Η υπόθεση των «αντιεμβολιαστών» που δε στέλνουν τα παιδιά τους σχολείο, και η απαίτηση των υπολοίπων για «παρέμβαση του κράτους», έφερε ξανά στην επικαιρότητα ένα παλιό ερώτημα: το «ποιανού είναι τα παιδιά;». Στην πραγματικότητα το ερώτημα αυτό είναι τόσο παλιό όσο παλιός είναι ο ελληνικός πολιτισμός: Για την αρχαία Σπάρτη η απάντηση ήταν αυτονόητη: «τα παιδιά είναι περιουσία του κράτους». Σε αρκετά νεαρή ηλικία αυτά αφαιρούνταν από τους γονείς τους προκειμένου να δεχτούν μια αυστηρή και ομοιόμορφη εκπαίδευση, που θα δημιουργούσε τους πολίτες της Σπαρτιατικής κοινωνίας.
Το ίδιο εκπαιδευτικό μοντέλο, όπου οι μαθητές είναι πρωτίστως «παιδιά του κράτους», επιχείρησε να αναπαραγάγει και η Σοβιετική Ένωση. Στην αρχαία Αθήνα αντίθετα (όπως και στις σύγχρονες Η.Π.Α.), «τα παιδιά ήταν πρωτίστως περιουσία των γονιών τους», οι οποίοι και ήταν υπεύθυνοι για την εκπαίδευσή τους. Για τους πιο εύπορους, δεν ήταν σπάνιο να προσλαμβάνουν ιδιώτες δασκάλους που αναλάμβαναν την κατ’ ιδίαν εκπαίδευση των παιδιών τους, πρακτική που εξαπλώθηκε σε κάθε γωνιά του αρχαιοελληνικού κόσμου (όλοι γνωρίζουν π.χ. ότι ο Μεγ. Αλέξανδρος είχε για προσωπικό δάσκαλο τον Αριστοτέλη). Έτσι το home schooling (ή «κατ’ οίκον εκπαίδευση» ελληνιστί) τελεί υπό συζήτηση ως διαχρονική φιλελεύθερη πρόταση εδώ και αιώνες.
Στην πραγματικότητα το «αθηναϊκό» μοντέλο παρέμεινε κυρίαρχο στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, μέχρι και τις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης. Βασικό μειονέκτημα το γεγονός ότι λίγοι μόνο πολίτες είχαν τα οικονομικά μέσα για να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους – η υποχρεωτική εκπαίδευση δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί! Ήταν ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας μαζί με τις απαιτήσεις της εκβιομηχάνισης (της ανάγκης καθολικά και ομοιόμορφα εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού), που έθεσαν τις βάσεις του σημερινού (αλλά ήδη παρωχημένου) μοντέλου σχολικής εκπαίδευσης. Το ερώτημα λοιπόν παραμένει: έχουμε δικαίωμα ως γονείς να μορφώσουμε και να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας όπως εμείς νομίζουμε ή δικαιούται το κράτος να ορίζει εκείνο το περιεχόμενο και τον τρόπο της εκπαίδευσής τους;
Οι τηλεοπτικοί «αντιεμβολιαστές» περήφανα επιλέγουν το πρώτο, υπό τον φόβο της βλάβης που μπορεί να πάθουν τα παιδιά τους από τη χρήση μάσκας, τη διενέργεια rapid tests, τον συγχρωτισμό με εμβολιασμένα παιδιά και άλλα τερατώδη. Και είναι αυτή ακριβώς η τερατολογία και η ανοησία των γονέων που τροφοδοτεί την αντίθετη άποψη αυτών που τάσσονται υπέρ της υποχρεωτικής κρατικής εκπαίδευσης «για το καλό των παιδιών», θέλουν δε θέλουν οι γονείς τους!
Είναι όμως τα πράγματα τόσο απλά; Ας δούμε λίγο προσεκτικότερα κάποιες περιπτώσεις. Έστω ένα ζευγάρι γονέων ακραίας ανοησίας. Η κοινωνία φοβάται πως, αν τους δοθεί η δυνατότητα να επιλέξουν αυτοί τον τόπο και τον τρόπο εκπαίδευσης των παιδιών τους, οι επιλογές τους θα είναι μάλλον άστοχες και ίσως καταστροφικές. Είναι όμως η κακή εκπαίδευση ο κύριος τρόπος με τον οποίο ένας χαζός γονιός μπορεί να βλάψει το παιδί του; Αναμφισβήτητα όχι. Πρώτες και κύριες είναι οι επιλογές υγείας που θα κάνει γι’ αυτό. Αν το παιδί δεν τρέφεται σωστά με αποτέλεσμα να γίνεται παχύσαρκο, αν δεν κάνει εμβόλια, αν δεν εφαρμόζει σωστή υγιεινή, αν δεν πραγματοποιεί κατάλληλες εξετάσεις όταν αρρωσταίνει, οι πιθανότητες βλάβης είναι πολύ μεγαλύτερες και πολύ σοβαρότερες από την ενδεχόμενη βλάβη από κακή επιλογή δασκάλου.
Επίσης, αν ο γονιός καπνίζει μέσα στο σπίτι, αν οδηγεί σαν τρελός, αν δεν δένει με ζώνη ασφαλείας, βρίζει και χτυπάει το παιδί του, τότε ασφαλώς η κακή επιλογή δασκάλου είναι το τελευταίο που θα πρέπει να απασχολεί την κοινωνία – προέχει καταρχήν η ίδια η επιβίωση του παιδιού και μόνο δευτερευόντως η καλή του εκπαίδευση!
Ας δούμε τώρα την απέναντι πλευρά του φάσματος. Τι γίνεται με τον εξαιρετικό γονέα; Με αυτόν που θεωρεί πως θα μπορούσε να προσφέρει ακόμα καλύτερη παιδεία στο παιδί του σε σχέση με την ισοπεδωτική, απαρχαιωμένη και εστιασμένη στον μέσο όρο κρατική εκπαίδευση; Τι γίνεται με αυτόν που έχει ένα προικισμένο παιδί, για το οποίο ο ίδιος θα μπορούσε να κάνει πολύ καλύτερες και – κυρίως – πολύ πιο εξατομικευμένες επιλογές εκπαίδευσης για το παιδί του, απ’ ότι θα μπορούσε ποτέ να κάνει ένα κεντρικά ελεγχόμενο και απρόσωπο εκπαιδευτικό σύστημα;
Ποιος τελικά είναι περισσότερο κατάλληλος να κρίνει τον χαρακτήρα και την κατεύθυνση που θέλει να έχει η εκπαίδευση κάθε παιδιού: ο γονιός του ή το κράτος; Μπορεί κάποιος να προβλέψει με ασφάλεια αν για τον επιτυχημένο ενήλικο του μέλλοντος είναι περισσότερο απαραίτητη η Α ή η Β δεξιότητα, η Γ ή η Δ γνώση; Ποιος δικαιούται να ρισκάρει στο όνομα των παιδιών μας μια τόσο επισφαλή πρόβλεψη;
Επιχειρήματα υπάρχουν βεβαίως και εναντίον της κατ’ οίκον εκπαίδευσης. Τα κυριότερα αφορούν στη λεγόμενη κοινωνικοποίηση των παιδιών. Σύμφωνα με τους υπερασπιστές της σχολικής εκπαίδευσης (στους οποίους παρεμπιπτόντως ανήκω κι εγώ) η διαδικασία της μάθησης δεν αφορά αποκλειστικά στην απόκτηση γνώσεων αλλά σε πολύ περισσότερα. Το παιχνίδι στο προαύλιο, η συναναστροφή με άλλα παιδιά, η εκμάθηση επίλυσης διαφορών και η ανάγκη συνεννόησης με άτομα διαφορετικού υπόβαθρου και διαφορετικού χαρακτήρα αποτελούν όλα σημαντικά στοιχεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ωστόσο πως κάθε περίπτωση είναι διαφορετική: τα παιδιά ενός χωριού για παράδειγμα, ακόμα κι αν το καθένα εκπαιδεύονταν με τον δικό του δάσκαλο στο σπίτι, θα εξακολουθούσαν να έχουν ευκαιρίες κοινωνικοποίησης παίζοντας όλα μαζί στην πλατεία του χωριού κάθε απόγευμα. Ομοίως, τα παιδιά στις πόλεις, εκτός του σχολείου έχουν πολλές άλλες ευκαιρίες κοινωνικοποίησης μέσω π.χ. της συμμετοχής τους σε αθλητικά σωματεία, χορωδίες ή άλλες οργανωμένες εξωσχολικές δραστηριότητες – συχνά μάλιστα με καλύτερους και ουσιαστικότερους όρους επιτήρησης από αυτούς του σχολείου (θυμίζω πρόσφατα περιστατικά bullying σε δημόσια σχολεία, με τους δασκάλους να είναι ουσιαστικά απόντες).
