Τα σύννεφα καπνού που έχουν σκεπάσει ολόκληρες περιοχές της χώρας μας είναι ιδιαίτερα βλαβερά για την υγεία των ατόμων με χρόνιες αναπνευστικές και καρδιολογικές παθήσεις, καθώς και των ηλικιωμένων, των μικρών παιδιών και των εγκύων.
Όπως ενημερώνουν οι ειδικοί της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, οι ασθενείς με άσθμα και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) επιδεινώνονται περισσότερο από την περιβαλλοντική επιβάρυνση εξαιτίας των πυρκαγιών καθώς η έκθεση τους σε καπνό και βλαβερά μικροσωματίδια αιθάλης (μαύρου άνθρακα) πυροδοτεί νέες κρίσεις και παροξύνσεις που απειλούν να στείλουν τους πάσχοντες στο νοσοκομείο, με κάθε εισαγωγή να «κλέβει» ένα ποσοστό από την αναπνευστική τους λειτουργία και η βλάβη να είναι μη αναστρέψιμη.
Η πρώτη οδηγία για τα άτομα υψηλού κινδύνου αφορά την αυστηρή τήρηση της φαρμακευτικής αγωγής και συστήνεται στους ασθενείς αν επιδεινωθούν τα συμπτώματά τους, να επικοινωνήσουν άμεσα με τον θεράποντα πνευμονολόγο τους με σκοπό να προσαρμοστεί η αγωγή στις ανάγκες τους, καθώς σε αυτές τις παθήσεις δίνεται και κατ΄ επίκληση αγωγή αν χρειαστεί.
Σε περιπτώσεις πυρκαγιάς και έντονης κάπνας, πρέπει όλοι να απομακρυνθούμε από την εστία της φωτιάς για να μην κινδυνέψουμε από εγκαύματα, εισπνοή τοξικών αναθυμιάσεων και ασφυξία. Αποφεύγουμε να μετακινήσουμε σε περιβάλλον με καπνό και αιθάλη τους ανθρώπους με σοβαρά υποκείμενα νοσήματα, τους ηλικιωμένους, τα παιδιά και τις εγκύους. Για την προστασία τους η καλύτερη δυνατή λύση είναι να παραμείνουν σε κλειστούς χώρους με κλειστά παράθυρα και πόρτες.
Η χρήση κλιματισμού ανακυκλώνει τον αέρα του δωματίου και ενθαρρύνεται σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας περιβάλλοντος, με την προϋπόθεση ότι το δωμάτιο είναι και μπορεί να παραμείνει προστατευμένο από τον εξωτερικό αέρα. Σε διαφορετική περίπτωση προτείνεται η δημιουργία ενός προστατευμένου και κλιματιζόμενου δωματίου εντός της οικίας, με τους ευπαθείς να παραμένουν στο δωμάτιο αυτό. Στο διάστημα της παραμονής των ευπαθών ανθρώπων στον προστατευμένο χώρο, πρέπει να αποφευχθούν οι δραστηριότητες που επιδεινώνουν περαιτέρω την ποιότητα του εσωτερικού αέρα, και κυρίως το κάπνισμα.
Επίσης αντεδείκνυται η χρήση κεριών για φωτισμό, μαγειρέματος σε ανοιχτή εστία, η χρήση προϊόντων αεροζόλ και η χρήση ηλεκτρικής σκούπας.
Τα συχνότερα συμπτώματα που σχετίζονται με βραχυχρόνια έκθεση σε καπνό, ανεξαρτήτως μηχανισμού, αφορούν το ανώτερο αναπνευστικό και εκδηλώνονται με ρινίτιδα (ρινική συμφόρηση, ρινική καταρροή) και αίσθημα ξηρότητας στο φάρυγγα. Μπορεί επίσης να εμφανισθεί βήχας που είναι ξηρός και ερεθιστικός, ενώ ανεξάρτητα από την ύπαρξη υποκείμενου νοσήματος μπορεί να εμφανισθεί και δύσπνοια. Συστηματικά συμπτώματα όπως ζάλη, ναυτία, καταβολή και κεφαλαλγία υποδηλώνουν πιθανή τοξικότητα από μονοξείδιο του άνθρακα που θα πρέπει να διερευνάται άμεσα και να ενημερώνεται ο θεράπων ιατρός.
Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να εμφανισθούν και σε υγιή άτομα, αλλά είναι σαφές ότι η συχνότητα και η ένταση είναι μεγαλύτερη σε άτομα με υποκείμενα νοσήματα, κυρίως του αναπνευστικού και του καρδιαγγειακού συστήματος.
