Απ’ όλες τις μορφές σωματικής βίας που καθημερινά στιγματίζουν τη δημόσια σφαίρα, η νεανική είναι η πιο αποτρόπαια – τόσο ως απτό συμβάν, όσο και ως αναφορά στη σκοτεινή πλευρά του κοινωνικού μας βίου: περιστατικά ωμής νεανικής βίας μας υπενθυμίζουν την ύπαρξη ενός κόσμου δίπλα μας «όπου το φως της λογικής έχει σβήσει», ο οποίος λειτουργεί πάνω σε μοτίβα που κατά παρασάγγας απέχουν από τα ηθικά πρότυπα που θεωρητικά (θα έπρεπε να) διατρέχουν τα δύο βασικά περιβάλλοντα της πρώιμης κοινωνικοποίησης: την οικογένεια και το σχολείο.
Αυτός ο σκοτεινός κόσμος που παραπέμπει συμβολικά σε μία κατάσταση μιαρής βαρβαρότητας, όχι μόνον διασαλεύει την ιδέα της κανονικότητας και της κοινωνικής ηθικής τάξης πραγμάτων που θέλουμε να πιστεύουμε ότι ισχύει καθολικά, αλλά κλονίζει την πίστη μας στην ηθική διαχρονικότητα της κοινωνίας μας: την ικανότητά της να διατηρεί έναν μηχανισμό ελέγχου και ρύθμισης της συμπεριφοράς των μελών της, ιδιαίτερα της νέας γενιάς πάνω στην οποία η κοινωνία επενδύει το μέλλον της, μηχανισμό που θεωρητικά θα έπρεπε να γίνεται όλο και πιο ανθρώπινος και εκλεπτυσμένος. Με άλλα λόγια, κλονίζεται η πεποίθηση ότι μέσω του κράτους δικαίου και της επικράτησης των ατομικών δικαιωμάτων έναντι της αυταρχικότητας δημιουργήσαμε έναν κόσμο-προϊόν μιας διαδικασίας «εκπολιτισμού», λιγότερο βίαιο από προηγούμενες ιστορικές περιόδους.
Πού βρισκόμαστε λοιπόν; Σε περιβάλλον γενικευμένης ηθικής κατάπτωσης; Σε περιβάλλον γενικευμένης νεανικής ανομίας; Όχι ακριβώς – αν και πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τρία επιβαρυντικά φαινόμενα-διαδικασίες του πιο πρόσφατου παρελθόντος:
Πρώτον, τις μακροχρόνιες επιπτώσεις τόσο του «αυτοπεριορισμού» των γονέων και των διδασκάλων ως φορέων κανόνων πειθαρχίας, όσο και της θεσμοθετημένης «ιεροποίησης» του μαθητή/τριας που συνδυαστικά δημιούργησαν μία ηθική ασάφεια στο σχολείο - καθημερινά, διατυπώνονται παράπονα από εκπαιδευτικούς για περιπτώσεις όπου γονείς στηρίζουν «ηθικά» την παραβατική συμπεριφορά του παιδιού τους στο σχολείο, επιπλήττοντας τους εκπαιδευτικούς που το παρατήρησαν για κάτι ή το τιμώρησαν.
Δεύτερον, τις επιπτώσεις της «εξέγερσης» τον Δεκέμβριο του 2008, και πιο συγκεκριμένα την στροφή ενός κομματιού της νεολαίας προς τον νιχιλισμό, μιας μη ηθικής αντίληψης του κόσμου και της ζωής, που κείται εκτός κοινωνίας και συλλογικού βίου. Και τρίτον, και ίσως ιδιαίτερα σημαντικό, την ρευστοποίηση των εσωτερικών ηθικών φραγμών που φαίνεται να ενθαρρύνει η εξοικείωση με πράξεις σεξουαλικής βίας από το διαδίκτυο. Η εξοικείωση με τέτοιες σκηνές σεξουαλικής ακρότητας οδηγεί τον νεαρό άνθρωπο να θεωρεί «όχι κάτι απολύτως κακό» ή «κάτι σαν πλάκα» οτιδήποτε η σκηνή εκθέτει.
Αυτό το περιβάλλον γενικευμένης ανοχής μήπως πρέπει να διορθωθεί μέσω της πειθαρχίας; Προφανώς η πειθάρχηση πάντοτε διατηρεί την αξία της ως «εκπαίδευση στον αυτοπεριορισμό» και ως εκ τούτου θα πρέπει να αποτελεί πάντοτε κομμάτι του κανόνα. Όμως, θα ήταν λάθος, ειδικά για τα σχολεία, να επικεντρωθούν στο θεσμικό πλαίσιο των απαγορεύσεων και των ποινών και να αναζητήσουν τη λύση στην αυστηροποίηση τους. Για δύο λόγους: Πρώτον, οποιαδήποτε προσπάθεια αυστηροποίησης θα δημιουργούσε έντονες αντιδράσεις τόσο από γονείς όσο και από μαθητές, αντιδράσεις που τελικά θα αδρανοποιούσαν την εφαρμογή της. Δεύτερον, το θεσμικό πλαίσιο σήμερα δεν είναι πιο χαλαρό από ό,τι ήταν πριν δέκα ή δεκαπέντε χρόνια που τέτοια φαινόμενα δεν υπήρχαν ή ήταν ελάχιστα.
Τότε τι φταίει; Και πώς διορθώνεται η βίαιη και ανομική συμπεριφορά; Όσον αφορά το οικογενειακό περιβάλλον, προφανώς η ουσιαστική επικοινωνία των γονέων με τα παιδιά τους αλλά και οι ξεκάθαροι κανόνες ηθικής τάξης των πραγμάτων είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Όσο για το σχολείο, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην συγκρότηση και την συμπεριφορά του καλού πολίτη μέσα από μαθήματα κοινωνικής και πολιτικής αγωγής και πρακτικά μαθήματα αλληλοϋποστήριξης και πνεύματος ομάδας. Η εφαρμογή τέτοιων προγραμμάτων θα εξάλειφε την βία; Προφανώς όχι, αλλά θα δίδασκε στους μαθητές τη διαφορά μεταξύ καλού και κακού πολύ πιο ουσιαστικά και πολύ πιο κάθετα απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα.
* Το άρθρο συνυπογράφουν ο Μανούσος Μαραγκουδάκης, Καθηγητής Συγκριτικής Κοινωνιολογίας του Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και ο Κώστας Θεριανός, εκπαιδευτικός, Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Κοινωνικών Επιστημών και διδάκτωρ Επιστημών της Αγωγής.
Αμφότεροι συμμετέχουν στην ομάδα εκπόνησης των νέων Προγραμμάτων Σπουδών της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.