Η συζήτηση είχε αναπόφευκτα ένταση. Ίσως και την αναμενόμενη τοξικότητα. Ωστόσο ήταν μια κοινοβουλευτική αντιπαράθεση, η οποία ούτε εκτός ορίων (ξ)έφυγε ούτε χαμηλού επιπέδου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ανάμεσα -βασικά- στις δύο δεσπόζουσες προσωπικότητες της δημόσιας ζωής της χώρας, η μια εκ των οποίων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, παρά την ελλειμματική από πολλές πλευρές παιδεία της, ως μια εκ των πλέον ταλαντούχων που ανέδειξε ο ελληνικός πολιτικός κόσμος εδώ και πολλές δεκαετίες, η δε άλλη, συνδυάζοντας συγκρότηση, ωριμότητα και εποπτεία επί των θεμάτων, συγκροτεί μια από τις πιο στιβαρές κοινοβουλευτικές παρουσίες της «ύστερης Μεταπολίτευσης».*
Επισήμανση δεύτερη
Η αναμέτρηση προφανώς και δεν διεξήχθη στο «γήπεδο» του ηγέτη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ο οποίος ή όφειλε να αναγνωρίσει τουλάχιστον τη γνώση του για το πολιτικά απαράδεκτο γεγονός της παρακολούθησης πολιτικού αντιπάλου, διεκδικητή μάλιστα της ηγεσίας αντιπολιτευτικού πολιτικού κόμματος. Με το ενδεχόμενο της γνώσης και έγκρισης να καθίσταται ακόμη πιο ευλογοφανές από το γεγονός της παύσης της παρακολούθησης, ευθύς ως ολοκληρώθηκε η διαδικασία της εσωκομματικής εκλογής, οπότε δεν ετίθετο πλέον θέμα δυνατότητας επίδρασης επ’ αυτής… (Και με την κοινή λογική να οδηγεί στο συμπέρασμα πως είναι απίθανο την ευθύνη για μια τέτοια πολιτική κρίση –την παύση της παρακολούθησης- να την ανέλαβε μόνος του ο τότε διοικητής της ΕΥΠ…).
Ή όφειλε να αποδεχθεί ανεπάρκεια/αδυναμία του ως προς την ουσιαστική εποπτεία επί υπηρεσίας νευραλγικής σημασίας τόσο για τη λειτουργία της δημοκρατίας όσο και για την εθνική ασφάλεια, η οποία όμως θεσμικά -μάλιστα με επιλογή του- υπαγόταν υπό τον άμεσο και προσωπικό έλεγχό του...
Και χωρίς να μπορεί φυσικά να εξηγήσει πειστικά, ούτε την κατάργηση του δικαιώματος των παρακολουθούμενων για εκ των υστέρων ενημέρωσή τους. Ούτε την επιμονή του να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο, προκειμένου να διοριστεί στην ΕΥΠ το συγκεκριμένο πρόσωπο, που δεν διέθετε ούτε καν τα τυπικά προσόντα για τη συγκεκριμένη θέση.
Επισήμανση τρίτη
Ως ανεμένετο και οι δύο –βασικοί- μονομάχοι αναφέρθηκαν και σε θέματα άσχετα προς το συζητούμενο θέμα: Ευλόγως επιβλαβή για την κυβέρνηση ο Τσίπρας (πχ τις αυξήσεις και τον πολλαπλασιασμό διευθυντικών θέσεων στη ΔΕΗ), ευλόγως θετικά γι’ αυτήν ο Μητσοτάκης (πχ την εντυπωσιακή βελτίωση της αποτελεσματικότητας της αντιπυρικής πολιτικής…) ή, επίσης, δυσμενή για την νυν αντιπολίτευση (μετατροπή της δωροδοκίας από κακούργημα σε αντιπολίτευση).
