Η είδηση για την εξαιτίας των επανειλημμένων αναβολών, καθυστέρηση εκδικάσεως των υποθέσεων ενώπιον του ΣΤΕ και μάλιστα το γεγονός ότι μία υπόθεση αναβλήθηκε 48 φορές και άλλες αναβλήθηκαν 24 φορές, επαναφέρει στην επικαιρότητα το φλέγον πρόβλημα της καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης.
Πρόβλημα που σε πολλές περιπτώσεις συνιστά ευθέως αρνησιδικία, γιατί όταν κάποτε εκδοθεί η δικαστική απόφαση δεν ασκεί πλέον καμιά έννομη επιρροή για τον ταλαίπωρο πολίτη, που προσέφυγε στην Δικαιοσύνη για να επιλύσει το πρόβλημα του που μπορεί να αφορά ιδιωτική ή με το Δημόσιο διαφορά. Κι αυτό, είτε γιατί δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή ή γιατί δεν υπάρχει αντικείμενο εκτελέσεως ή γιατί η ευθύνη του άλλου παραγράφηκε με νόμο ή εν επιδικία ως αποτέλεσμα δικαστικής καθυστέρησης και έτσι δεν απομένει ούτε η ηθική δικαίωση.
Για πολλούς η προσφυγή στη Δικαιοσύνη είναι θέμα υπάρξεως και έχουν δαπανήσει χρόνο, ψυχική ταλαιπωρία και χρηματική δαπάνη, δημιουργώντας ακόμα και χρέη αναμένοντας μια δικαστική απόφαση. Ο λαός σοφά λέει, αν θέλεις να καταστρέψεις κάποιον κάντου δίκες.
Η καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης είναι φαινόμενο διαχρονικό. Ενδεικτικά ο Shakespeare στον μονόλογο του Hamlet λέει, ότι τα μεγαλύτερα κακά είναι «the insolence of office» και «the laws delay», φοβάμαι, ότι αυτό ισχύει και σήμερα για κάποιους δημόσιους λειτουργούς.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης πριν το 1900 γράφει «όταν γίνεται ένα έγκλημα όλοι ρωτούν γιατί δεν εκτελούν τον κακούργο και όταν κάποτε τον εκτελούν, όλοι αναρωτιούνται τι έκανε ο ανθρωπάκος και τον εκτελούν» και ο διαπρεπής νομικός και λογοτέχνης τέως πρόεδρος του ΣΤΕ και πρόεδρος της Δημοκρατίας Μιχάλης Στασινόπουλος στο διήγημα του «Ο Ωραίος Λοχαγός», περιγράφει την καθυστέρηση στη δικαστική προαγωγή του λοχαγού.
Σήμερα όμως αψευδής μάρτυρας της απαράδεκτης αυτής κατάστασης αποτελεί το γεγονός ότι οι περισσότερες καταδίκες της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων( ΕΔΑΔ) με υψηλά πρόστιμα, δικαστικά έξοδα και αποζημιώσεις στους προσφεύγοντες αφορούν την καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης.
Τα ποσά αυτά που είναι πολύ υψηλά, αφαιρούνται απευθείας από τις χορηγίες από την ΕΕ και συνεπώς επιβαρύνουν τελικό τον ελληνικό λαό, που πληρώνει τις ολιγωρίες ( επιεικώς) κάποιων δημόσιων λειτουργών.
Πολλοί διατυπώνουν και δημόσια την απορία, μήπως θα έπρεπε οι υπαίτιοι της καταδίκης της χώρας να πληρώσουν αναγωγικά τη ζημιά έστω και με περικοπή μέρους του μισθού τους;
Ο δικαστικός συνδικαλισμός
Από ότι γνωρίζω δεν έχει ποτέ αναζητηθεί από δικαστικό λειτουργό με τις νόμιμες διαδικασίες η αποκατάσταση αναγωγικά της ζημιάς, που προκάλεσε από υπαιτιότητα, στην οποία περιλαμβάνεται η βαρεία αμέλεια στο Δημόσιο και δεν νομίζω να αναζητηθούν ποτέ, γιατί υπάρχει ισχυρός δικαστικός συνδικαλισμός και στα αρμόδια συμβούλια επικρατεί το esprit de corps.
Η αναζήτηση κατά αναγωγή της ζημίας, που προκάλεσε δημόσιος υπάλληλος στο Δημόσιο προβλέπεται από τον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα και αρμόδιο κατά περίπτωση είναι το Ελεγκτικό Συνέδριο ή τα δικαστήρια.
