1. Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε πρωτοδίκως, για δύο από τις τέσσερις εις βάρος του κατηγορίες. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα που αναγνωρίστηκε στην έφεσή του, και βάσει του οποίου αφέθηκε ελεύθερος, με περιοριστικούς όρους, μέχρι τη διεξαγωγή της δευτεροβάθμιας δίκης, δεν έχει επιρροή επ' αυτού: παραμένει καταδικασμένος.
Οι αναφορές του συνηγόρου του ότι «κατά την κρίση των τακτικών δικαστών είναι αθώος» και ότι «αποδεικνύεται ότι είναι αθώος και είχαμε δίκιο όταν λέγαμε πως είναι κατασκευασμένη η υπόθεση» όχι μόνο δεν είναι ευσταθούν, αλλά είναι και πειθαρχικά κολάσιμες: ούτε «χωρισμός» των δικαστών σε τακτικούς και μη, και συνακόλουθα της εγκυρότητας της απόφανσής τους, επιτρέπεται, ούτε, πολλώ μάλλον, αλλοίωση της ετυμηγορίας του δικαστηρίου.
2. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης κρίθηκε με βάση το άρθρο 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σύμφωνα με αυτό, αν η ποινή που επιβλήθηκε είναι έως τρία έτη, η έφεση έχει αυτομάτως ανασταλτικό αποτέλεσμα (παρ. 2), ενώ για ποινή πάνω από τρία έτη αποφασίζει αιτιολογημένα το δικαστήριο (παρ. 3 και 4).
Ο κανόνας είναι ότι χορηγείται καταρχήν αναστολή (παρ. 3 και 8), για δε μη χορήγηση αναστολής τίθενται (παρ. 8) τα ακόλουθα κριτήρια: οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν, ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για φυγή ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος φυγής και κάποια από αυτά τα στοιχεία ή ο συνδυασμός τους οδηγούν το δικαστήριο να κρίνει ότι προκύπτει σκοπός φυγής του κατηγορουμένου ή είναι πιθανό, με βάση τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης του», να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Με βάση αυτές τις διατάξεις χορηγήθηκε η αναστολή μετά το καταδικαστικό αποτέλεσμα, όχι αυτομάτως (μόνη περίπτωση που χορηγείται «αυτόματη» αναστολή είναι αν το δικαστήριο κρίνει ότι η άμεση έκτιση, ή συνέχιση έκτισης, της ποινής θα προκαλέσει υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη στον κατηγορούμενο), αλλά κατά την κρίση του δικαστηρίου.
3. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019), ψηφίστηκε μεν και αυτός από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν από τις εκλογές, δεν ταυτίζεται όμως με τον λεγόμενο «νόμο Παρασκευόπουλου» (ν. 4322/2015, που ψηφίστηκε τον Απρίλιο του 2015, είχε στόχο την αποσυμφόρηση των φυλακών και ίσχυσε μέχρι τον Αύγουστο του 2019).
Ο ν. 4620 μετέβαλλε το άρθρο 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης, αλλά σε ελάσσονα στοιχεία (δυνατότητα υποβολής αίτησης αναστολής με συνημμένο αντίγραφο της πρωτοβάθμιας απόφασης, διορθώσεις σε αναφορές σε άρθρα του Κώδικα λόγω των αλλαγών που επήλθαν), που δεν επηρεάζουν την ουσία του τρόπου, και των κριτηρίων, με βάση τα οποία χορηγείται η ανατολή. Συνεπώς οι επελθούσες νομοθετικές αλλαγές δεν ήταν σε θέση να επηρεάσουν την κρίση των δικαστών για την αναστολή στη συζητούμενη υπόθεση.
4. Από πουθενά δεν προκύπτει, και πάντως όχι από την καταδικαστική απόφαση και από την απόφαση αναστολής, ότι ασκήθηκε η παραμικρή πίεση είτε από την κυβέρνηση είτε από κάποιον άλλο θεσμικό ή πολιτικό παράγοντα για να επέλθει συγκεκριμένο αποτέλεσμα στη συζητούμενη υπόθεση.
Οι αναφορές του εκπροσώπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης για «προσπάθεια συγκάλυψης» των ευθυνών του κατηγορουμένου και για «ντροπή» είναι εντελώς αστήρικτες και συγχρόνως θεσμικά βλαπτικές, αφού επιχειρούν να δώσουν μια «πολιτική διάσταση» -δήθεν ο κατηγορούμενος «χρεώνεται» και «προστατεύεται» από την κυβέρνηση, μόνο και μόνο επειδή από αυτήν διορίστηκε σε δημόσια θέση- σε μια αμιγώς ποινική υπόθεση και κρίση.
5. Οι ποινικές υποθέσεις κρίνονται από τα αρμόδια δικαστήρια και όχι από την κοινή γνώμη. Το ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, ο κατηγορούμενος είναι γνωστό πρόσωπο, καθώς και το ότι οι πράξεις που του αποδίδονται έχουν ισχυρή κοινωνική απαξία, δεν σημαίνει ούτε ότι είναι εκ προοιμίου ένοχος, ούτε ότι του οφείλεται αυστηρότερη, ή επιεικέστερη, μεταχείριση.
Η καταδίκη είναι καταδίκη, έστω και με ισχυρή μειοψηφία –που και αυτή κάτι δείχνει: κατ' ελάχιστον ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα στα μάτια των δικαστών-, όπως και η αθώωση, για δυο από τις κατηγορίες. Η δε αναστολή κινείται εντός του πλαισίου του νόμου και οφείλει, και αυτή, να μην επηρεάζεται ούτε από το πρόσωπο του κατηγορουμένου, ούτε από άλλες σχετικές αποφάνσεις δικαστηρίων σε άλλες υποθέσεις, ούτε από το αν ο κατηγορούμενος προφυλακίστηκε ή όχι αναμένοντας την πρωτοβάθμια ετυμηγορία.
Δικαιοσύνη θα πει ανθρώπινη κρίση, με βάση νομικά κριτήρια, με σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, με δυνατότητα επανάκρισης, όποτε επιτρέπεται, αλλά και με μη διαστρέβλωση του αποτελέσματος και μη χρήση για πολιτικούς, η ακόμα χειρότερα, μικροκομματικούς σκοπούς.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής