Οι ελλείψεις σε πολλά φάρμακα είναι το θέμα συζήτησης αυτών των ημερών και αφορούν δύο κατηγορίες φαρμάκων: Τα «Μη Συνταγογραφούμενα Φάρμακα» (ΜηΣυΦα), δηλαδή αυτά που μπορούμε να αγοράσουμε άμεσα από το φαρμακείο, και τα φάρμακα που χορηγούνται με ιατρική συνταγή και αποζημιώνονται συνήθως από τα ασφαλιστικά ταμεία. Οι αιτίες είναι διαφορετικές σε αυτές τις δύο κατηγορίες και καμιά λύση δεν είναι από μόνη της πανάκεια.
Παρότι οι ελλείψεις φαρμάκων είναι συχνό φαινόμενο, η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία είναι οι μοναδικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τρία χρόνια τώρα δεν κατάφεραν να «προσαρμοστούν» και να συμμετέχουν στο European Medicines Verification System (EMVS), που ιχνηλατεί την πορεία κάθε φαρμακευτικού σκευάσματος στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Η συμμετοχή σε αυτό το σύστημα θα μπορούσε να είναι μέρος της λύσης στην περίπτωσή μας, καθώς ούτε η αποκλειστική συνταγογράφηση με δραστική θα λύσει το πρόβλημα, ούτε και η υποκατάσταση με γενόσημα θα καλύψει όλες τις ελλείψεις.
Αν και το φάρμακο είναι μια ιδιαίτερη «αγορά», τα ΜηΣυΦα έχουν χαρακτηριστικά άλλων καταναλωτικών προϊόντων: Επιτρέπεται η διαφήμιση τους και αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να αποκτούν αναγνωρίσιμο όνομα, φήμη και «οπαδούς», πράγμα που μεγεθύνεται όταν ένα ΜηΣυΦα κυκλοφορεί σε πολλές χώρες.
Όμως κάθε χώρα ορίζει δική της λιανική τιμή για τα φάρμακα, με δικούς της κανόνες, και το ίδιο φάρμακο με το ίδιο κόστος παρασκευής μπορεί να είναι σημαντικά ακριβότερο σε μία χώρα της ΕΕ σε σχέση με κάποια άλλη. Καθώς επιτρέπεται η πώληση των ΜηΣυΦα μέσω διαδικτυακών φαρμακείων στο Internet, είναι μάλλον λογικό να αγοράζονται διαδικτυακά από πελάτες στο εξωτερικό επώνυμα και αναγνωρίσιμα ΜηΣυΦα, αν αυτά κοστίζουν ακριβότερα στα εκεί φαρμακεία.
Με μικρές αυξήσεις στο κόστος παραγωγής και πληθωριστικές πιέσεις σήμερα, δεν είναι επίσης παράδοξο να διοχετεύονται μεγαλύτερες ποσότητες «επώνυμων» και γνωστών ΜηΣυΦα, όπως πχ το Depon, προς χώρες που έχουν καθορίσει μεγαλύτερες τιμές λιανικής πώλησης και επιτρέπουν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους για τη φαρμακευτική που τα παράγει. Το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζεται έλλειψη σε χώρες που η λιανική τιμή τους είναι χαμηλή, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα.
Για τα φάρμακα που χορηγούνται με ιατρική συνταγή η κατάσταση είναι λίγο διαφορετική. Η Ελλάδα αποζημιώνει τα φάρμακα αυτά με βάση τη λιανική τους τιμή, έχοντας όμως κλειστό προϋπολογισμό και επιβάλλοντας επιστροφές χρημάτων. Ελλείψεις συνεπώς βλέπουμε σε φάρμακα μικρού κόστους που είναι πολλά χρόνια σε κυκλοφορία και έχουν δεχτεί πολλαπλές μειώσεις τιμής.
Αντίθετα, στο εξωτερικό τα συνταγογραφούμενα φάρμακα συνήθως δεν αποζημιώνονται από τα ασφαλιστικά ταμεία με βάση τη λιανική τους τιμή˙ μια χώρα μπορεί να έχει υψηλές τιμές λιανικής, αλλά οι ασφαλιστικοί οργανισμοί να τα πληρώνουν σε τιμή πολύ χαμηλότερη, κατόπιν εμπιστευτικών συμφωνιών που έχουν γίνει.
Όπως είναι αναμενόμενο, οι φαρμακευτικές εταιρείες θα προτιμήσουν, αν τους είναι δυνατό, να στείλουν τα φάρμακα τους στις χώρες με τις πιο ευνοϊκές γι’ αυτές συμβάσεις, δηλαδή τη μεγαλύτερη τιμή αποζημίωσης από τ’ ασφαλιστικά ταμεία.
