Ο προϋπολογισμός του κράτους αποτελεί, κατά πρώτο λόγο, πολιτική δέσμευση για τους φόρους που θα εισπράξει το δημόσιο. Δηλαδή το «κομμάτι», που θα περάσει στη διαχείριση της κυβέρνησης, από το εισόδημα ή το «προϊόν» που θα κατορθώσει να δημιουργήσει στη διάρκεια του 2022 ο πολίτης και η επιχείρηση.
Όσο μικρότερη η αναλογία, τόσο μεγαλύτερο το διαθέσιμο εισόδημα προς κατανάλωση, επένδυση και αποταμίευση, χωρίς αυτό να μειώνει το εθνικό προϊόν (ΑΕΠ), αφού το κρατικό ταμείο θα το ξοδέψει σε μισθούς, κυρίως, και άλλες λειτουργικές δαπάνες. Αλλά και σε επιδόματα, ειδικά στην παρούσα περίοδο της πανδημίας που πλήθυναν και μεγάλωσαν, για τη στήριξη του κοινωνικού κράτους, όπως συνήθως το αποκαλούμε. Το 2022 τα επιδόματα θα αυξηθούν αφού πέραν των κυμάτων της Covid, πρέπει να αντισταθμιστεί η ενεργειακή, αλλά στην πραγματικότητα γεωπολιτική, κρίση, αγνώστου διάρκειας και αυτή.
Για να τα κάνει όλα αυτά σωστά και φρόνιμα πρέπει να προβλεφθεί η πορεία της οικονομίας. Δύσκολο. Κυρίως επειδή το προσεχές έτος θα είναι ένα ακόμη έτος κρίσης. Οικονομικής σε τελευταία ανάλυση, αφού όλες οι ανισορροπίες έχουν σαφείς αλλά απρόβλεπτες επιπτώσεις στην ευμάρεια της οικογένειας και των επιχειρήσεων. Άρα, οι αβεβαιότητες του προϋπολογισμού παραμένουν μεγάλες, για ολόκληρο το 2022. Το ίδιο είχε συμβεί και το 2021 και το 2020. Θα έχουμε περάσει μια ολόκληρη τριετία απρόβλεπτων αναταράξεων. Μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, την οποία κανείς δεν είχε κατά νου όταν πήγε να ψηφίσει στις κάλπες το 2019. Αν το δείτε από μια άλλη γωνία, είναι ορθό να παραδεχτούμε πως μια τόσο μακρά περίοδος αβεβαιότητας αυξάνει τις αμφιβολίες των πολιτών και θα επηρεάσει καθοριστικά τις επιλογές των όταν έρθει η ώρα να επιστρέψουν στην κάλπη.
Άρα, στις οικονομικές αβεβαιότητες του προϋπολογισμού προστίθεται το ενδεχόμενο πολιτικής αστάθειας στην περίπτωση που σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων θεωρήσει ότι η πορεία της χώρας δεν είναι η προσδοκώμενη. Βεβαίως, οι πολίτες δεν είναι άμυαλοι, όσο κι αν κάνουν σοβαρά (πλην όμως αναμενόμενα) λάθη. Έχουν βεβαίως «καεί» στο χυλό του λαϊκισμού. Χρειάζεται όμως να νιώθουν ότι η κυβέρνηση που τους ζητάει κάτι λιγότερο από τα μισά όσων κερδίζουν, αξιοποιεί αποτελεσματικά αυτόν τον μεταβιβαζόμενο πλούτο.
Έναντι αυτού του νεφελώματος αστάθειας, το σχέδιο προϋπολογισμού που ενέκρινε η Βουλή αποτελεί σημείο σταθερότητας. Επιδιώκει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών, επαναφέροντας, κυρίως, σε τροχιά δημοσιονομικής ουδετερότητας την κρατική παρέμβαση. Υπό κάποιες προϋποθέσεις, προφανώς. Η βασική είναι πως η οικονομία θα συνεχίσει να δουλεύει πλήρως και το ΑΕΠ θα μεγαλώσει. Εξέλιξη που εξαρτάται κυρίως (α) από τη θέληση των πολιτών να αυτοπροστατευθούν κάνοντας το εμβόλιο, (β) από τη διατήρηση της ικανότητας της ερευνητικής δεινότητας της φαρμακοβιομηχανίας να προσφέρει την προσήκουσα προστασία και νέες θεραπείες, αλλά και (γ)από την ικανότητα του Συστήματος Υγείας σε ό,τι αφορά την απαραίτητη υγειονομική προστασία.
Μεταξύ όλων των κινδύνων, ο μεγαλύτερος, αυτή τη στιγμή, αφορά στον πληθωρισμό. Η πρόβλεψη ότι η αύξηση για τον τιμάριθμο του καταναλωτή δεν θα ξεπεράσει το 1% δεν φαίνεται να αντέχει, προς το παρόν, στη ροή των γεγονότων. Μόνον η θεαματική αντιστροφή της γεωπολιτικής σύγκρουσης με τη Ρωσία, που θα εξομαλύνει την αγορά αερίου και ηλεκτρισμού, και η θέληση της Κίνας να επαναλάβει την τήρηση των εμπορικών της συμφωνιών μπορούν να αλλάξουν τη ρότα του πληθωρισμού.
Είναι βεβαίως αλήθεια ότι για την Ελλάδα, η θέρμανση της οικονομίας δεν είναι σίγουρο ότι δεν θα έχει και θετικές επιπτώσεις. Μετά από μια δεκαετία αποπληθωρισμού, η σχετικώς ελεγχόμενη άνοδος των τιμών, εφόσον συνοδευτεί από ισχυρή ανάκαμψη, θα αποκαταστήσει τα περιθώρια των επιχειρήσεων, θα μειώσει, έστω λογιστικά, το βάρος δημόσιου και ιδιωτικού χρέους και θα επιτρέψει, πιστεύω, την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Ιδίως μάλιστα αν η βασική αμοιβή ανακτήσει την αγοραστική αξία που έχασε τα πολλά χρόνια της κρίσης κάτι το οποίο, είναι η πεποίθησή μου, αποτελεί «κρυφή» προτεραιότητα της εφαρμοζόμενης πολιτικής, αντί της επιμονής σε επιδοματικές προστασίες που στρεβλώνουν, τελικά, τη συμμετοχή της εργασίας στην επόμενη, μετά Covid, ελληνική οικονομία.
*Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος και βουλευτής