Απ' ότι δε γνωρίζω, το Ε.Σ. ενεργεί μετά δισταγμού στον καταλογισμό ακόμα και σε δημοσιονομικά ελλείμματα, που πολλές φορές δεν τα καταλογίζει με την αιτιολογία ότι ο υπόλογος ενήργησε εν καλή πίστη.
Φυσικά για την καθυστέρηση της απονομής της δικαιοσύνης φταίνε κατά περίπτωση πολλοί παράγοντες, όπως στο ΣΤΕ γιατί ο εισηγητής δεν κατάθεσε την εισήγηση του, που μπορεί να οφείλεται στην ολιγωρία του ή το συνήθως συμβαίνον, γιατί η διοίκηση δεν διαβίβασε τον οικείο φάκελο χωρίς να επιβάλλονται κυρώσεις για τη μη αποστολή.
Στα ποινικά δικαστήρια κυρία αιτία είναι ο αναβολές που χορηγούν αφειδώς τα δικαστήρια χωρίς να ελέγχουν τη βασιμότητα του λόγου αναβολής. Μάλιστα έχει επικρατήσει σαν πρακτική, οιονεί έθιμο, ότι κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να ζητήσει δύο φορές αναβολή, με συνέπεια, όταν υπάρχουν πολλοί διάδικοι οι υποθέσεις να αναβάλλονται επ' αόριστον και να δικάζονται μόνο στα όρια της παραγραφής.
Στα πολιτικά δικαστήρια, κύρια αιτία για τις καθυστερήσεις είναι η κατάργηση της εξετάσεως των μαρτύρων στο ακροατήριο. Έτσι δεν υπάρχει πλέον η αμεσότητα της αποδεικτικής διαδικασίας και συνεπώς ο σχηματισμός της δικανικής κρίσης με βάση τις ένορκες βεβαιώσεις και έγγραφα δεν είναι πολύ ευχερής. Σε αυτό συντείνει και η μείωση των υποθέσεων των πολυμελών δικαστηρίων και συνεπώς των διασκέψεων, που ήταν το μεγάλο σχολείο για τους δικαστές.
Η Πολιτεία όμως και κυρίως ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν τολμούν να σπάσουν αυγά με το να λάβουν καινοτόμα νομοθετικά μέτρα. Με μερεμέτια δεν επιλύεται το αδιέξοδο της καθυστερήσεως, που σαφώς θα επιταθεί με την λήξη της πανδημίας και τη μη επιστροφή στην κανονικότητα, που είναι αδύνατον να επανέλθει λόγω της πληθώρας των υποθέσεων ποινικών και πολιτικών που αναβλήθηκαν και της απροθυμίας των δικαστικών και δικηγορικών φορέων να συνεργαστούν για την επίλυση του θέματος με μικροθυσίες. Τέτοιες είναι η επιμήκυνση του ωραρίου λειτουργίας των ποινικών δικαστηρίων κατά δίωρο, στην οποία η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων(ΕΔΕ) δήλωσε επίσημα την αντίθεση της.
Στο τέλος θα αναγκασθεί η Πολιτεία να παραγράψει με νόμο όχι μόνο τα ελαφρά πλημμελήματα, όπως συνηθίζει τα τελευταία είκοσι χρόνια - και μάλιστα η τελευταία παραγραφή έγινε με εισήγηση των εισαγγελέων - αλλά και τα βαρύτερα, δηλώνοντας όμως περήφανα, όπως έκανε με την τελευταία νομοθετική παραγραφή, ότι δεν παραγράφονται οι αστικές αξιώσεις των ζημιωθέντων, κάτι που και να ήθελε δεν θα μπορούσε να παραγράψει, γιατί προστατεύονται από την ΕΣΔΑ.
Η καθυστέρηση στην έκδοση πολιτικών αποφάσεων θα επιλυθεί δυσκολότερα, γιατί εξαρτάται από την εκτίμηση των αποδείξεων, που απαιτεί κοινωνική, συναλλακτική και οικονομική πείρα, που ενδεχομένως κάποιο δικαστές με την απευθείας εισαγωγή τους στη Σχολή Δικαστών δεν είχαν την επαγγελματική ευκαιρία να την αποκτήσουν.
Θα πρέπει λοιπόν η Σχολή Δικαστών να αναπροσαρμόσει το πρόγραμμα της σε πρακτικότερα θέματα. Είναι γεγονός, ότι ο αριθμός των πολιτικών υποθέσεων που εισάγονται προς εκδίκαση σταδιακά ετησίως μειώνεται. Παρά τον περιορισμό των υποθέσεων και της λόγω πανδημίας μειωμένης απασχολήσεως των δικαστών δεν κατέστη δυνατόν να περιορισθεί η εκκρεμότητα. Έτσι, αυτή τη στιγμή πολλές υποθέσεις βρίσκονται στα χέρια των δικαστών πέραν της διετίας και μερικές και πέραν της τριετίας, χωρίς να αναζητούνται ευθύνες.