Επισήμανση τέταρτη
Την επομένη του θανάτου του Ελευθερίου Βενιζέλου ο Γεώργιος Βλάχος έγραψε γι’ αυτόν ένα συγκλονιστικό άρθρο, όπου τόνιζε πως ο μεγάλος πολιτικός ήταν επί χρόνια πάντα και πανταχού παρών και «παρών εν τη απουσία του». Αυτό το τελευταίο θα μπορούσε να λεχθεί και για τη συγκεκριμένη συζήτηση στη Βουλή, σε σχέση με έναν πολιτικό -ευτυχώς ολοζώντανο και πάντα παρεμβατικό- φέροντα το ίδιο επίθετο με τον Κρητικό ηγέτη…
Επισήμανση πέμπτη
Ο Μητσοτάκης, τουλάχιστον, αναφέρθηκε σε ύπαρξη «εθνικών λόγων» σχετιζόμενων (υποτίθεται) με την παρακολούθηση Ανδρουλάκη, έστω και αν ευλόγως δεν θα μπορούσε να αναφέρει και να εξειδικεύσει ποιοι ήταν οι λόγοι αυτοί.
Ο Τσίπρας ούτε καν επικαλέστηκε ούτε θα μπορούσε να επικαλεσθεί -έστω και «γενικώς»- εθνικούς λόγους, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρακολούθηση ακόμη και ιδιωτικής/προσωπικής φύσεως μηνυμάτων του τότε 1ου αντιπροέδρου του ΣτΕ και σημερινού Γενικού Εισαγγελέως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Παρακολούθηση η οποία γινόταν τις ημέρες που από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο κρινόταν η νομιμότης του «νόμου Παππά», δια του οποίου πολλοί πίστευαν πως επιδιωκόταν ο έλεγχος και η ποδηγέτηση από την τότε κυβέρνηση του τηλεοπτικού πεδίου.
Εκτός και αν θεωρείτο πως ο έλεγχος αυτός επιβαλλόταν εκ λόγων εθνικής ασφαλείας. (Και εν προκειμένω πιστεύω πως το πιο δυνατό σημείο της πρωτολογίας του σημερινού πρωθυπουργού ήταν η αυτοκριτική που έκανε, λέγοντας πως δεν οδηγεί σε ακύρωση του δικού του(ς) αμαρτήματος η χειρότερη πολιτεία των προκατόχων του(ς). Ενώ βέβαια, υπαινικτικά ασφαλώς, έστρεφε κατά του Τσίπρα το ρωμαϊκό νομικό ρητό «ουδείς εισακούεται επικαλούμενος την εαυτού αισχρότητα»…).
Συμπέρασμα: Οι εντυπώσεις –σε γενικές γραμμές εις βάρος της κυβέρνησης- είχαν κριθεί κατά τις προηγούμενες ημέρες. Η συζήτηση της 26ης Αυγούστου εντασσόταν περισσότερο στη λογική –χωρίς να σημαίνει πως είχε απολύτως μηδενική επιρροή επί των εντυπώσεων, μάλλον είχε κάποια υπέρ της κυβέρνησης- πως η Δημοκρατία είναι πολίτευμα. Αλλά είναι και θέαμα με φαντασμαγορία…
*Η ποιότητα της συζήτησης δεν αναιρεί την ενόχληση εκ των γλωσσικών ατοπημάτων των «μονομάχων». Το ελαφρυντικό «εν τη ρύμη του λόγου» είναι ελάχιστα πειστικό για άνθρωπο που έχει μελετήσει τις κοινοβουλευτικές αγορεύσεις του Ελευθέριου Βενιζέλου, του Δημητρίου Γούναρη, του Παναγή Τσαλδάρη, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του Γεωργίου Παπανδρέου, του Ήλία Ηλιού, του Σπυρίδωνα Θεοτόκη, του Λεωνίδα Κύρκου κοκ, οι οποίοι ούτε «εν τη ρύμη του λόγου» ανοσιουργούσαν επί της ελληνικής γλώσσας …
* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του. Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ 'ΕΞΙ'. Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη