«Η νομοθεσία που προωθούμε, σκοπό έχει τη συμφιλίωση της δημοκρατίας με την τεχνολογία», ανέφερε η εκτελεστική αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδια για μια Ευρώπη έτοιμη για την ψηφιακή εποχή, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, μιλώντας νωρίτερα στην κοινή συνεδρίαση των επιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής των Ελλήνων.
«Είναι σημαντικό κάποιες αρνητικές εμπειρίες που είχαμε στην περίοδο της πανδημίας, να τις εξαλείψουμε», είπε η κ. Βεστάγκερ και τόνισε ότι πρέπει να δοθεί τέλος στις ανισότητες, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι Ευρωπαίοι θα έχουν τις βασικές δεξιότητες, πρέπει το ψηφιακό χάσμα να εξαλειφθεί. «Αυτή είναι βασική μας αποστολή και βασικό μας καθήκον», είπε η κ. Βεστάγκερ.
«Με έχει εντυπωσιάσει η ψηφιακή τεχνολογία για το εμβολιαστικό πρόγραμμα στην Ελλάδα. Έτσι επαληθεύεται η υπόσχεση της ψηφιακής τεχνολογίας, να εξασφαλίζονται κοινωνικές υπηρεσίες αναγκαίες προς τους πολίτες», είπε η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η κ. Βεστάγκερ αναφέρθηκε στη χρηματοδότηση του ψηφιακού μετασχηματισμού από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
«Έχουμε μια πρωτόγνωρη επιλογή να αναλάβουμε δράση στο πεδίο. Συνολικά δανειζόμαστε 750 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 120 δισ. είναι ειδικά για τον ψηφιακό μετασχηματισμό», είπε και πρόσθεσε ότι οι πόροι αυτοί επιτρέπουν επενδύσεις σε δεξιότητες, στη συνδεσιμότητα, στο μετασχηματισμό των επιχειρήσεων, στον τομέα των δημόσιων υπηρεσιών.
Η κ. Βεστάγκερ επισήμανε ότι η επίτευξη των πράσινων και των ψηφιακών στόχων, δηλαδή στρατηγικών στόχων της ΕΕ, θα επιτρέψουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας και θα οδηγήσουν σε ευημερία. Όπως όμως υπογράμμισε, χρειάζεται να υπάρξουν ανοιχτές ανταγωνιστικές αγορές, έτσι ώστε κάθε επιχείρηση να έχει ίσες ευκαιρίες. Όπως άλλωστε τόνισε, ο στόχος αυτός θα είναι μέρος του Κανονισμού που εκπονείται στην παρούσα φάση. «Στόχος μας εξάλλου είναι, να δημιουργήσουμε την απαραίτητη εμπιστοσύνη ώστε να υιοθετηθούν οι ψηφιακές τεχνολογίες, χωρίς να διακινδυνεύονται τα θεμέλια των κοινωνιών μας», είπε επίσης η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και παρουσίασε τις προτάσεις για την ψηφιακή πολιτική, δηλαδή:
- Νομοθετική πράξη για τις ψηφιακές αγορές, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αγορές θα είναι ανοιχτές.
- Νομοθετική πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες που θα δώσει τη δυνατότητα να είναι βέβαιος ο καταναλωτής πως όσα αγοράζει on line, είναι εξίσου ασφαλή με όσα αγοράζει μπαίνοντας σε ένα φυσικό κατάστημα. Επίσης θα αφαιρεθεί όλο το παράνομο περιεχόμενο.
- Νομοθετική πράξη για την τεχνητή νοημοσύνη. Στόχος θα είναι κυρίως η εξάλειψη διακρίσεων λόγω καταγωγής, φύλου, θρησκείας κλπ.
Ο προεδρεύων της συνεδρίασης Δημήτρης Καιρίδης, αναφέρθηκε στον ρόλο που θα διαδραματίσει η ψηφιακή τεχνολογία την περίοδο μετά την παδημική κρίση και τόνισε ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν να συμβάλουν στην ενίσχυση της δημοκρατίας. Επισήμανε επίσης, ότι η Ελλάδα, το τελευταίο 1,5 έτος «αντέδρασε δυναμικά» και επιτάχυνε σημαντικά τις ψηφιακές δυνατότητές της περίοδο της κρίσης. Ανέφερε χαρακτηριστικά, ότι το 2020 έγιναν περισσότερες από 94.000.000 ψηφιακές συναλλαγές με το Δημόσιο.
Επίσης, επικαιροποιήθηκε η νομοθεσία για την ψηφιακή διακυβέρνηση, με τη θέσπιση κανόνων για χρηστή διοίκηση, διαφάνεια, ισότητα και προσβασιμότητα για όλους τους πολίτες. Παράλληλα καθορίστηκε η εθνική ψηφιακή στρατηγική για τα επόμενα χρόνια, όπως αποτυπώνεται και στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
O υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης, ενημέρωσε τα μέλη των επιτροπών, ότι στο υπουργείο έχει αρχίσει η προετοιμασία για το Digital act και κάλεσε όλα τα κόμματα να καταθέσουν τις προτάσεις τους για το πώς πρέπει η Ελλάδα να χειριστεί τον διάλογο αυτό στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επισήμανε επίσης ότι όλα τα προγράμματα που «έτρεξαν» εν μέσω πανδημίας, είχαν την πλήρη υποστήριξη της αρμόδιας επιτροπής της ΕΕ και ευχαρίστησε την κ. Βεστάγκερ για τη συνεργασία.
Ο Θεμιστοκλής Χειμάρας (ΝΔ) υπογράμμισε ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, και με δεδομένες τις ασφυκτικές πιέσεις της πανδημικής κρίσης, απαιτούνται γρήγορες αλλαγές και αυξημένη προσαρμοστικότητα, για κοινή πορεία και συνεργασία στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Επισήμανε εξάλλου, ότι παρά τις αντίξοες συνθήκες, η ψηφιακή μετάβαση δεν έπαψε να αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη - και γι αυτό, μέσα σε μόλις 1,5 χρόνο, η Ελλάδα κατόρθωσε να κάνει σημαντικά βήματα ψηφιακής προόδου.
Ο Μάριος Κάτσης (ΣΥΡΙΖΑ) είπε ότι η Ευρώπη καλείται να ανταποκριθεί άμεσα στις προκλήσεις, ούτως ώστε, όλοι οι πολίτες να μεταβούν στη νέα ψηφιακή εποχή, και κανείς να μην μείνει πίσω, ούτε και η ίδια η Ευρώπη στην ανταγωνιστικότητα της, σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Ο βουλευτής ωστόσο δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι η Ελλάδα είναι η προτελευταία χώρα στον δείκτη ψηφιακής ανταγωνιστικότητας, μετά την τελευταία αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2020. Τόνισε επίσης, ότι η Ελλάδα βρίσκεται κάτω του μέσου όρου σε όλους τους επιμέρους δείκτες (συνδεσιμότητα στο ίντερνετ, ψηφιακές δεξιότητες του πληθυσμού, χρήση ηλεκτρονικών υπηρεσιών, ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις, ηλεκτρονική διακυβέρνηση).
Ο Απόστολος Πάνας (Κίνημα Αλλαγής) είπε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να προστατεύσει και να ενισχύσει την ψηφιακή κυριαρχία της και τον ηγετικό ρόλο στις στρατηγικές διεθνείς ψηφιακές αλυσίδες. Παράλληλα όμως, πρέπει να προωθήσει τις κοινές αξίες, σεβόμενη τις θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως η προστασία των δεδομένων, η ιδιωτικότητα, και η ασφάλεια.
Ενώ η τεχνολογία προχωρά, τα προβλήματα για τα λαϊκά στρώματα πολλαπλασιάζονται, είναι η παράμετρος που έθεσε ο Νίκος Καραθανασόπουλος. «Η τηλεργασία, η οποία εφαρμόστηκε κατά κόρον την εποχή της πανδημίας, όχι μόνο δεν απελευθερώνει τους εργαζόμενους, αλλά έχει οδηγήσει στην κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στον ελεύθερο και στον εργάσιμο χρόνο. Έχει οδηγήσει στη μεγάλη εντατικοποίηση της εργασίας, αλλά και στη μεταφορά στις πλάτες των εργαζομένων, μια σειρά από κόστη τα οποία δεν το επωμίζονται πλέον οι επιχειρήσεις», είπε ο βουλευτής του ΚΚΕ.
«Ειδικά όσον αφορά τα προσωπικά δεδομένα, ανησυχούμε για την επεξεργασία τους, μετά την υιοθέτηση νόμου που στηρίζεται σε μία συναφή Ευρωπαϊκή Οδηγία, η οποία αναφέρεται γενικόλογα στην αποτροπή σοβαρής βλάβης στα δικαιώματα άλλου προσώπου», επισήμανε ο Βασίλης Βιλιάρδος (Ελληνική Λύση) και πρόσθεσε: «Δυστυχώς, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει ευαισθησία στα προσωπικά δεδομένα, όπως τεκμηριώθηκε από τις συμβάσεις με την Palantir και με τη Cisco, κάτι που ασφαλώς μας προβληματίζει».
Ο βουλευτής του ΜέΡΑ25, Γιώργος Λογιάδης, ζήτησε να διασφαλιστεί ότι οι αγορές θα υπηρετούν πραγματικά τον άνθρωπο. Είπε ακόμη ότι πρέπει να υπάρξουν απαντήσεις για το ποιος θα ελέγχει το λογισμικό και τις πλατφόρμες των ψηφιακών δεδομένων.