Ένα άλλο αντεπιχείρημα κατά της κατ’ οίκον εκπαίδευσης είναι το οικονομικό πρόβλημα: δεν μπορούν όλοι οι γονείς να πληρώνουν δάσκαλο για ιδιαίτερα. Το πρόβλημα ωστόσο θα λυνόταν εύκολα αν κάθε οικογένεια λάμβανε από το κράτος «κουπόνια εκπαίδευσης» ανάλογου ύψους με το ποσό δημόσιας δαπάνης που αναλογεί σε κάθε μαθητή.
Θυμάμαι την ιστορία του ονείρου δύο γονέων για τον ιστιοπλοϊκό περίπλου της Γης. Όνειρο που τελικά πραγματοποίησαν μαζί με τα δύο παιδιά τους (το ένα από αυτά συμμαθητή της ελληνοαμερικανίδας ξαδέρφης μου). Οι υπόλοιποι γονείς του σχολείου είχαν τότε υποστηρίξει πως «…η απόφαση ήταν ανεύθυνη μια και η εκπαίδευση των παιδιών θα έμενε πίσω, εξαιτίας της ικανοποίησης του ονείρου των γονιών τους…». Αποδείχθηκε πως είχαν άδικο: το ταξίδι διήρκεσε συνολικά δύο χρόνια, τα παιδιά έκαναν καθημερινά μάθημα εν πλω με τη (δασκάλα) μαμά τους, κι όταν επέστρεψαν όχι μόνο δεν υστερούσαν αλλά ήταν πολύ πιο μπροστά από την υπόλοιπη τάξη! Επιπλέον, είχαν κερδίσει μοναδικές εμπειρίες ζωής που δύσκολα αποκτούνται στην τάξη, και τα μέλη της οικογένειας ήταν συναισθηματικά πιο δεμένα μεταξύ τους, όσο δεν ήταν ποτέ πριν.
Το ερώτημα λοιπόν επιστρέφει, με την προσθήκη μερικών ακόμη: «Σε ποιον ανήκουν τα παιδιά, στους γονείς ή στο κράτος; Ποιος δικαιούται να επιλέξει το περιεχόμενο της εκπαίδευσης που αυτά θα λάβουν; Και με ποιο τρόπο μπορεί ένα κράτος να εξασφαλίζει ισότιμη αλλά και κατά το δυνατόν συγκρίσιμη και ομοιόμορφη μόρφωση για τους αυριανούς του πολίτες; Κατά τη γνώμη μου οι απαντήσεις έχουν ως εξής: 1. Οι γονείς έχουν δικαίωμα να επιλέξουν το περιεχόμενο και τον τρόπο εκπαίδευσης των παιδιών τους 2.
Το κράτος οφείλει να θέτει στη διάθεση των γονιών – με τη μορφή κουπονιών εκπαίδευσης – τους οικονομικούς πόρους που έτσι κι αλλιώς θα δαπανούσε για την εκπαίδευσή τους 3. Η ομοιομορφία, υπό τη μορφή των ελάχιστων απαραίτητων προϋποθέσεων για προβιβασμό και αποφοίτηση, θα μπορούσε εύκολα να διασφαλιστεί με τη διενέργεια πανελλήνιων εξετάσεων για κάθε τάξη (μπορεί π.χ. να έχουν τη μορφή ηλεκτρονικών εξετάσεων για κάθε τάξη που θα διοργανώνονται περιοδικά εντός των σχολείων). Έτσι, και η πολιτεία θα διασφαλίζει πως ο κάθε μαθητής διαθέτει το ελάχιστο απαραίτητο επίπεδο γνώσεων για κάθε τάξη, και οι γονείς θα μπορούν να επιλέξουν με ελευθερία και ευελιξία το είδος εκείνο της εκπαίδευσης που οι ίδιοι κρίνουν ως αναγκαίο για την αυριανή ζωή των παιδιών τους. Ίσως λοιπόν ο παραλογισμός ορισμένων αντιεμβολιαστών εν προκειμένω, να ανοίξει τη συζήτηση για ένα θέμα που καθόλου παράλογο δεν είναι: το δικαίωμα στην κατ’ οίκον εκπαίδευση!
*Ο Γιώργος Καραβάνας είναι Μορ. Βιολόγος