Η τοξικότητα από την εισπνοή προϊόντων καύσης μπορεί να προκαλέσει θερμική ή χημική βλάβη του αναπνευστικού συστήματος. Η άμεση θερμική βλάβη προκαλείται από την εισπνοή θερμού ατμού κοντά στην εστία της φωτιάς και αφορά τους ανώτερους αεραγωγούς. Η χημική βλάβη, προκαλείται από την εισπνοή οργανικών μικροσωματιδίων διαφορετικής σύνθεσης και μεγέθους ή χημικών ερεθιστικών ουσιών και μπορεί να αφορά τόσο τους αεραγωγούς, όσο και το πνευμονικό παρέγχυμα.
Η κυριότερη, άμεση αιτία θανάτου σε περίπτωση φωτιάς είναι η ασφυξία που οφείλεται στην κατανάλωση του οξυγόνου κοντά στην εστία της φωτιάς σε συνδυασμό με την εισπνοή μεγάλης ποσότητας καπνού. Συχνά συνυπάρχει και κάποιου βαθμού χημική ασφυξία με συστηματικά συμπτώματα, από την αδυναμία χρήσης του οξυγόνου σε κυτταρικό επίπεδο. Η χημική ασφυξία οφείλεται σε εισπνοή προϊόντων ατελούς καύσης όπως το μονοξείδιο του άνθρακα ή το υδροκυάνιο από την καύση π.χ πλαστικών ή άλλων υλικών που περιέχουν άζωτο.
Σε μεγαλύτερη απόσταση από την εστία της φωτιάς, η εισπνοή μικροσωματιδίων και χημικών ερεθιστικών ουσιών μπορεί να προκαλέσει βλάβες σε σημαντικό αριθμό ατόμων που αφορούν τόσο το αναπνευστικό όσο και το καρδιαγγειακό σύστημα. Η βαρύτητα και η έκταση των βλαβών από την εισπνοή σωματιδίων ή/και τοξικών αερίων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως το μέγεθος και η διάμετρος των σωματιδίων, η διάρκεια της έκθεσης, η διαλυτότητα των τοξικών αερίων καθώς και η ύπαρξη υποκείμενου νοσήματος. Η τοξικότητα μπορεί να αφορά τον ανώτερο αεραγωγό, το τραχειοβρογχικό δένδρο καθώς και το πνευμονικό παρέγχυμα.
Όλοι οι άνθρωποι και ακόμα περισσότερο οι ευπαθείς πρέπει να αποφύγουν οποιαδήποτε σωματική καταπόνηση και κάθε μορφή άσκησης μέχρι να καθαρίσει η ατμόσφαιρα. Στις απαραίτητες μετακινήσεις έξω όσοι μετακινούνται πρέπει να φορούν μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας (FFP2 ή 3) με καλή εφαρμογή.
Οι «χειρουργικές» ή υφασμάτινες μάσκες δεν προστατεύουν από την εισπνοή καπνού, στάχτης και αιθάλης, με τα μικροσωματίδια με την μικρότερη διάμετρο (ΡΜ2,5) να διεισδύουν με την εισπνοή στο αναπνευστικό σύστημα και να εισχωρούν βαθιά στο κροσσωτό επιθήλιο των πνευμόνων, με συνέπεια τα τοξικά μικροσωματίδια να εγκλωβίζονται εκεί και να ασκούν την επιβλαβή τους δράση αθροιστικά. Για να μειωθεί η έκθεση στον καπνό και την αιθάλη οι μετακινήσεις σε περιοχές κοντά στην πυρκαγιά πρέπει να γίνονται σε ώρες χαμηλότερου θερμικού φορτίου προς το βράδυ. Ειδικά οι ασθενείς με χρόνια αναπνευστικά ή καρδιαγγειακά νοσήματα δεν θα πρέπει να μετακινούνται, ειδικά αν δεν είναι εφικτή η χρήση μάσκας υψηλής αναπνευστικής προστασίας.
Για να ελέγξουμε την ποιότητα της ατμόσφαιρας μετά από μια πυρκαγιά ή κοντά σε εστίες που ακόμα καίνε ή ακόμα καπνίζουν δεν αρκεί να εμπιστευτούμε ότι βλέπουμε ή μυρίζουμε. Είναι πιο συνετό να εμπιστευτούμε τις ειδικές μετρήσεις σε αληθινό χρόνο που μπορούμε να βρούμε στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και στη ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής πλατφόρμας μετρήσεων ποιότητας του αέρα, PurpleAir.