Επίσης είναι απαράδεκτο οι διαθήκες να δημοσιεύονται μετά εξάμηνο με μέγιστη ζημία των ενδιαφερομένων, ως και πολλές αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας και ασφαλιστικών μέτρων να εκδίδονται λίγο πριν το οκτάμηνο. Η κατάσταση αυτή πρέπει να προβληματίσει και την ηγεσία των δικαστηρίων.
Τα ερωτήματα
Κατόπιν όλων των ανωτέρω γεννιούνται δύο ερωτήματα, πρώτον τι μπορεί να γίνει και δεύτερον, γιατί δεν αναζητούνται ευθύνες.
Η Δικαιοσύνη αποτελεί την τρίτη λειτουργία του κράτους συνταγματικά κατοχυρωμένη και οποιοδήποτε μέτρο που θα ληφθεί πρέπει να είναι συμβατό με το Σύνταγμα, όπως ο τρόπος εκλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων και ο τρόπος επιθεωρήσεως των δικαστών για την αλλαγή των οποίων απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.
Σαφώς μπορούν να αλλάξουν και να απλοποιηθούν νομοθετικά κάποιες διαδικασίες, όχι όμως κατά αντιγραφή ξένων νομοθεσιών, αλλά με τη συμβολή εμπείρων πρακτικών και όχι θεωρητικών νομικών, γιατί η εισαγωγή κάποιων αδόκιμων νόμων, όπως ο νέος Π,.Κ. μπορεί να διαλύσουν ολόκληρο το δικαστικό σύστημα της χώρας.
Οι κρίνοντες κρίνονται, συνεπώς και οι δικαστές ελέγχονται ποινικά και πειθαρχικά και αξιολογείται η απόδοση τους βάση των ετησίων εκθέσεων αξιολογήσεως.
Δεν γνωρίζω αν υπάρχουν εκκρεμείς πειθαρχικές και ποινικές διαδικασίες σε βάρος δικαστών, γιατί καλύπτονται από το απόρρητον. Εκείνο που δεν μπορώ να κατανοήσω, είναι γιατί δεν υλοποιήθηκε η δημόσια δήλωση του υπουργού Δικαιοσύνης ότι θα αποστείλει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ερώτημα για την αντικατάσταση συγκεκριμένης εισαγγελέως και δεν αναμένω από την πλευρά αυτή πρωτοβουλία για την εξυγίανση της δικαιοσύνης.
Η επιθεώρηση και βάση αυτής η αξιολόγηση των δικαστών είναι ένας άλλος προβληματικός τομέας της δικαιοσύνης, που αποτέλεσε ειδικό κεφάλαιο της εκθέσεως Πισσαρίδη.
Και εδώ ο υπουργός Δικαιοσύνης ανακοίνωσε κάποιες ανώδυνες βελτιώσεις του τρόπου επιθεωρήσεως, αλλά και σε αυτές προσέκρουσε στην κάθετη αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
Από το Σύνταγμα οι ρόλοι κάθε λειτουργίας είναι διακριτοί και πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί να μη γίνομε κράτος δικαστών.
Είναι γεγονός ότι ο τρόπος αξιολογήσεως των δικαστών έχει ήδη ξεπεραστεί και σχεδόν το σύνολο των δικαστών έχει αξιολογηθεί ως εξαίρετοι, πράγμα που αδικεί τους άριστους δικαστές χάριν των οποίων λειτουργεί ακόμα το δικαιοδοτικό σύστημα.
Είχα προτείνει το ανώτερο δικαστήριο, όταν δυνάμει ενδίκου μέσου να επιλαμβάνεται μιας υποθέσεως να βαθμολογεί τον κατώτερο δικαστή, αυτό όμως προϋποθέτει συνταγματική αναθεώρηση. Το μόνο που μπορεί τώρα να γίνει με απλό νόμο είναι να θεσπισθεί, όταν το ανώτερο δικαστήριο εξαφανίζει δικαστική απόφαση και διαπιστώσει ότι η κρίση του δικαστή υπερβαίνει τα ακραία όρια της δικαστικής κρίσης να ζητά τη πειθαρχική τιμωρία του δικαστή. Σε κάθε περίπτωση, η καλή λειτουργία της Δικαιοσύνης επαφίεται στον πατριωτισμό των δικαστών.
* Ο Λέανδρος Τ.Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.