ως ανάμνηση και δεδομένα και σε ένα μέλλον που ενώ παραμένει τελικώς απρόβλεπτο, εμείς οφείλουμε να το σχεδιάζουμε.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy στη Μασαχουσέτη.