Την Παρασκευή, 14 τρέχοντος, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη παραχώρησε συνέντευξη στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ σχετικά με το θέμα της ασφάλειας στα ελληνικά πανεπιστήμια. Όταν ρωτήθηκε για την κατάληψη στο Οικονομικό Παν/μιο Αθηνών, η οποία ακολούθησε το επεισόδιο με τον ξυλοδαρμό διδάσκοντα, ο κ. Θεοδωρικάκος απάντησε:
«Η εικόνα που μας έχει δώσει ο πρύτανης είναι ότι η κατάληψη είναι αποτέλεσμα απόφασης του φοιτητικού συλλόγου. Εμείς, όπως αντιλαμβάνεστε δεν έχουμε καμία δικαιοδοσία να υποτιμήσουμε και να μην σεβαστούμε τις αποφάσεις των φοιτητικών συλλόγων. Είναι φοιτητές, έχουν τις διαδικασίες τους και αυτές είναι σεβαστές... Γι' αυτό σας λέω ξεκάθαρα ότι δεν θα παρανομήσουμε εμείς ποτέ».
Στην ενδεχόμενη απορία περί του ποιος μπορεί να παρανομεί στην προκειμένη περίπτωση, την απάντηση δίνει το Άρθρο 334 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα:
«Όποιος εισέρχεται παράνομα σε κατάστημα ή χώρο, δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς, παρά τη θέληση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, της οποίας τη θέληση του δηλώνει ο νόμιμος-εκπρόσωπος ή ο υπάλληλος της και προκαλεί έτσι διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών».
Ο νόμος είναι σαφής και ο υπουργός, κατά τεκμήριο, τον γνωρίζει. Όπως οφείλει να γνωρίζει τι σημαίνουν κατά κανόνα οι αποφάσεις φοιτητικών συλλόγων στα ελληνικά ΑΕΙ: Λαμβάνονται από συνελεύσεις με συμμετοχή που υπολείπεται δραματικά του συνόλου των φοιτητών, συνελεύσεις που μπορεί να παραταθούν όσο χρειάζεται προκειμένου οι ενδιαφερόμενες παρατάξεις να εξασφαλίσουν την όποια πλειοψηφία – ερήμην της συντριπτικής πλειονότητας των συναδέλφων τους.
Αλλά ακόμα και αν δεχτούμε ότι οι αποφάσεις των φοιτητικών συλλόγων στα ελληνικά ΑΕΙ πρέπει να λαμβάνονται με ανάταση των χεριών έπειτα από εξαντλητικές διαδικασίες «μες σε καπνούς και σε βρισιές», που θα 'λεγε κι ο ποιητής, είναι τουλάχιστον οξύμωρο ο υπουργός να δέχεται πως η όποια διαδικαστικά άψογη λήψη απόφασης μπορεί να αίρει τον άδικο χαρακτήρα μιας αξιόποινης πράξης όπως η κατάληψη.
Η στάση αυτή γεννά ερωτήματα για την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να εμείνει στον δρόμο που χάραξε αμέσως μετά την εκλογή της, το καλοκαίρι του 2019, όταν με ένα νόμο και ένα άρθρο κατάργησε το παν/κό άσυλο.
Έκτοτε, ήταν αναμενόμενο ότι η όποια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν η βία και η ανομία στο ελληνικό πανεπιστήμιο θα εξελισσόταν σε bras de fer για γερά νεύρα.
Υπάρχουν δύο όρια, τα οποία δεν έχουν υπερβεί οι «εμπροσθοφυλακές» της ανομίας στα ελληνικά ΑΕΙ: (α) ολοσχερής καταστροφή εγκαταστάσεων (π.χ. εμπρησμός κτιρίου), και (β) βαριές σωματικές βλάβες ή ανθρωποκτονία. Προς το παρόν, περιορίζονται σε διαρρήξεις/καταλήψεις και απειλές.
Μένει κανείς με την αίσθηση ότι «αρμόδιοι» και κοινωνία περιμένουμε να συμβεί «το μοιραίο», όπως τα (α) ή (β), για να δούμε να λαμβάνονται δραστικά μέτρα. Και τέτοιο μέτρο, ας μη γελιόμαστε, είναι η αστυνόμευση με διάρκεια – όση απαιτηθεί για να εμπεδωθεί η πεποίθηση ότι το πανεπιστήμιο δεν είναι ξέφραγο αμπέλι· διάρκεια, διότι την επομένη μιας αστυνομικής επέμβασης οι ταραξίες επιστρέφουν ανενόχλητοι· αστυνόμευση σοβαρή από ειδικά εκπαιδευμένο και έμπειρο σώμα, τα μέλη του οποίου δεν θα κινδυνεύσουν να καταστούν σάκος του μποξ.
Ωστόσο, η κυβέρνηση φαίνεται να εκτιμά πως η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν είναι ώριμη για κάτι τέτοιο. Έτσι, εξακολουθεί να ταλαντεύεται μεταξύ επίδειξης αποφασιστικότητας και κατευνασμού.
Πιθανότατα, αν δεν συμβεί κάτι μοιραίο, έτσι θα πορευτούμε τουλάχιστον μέχρι τις μεθεπόμενες εκλογές.
Αλλά για να επανέλθουμε στις δηλώσεις του κ. Θεοδωρικάκου περί σεβασμού των αποφάσεων (έστω και παράνομων) συλλογικών οργάνων (που σήμερα καταλαμβάνουν πανεπιστήμια, αύριο κλείνουν εθνικές οδούς ή λιμάνια): Μήπως επιθυμεί να τα έχει καλά με όλους;
Εδώ έγκειται ένα παράδοξο της πολιτικής μας ζωής. Οι κυβερνήσεις ΔΕΝ εκλέγονται από όλους, αλλά με την επομένη των εκλογών διακηρύσσουν πως είναι κυβερνήσεις ΟΛΩΝ των Ελλήνων. Εν συνεχεία, συμπεριφέρονται σαν να φοβούνται να χάσουν τις ψήφους ΚΑΙ εκείνων που ΔΕΝ τις ψήφισαν. Αυτό, αν το καλοσκεφτείς, είναι συνταγή ακινησίας, διότι δεν υπάρχουν μέτρα στα οποία ΟΛΟΙ να συμφωνούν.
* Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής στη Νομική του Α.Π.Θ.