Με παράταση του προγράμματος αναστολής πληρωμών για τα τραπεζικά δάνεια για 3 έως 6 μήνες αλλά και με έναν νέο γύρο επιδότησης των επιχειρήσεων για τους τόκους των δανείων αναμένεται να ξεκινήσει η νέα χρονιά.
Με το παρατεταμένο 2ο lockdown να διαρκεί πλέον και για το μεγαλύτερο διάστημα του Ιανουαρίου αλλά και με την απειλή ενός ακόμη κύματος της πανδημίας να είναι ορατή, εντός και εκτός συνόρων αντιλαμβάνονται ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μια νέα γενιά κόκκινων δανείων είναι ορατός.
Και αν στα στεγαστικά δάνεια υπάρχει η «ασπίδα» του προγράμματος «ΓΕΦΥΡΑ» για αρκετές δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες, στα επιχειρηματικά δάνεια, ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα. Τα προγράμματα επιδότησης τόκων του υπουργείου Ανάπτυξης έχουν λήξει -όσοι ήταν ενήμεροι στα δάνειά τους μέχρι τέλος του 2019 πήραν επιδότηση για το 100% των τόκων για διάστημα τουλάχιστον 5 μηνών- ενώ η 9μηνη αναστολή που έδωσαν οι τράπεζες ύστερα από σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Εποπτικού Μηχανισμού εκπνέει για τους περισσότερους δανειολήπτες μέχρι το τέλος Ιανουαρίου. Υπό αυτές τις συνθήκες, η λήψη πρόσθετων μέτρων θεωρείται πλέον επιτακτική.
Μόλις χθες, ο αρμόδιος υπουργός Ανάπτυξης δήλωσε ότι το 9μηνο -μέγιστο χρονικό διάστημα αναστολής των δανείων- αποφασίστηκε από τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Όταν δηλαδή, οι δανειολήπτες ανά την Ευρώπη είχαν να αντιμετωπίσουν ένα lockdown και μια εξαιρετικά δύσκολη καλοκαιρινή σεζόν.
Ακολούθησε το δεύτερο lockdown ένα πιο σκληρό κύμα της πανδημίας και η απώλεια του εορταστικού τζίρου. Έτσι, «η ελληνική κυβέρνηση τάσσεται αναφανδόν υπέρ της παράτασης. Οι σχετικές συζητήσεις έχουν ήδη γίνει και αναμένονται οι τελικές αποφάσεις» όπως τόνισε ο υπουργός Οικονομικών Άδωνις Γεωργιάδης.
Η τελευταία σχετική ανακοίνωση για παράταση του προγράμματος αναστολών από τις τράπεζες έγινε στις αρχές Δεκεμβρίου. Όπως έγινε γνωστό:
·Επιχειρήσεις και ιδιώτες με ενήμερες οφειλές την 30/9/2020 που δεν έχουν ενταχθεί έως τώρα σε πρόγραμμα αναστολής καταβολής δόσεων κεφαλαίου ή και τοκοχρεωλυτικών δόσεων, θα μπορούν, εάν αποδεδειγμένα πλήττονται από την κρίση, να αιτηθούν την ένταξη τους σε σχετικό πρόγραμμα μέχρι την 31 Μαρτίου 2021 και για μέγιστη διάρκεια έως 9 μήνες από την ημερομηνία ένταξης.
·Επιχειρήσεις και ιδιώτες που έχουν πληγεί από την παρούσα κρίση και έχουν ήδη ενταχθεί σε πρόγραμμα αναστολής καταβολής δόσεων κεφαλαίου ή και τοκοχρεωλυτικών δόσεων, θα μπορούν να αιτηθούν μέχρι την 31/3/2021 την παράταση του προγράμματος αναστολής δόσεων, υπό την προϋπόθεση ότι η συνολική παραμονή τους στο πρόγραμμα δεν υπερβαίνει τους 9 μήνες.
·Οι δανειολήπτες που οφείλουν να καταβάλουν από 1 Ιανουαρίου 2021 την κανονική, προ των αναστολών, δόση του δανείου τους και αποδεδειγμένα παρουσιάζουν προσωρινές δυσκολίες ρευστότητας, και ενώ, πριν την παρούσα κρίση, εξυπηρετούσαν με συνέπεια τις δανειακές τους υποχρεώσεις, θα δύνανται να αιτηθούν την ένταξη τους σε βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα σταδιακής επαναφοράς στην καταβολή της συμβατικής δόσης. Η αίτηση αυτή θα εξετάζεται από τα αρμόδια εγκριτικά όργανα των Τραπεζών και εφόσον διαπιστώνεται προσωρινό πρόβλημα ρευστότητας, θα εγκρίνεται η υπαγωγή στη συγκεκριμένη προσωρινή διευκόλυνση.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις κατατάσσονται πλέον στην δεύτερη από τις τρεις κατηγορίες που προαναφέρθηκαν ενώ πολύ μεγάλος είναι ο αριθμός των επιχειρήσεων που πρέπει να μπει στη διαδικασία που προβλέπει η 3η κατηγορία.
Δηλαδή, οι περισσότεροι αρχίζουν να εξαντλούν το 9μηνο της αναστολής και μπαίνουν στην κατηγορία που πρέπει να διαπραγματευτούν απευθείας με την τράπεζα την σταδιακή επαναφορά της δόσης στα κανονικά της επίπεδα. Εκτιμάται ότι μια τουλάχιστον τρίμηνη παράταση θα μπορούσε να εκτονώσει κάπως την κατάσταση μέχρι να φανεί καλύτερα το φως στην άκρη του τούνελ όσον αφορά στην εξέλιξη της πανδημίας.
Στο υπουργείο Ανάπτυξης ήδη έχουν δρομολογηθεί οι διαδικασίες για την εξεύρεση πόρων προκειμένου να υπάρξει νέος γύρος επιδότησης των τόκων των ενήμερων επιχειρηματικών δανείων. Το κόστος του προγράμματος ανέρχεται περίπου στα 500 εκατ. ευρώ.