Με απλά λόγια, όποια χώρα έχει σήμερα σημαντικές ελλείψεις, είτε έχει πολύ χαμηλές τιμές λιανικής και χαμηλό κέρδος για τη φαρμακευτική, είτε τ’ ασφαλιστικά της ταμεία πληρώνουν φτηνότερα τα φάρμακα σε σχέση με άλλες χώρες, ανεξάρτητα από το ποια είναι η επίσημη λιανική τιμή τους.
Η Ελλάδα, με τις διαδοχικές μειώσεις τιμών, έχει τις χαμηλότερες τιμές λιανικής της Ευρώπης σε πάρα πολλά συνταγογραφούμενα φάρμακα, ορίζοντας ταυτόχρονα λιανικές τιμές με βάση τις χώρες με τη χαμηλότερη τιμή στην ΕΕ. Αυτό δημιουργεί κίνητρο για παράνομες και μη ιχνηλατήσιμες εξαγωγές σε άλλες χώρες, στις οποίες η λιανική τιμή είναι σημαντικά υψηλότερη.
Να εξηγηθώ: Ας υποθέσουμε ότι πάει κάποιος σ’ ένα ελληνικό φαρμακείο με μια πλαστή χειρόγραφη συνταγή γιατρού και αγοράζει στη λιανική τιμή ένα συνταγογραφούμενο φάρμακο. Αν γίνει μαζικά αγορά σε αρκετά φαρμακεία, τα φάρμακα αυτά μπορούν να αποσταλούν και πωληθούν σε οποιονδήποτε στο εξωτερικό δεν έχει πρόσβαση στις πολύ χαμηλές τιμές αποζημίωσης, βάση των συμφωνιών που αναφέραμε παραπάνω (πχ ιδιωτικές δομές υγείας, ιδιώτες αγοραστές μέσω Internet).
Πρόκειται για είδος παράνομης «εξαγωγής» που δεν θα μπορέσει ποτέ να καταγράψει το Υπουργείο Υγείας και ο ΕΟΦ, παρά μόνο κατόπιν καταγγελίας ή ελέγχου από το εξωτερικό. Αν η «χειρόγραφη συνταγή γιατρού» σας φαίνεται ότι θέτει ένα εμπόδιο, ελέγξτε όλα τα φάρμακα που αγοράσατε και πληρώσατε μόνοι σας, χωρίς ιατρική συνταγή, μήπως γράφουν στη συσκευασία με ψιλά γράμματα: «Χορηγείται με Ιατρική Συνταγή».
Αν κάποιο φάρμακο το γράφει, τότε όποιος θέλει να το στείλει εκτός Ελλάδος, μάλλον δε χρειάζεται ούτε καν την πλαστή συνταγή για να το κάνει. Το αποτέλεσμα για τη χώρα μας είναι ότι φάρμακα που εισάγονται στην Ελλάδα (σε ποσότητες ανάλογες των αναμενόμενων αναγκών του ελληνικού πληθυσμού) δεν θα καταλήξουν μόνο στον Έλληνα πολίτη, αλλά και πίσω στο εξωτερικό˙ εκεί όπου η λιανική τους είναι αρκετά υψηλότερη της ελληνικής. Κι αυτό χωρίς να υπολογίσουμε τις νόμιμες εξαγωγές.
Κανονικά, το European Medicines Verification System (EMVS) (https://emvo-medicines.eu/mission/emvs/) έχει στόχο την αναγνώριση και την προστασία του Ευρωπαίου πολίτη από φάρμακα που είναι ψεύτικα, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να μειώσει σημαντικά τις ελλείψεις φαρμάκων διαχρονικά. Το σύστημα αυτό απαιτεί να καταγράφεται για κάθε συσκευασία φαρμάκου πώς διακινείται στην εφοδιαστική αλυσίδα και σε ποιο πολίτη καταλήγει, περιορίζοντας έτσι τις παράνομες εξαγωγές και επιτρέποντας την παρακολούθηση των διαδικτυακών πωλήσεων. Και πάλι αυτό μόνο του δεν αρκεί.
Για να μην έχουμε ελλείψεις και για να είναι διαθέσιμα τα φάρμακα στον Έλληνα πολίτη, απαιτούνται σημαντικές αλλαγές στην τιμολόγησή τους γενικότερα και στον τρόπο αποζημίωσης των συνταγογραφούμενων σκευασμάτων από τον ΕΟΠΥΥ ειδικότερα. Πρέπει να πάψουμε να βασιζόμαστε αποκλειστικά στις χαμηλές τιμές λιανικής. Μέχρι να δούμε πραγματικές λύσεις, το πρόβλημα των ελλείψεων θα είναι καθημερινά κοντά μας και η Ελλάδα θα συνεχίζει να είναι «απροσάρμοστη» για το σύστημα EMVS.
*Δημήτρης Κουναλάκης, MSc, PhD Γενικός Οικογενειακός Ιατρός