Tα προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, βρέθηκαν σήμερα, Πέμπτη, στο επίκεντρο της δεύτερης συνεδρίασης της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, στο πλαίσιο του εθνικού διαλόγου για την Παιδεία. Τόσο οι εκπρόσωποι φορέων της τριτοβάθμιας, όσο και η αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου, συμφώνησαν ότι η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της χώρας είναι τα πιο βασικά ζητήματα που χρήζουν αντιμετώπισης. Σαν αποτέλεσμα των προβλημάτων αυτών, οι εκπρόσωποι πρυτάνεων, προέδρων, ερευνητικών κέντρων, ερευνητών και καθηγητών επισήμαναν τη γενικότερη υποβάθμιση στην οποία οδηγούνται οι σπουδές στην Ελλάδα.
Αναλυτικότερα, η κ. Αναγνωστοπούλου, σημαίνοντας την έναρξη της σημερινής συζήτησης, ανέφερε ότι είναι κοινός τόπος ότι η Παιδεία σήμερα έχει προβλήματα, αλλά έχει επιβιώσει χάρη στο εκπαιδευτικό προσωπικό και υπεραμύνθηκε του εθνικού διαλόγου, τονίζοντας ότι δεν είναι προσχηματικός και ότι δεν υπάρχουν προειλημμένες αποφάσεις. Επίσης, υπογράμμισε ότι βασικό στοιχείο του διαλόγου θα αποτελέσει ο εντοπισμός συγκεκριμένων προβλημάτων. «Ως υπουργείο έχουμε εντοπίσει κάποια προβλήματα μεν, αλλά με τη συζήτηση πρέπει να καθορίσουμε ποια είναι τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε», ανέφερε η υπουργός και προσέθεσε: «Αυτή είναι και η αρχή της επίλυσής τους». Επιγραμματικά, η αναπληρώτρια υπουργός ανέφερε ως «μεγάλα προβλήματα της τριτοβάθμιας» τον χάρτη των μεταπτυχιακών σπουδών, τον χάρτη των ΑΕΙ και τον ενιαίο χώρο Έρευνας και Ανώτατης Εκπαίδευσης, καθώς από αυτά προκύπτουν πολλά άλλα προβλήματα, όπως για παράδειγμα η διοίκηση των ιδρυμάτων. Επίσης, επισήμανε ότι είναι σε ανοικτή επικοινωνία με όλους τους φορείς και υπεραμύνθηκε των νομοθετικών πρωτοβουλιών του υπουργείου: «Είμαστε υποχρεωμένοι να νομοθετούμε όπου εμφανίζονται εμπλοκές», είπε.
Παράλληλα, η αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας κατήγγειλε ότι ένα ποσοστό των μελών ΔΕΠ, της τάξεως του 30%, βάζει «στην τσέπη του» μέρος των διδάκτρων των μεταπτυχιακών. «Το 30% των μελών ΔΕΠ βάζουν λεφτά στην τσέπη τους και δεν το ξέρω κουτσομπολίστικα, αλλά από έρευνα», είπε χαρακτηριστικά και προσέθεσε: «10.000 ευρώ ανά κεφαλή είναι επιχείρηση και όχι μεταπτυχιακό». Επίσης, έκανε λόγο για «βιομηχανία μεταπτυχιακών» και «αμφιβόλου ποιότητας τίτλους». «Δεν θα συναινέσουμε σε μια βιομηχανία μεταπτυχιακών με αμφιβόλου ποιότητας τίτλων», επισήμανε.
Εξάλλου, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Γιάννης Παντής τόνισε ότι η εικόνα της τριτοβάθμιας δείχνει ένα σύστημα υπό κατάρρευση. «Ο διάλογος που γίνεται είναι διάλογος για προσπάθεια επανεκκίνησης του εκπαιδευτικού συστήματος, γιατί έχει ουσιαστικά καταρρεύσει», είπε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά των πρυτάνεων, ο Γεώργιος Πετράκος, πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ανέφερε ότι τα πανεπιστήμια παρέχουν υψηλού επιπέδου σπουδές, κάτι που απεικονίζεται και στις ικανοποιητικές εμφανίσεις τους σε πολλές διεθνείς λίστες κατάταξης. Τα προβλήματα, κατά τον κ. Πετράκο, εντοπίζονται στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και δεν έχουν να κάνουν με την οικονομική κατάσταση της χώρας. Στο ίδιο μήκος κύματος, και ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Μελέτιος-Αθανάσιος Δημόπουλος, ο οποίος ζήτησε τη στήριξη της Βουλής για τη βελτίωση των γραφειοκρατικών προβλημάτων, αλλά και τη χορήγηση κονδυλίων για την ενίσχυση της προπτυχιακής εκπαίδευσης και των υποδομών. Ακόμη, ανέφερε για τα δίδακτρα των μεταπτυχιακών ότι θα είναι δύσκολη η κατάργησή τους.
Από την πλευρά τής ΠΟΣΔΕΠ, ο Ευστάθιος Ευσταθόπουλος εξέφρασε τον προβληματισμό του για το ότι κατατίθενται και αποσύρονται συνεχώς, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, σχέδια νόμου για την Παιδεία. «Μας προβληματίζει το κατά πόσο υπάρχει συγκροτημένη πολιτική από πλευράς κυβέρνησης», είπε χαρακτηριστικά. «Διακρίνουμε ένα άγχος να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο διοίκησης των πανεπιστημίων, για να γίνει δημοκρατική η λειτουργία τους. Δεν υπάρχει δηλαδή δημοκρατία στα πανεπιστήμια σήμερα;», αναρωτήθηκε. Ο κ. Ευσταθόπουλος περιέγραψε, επίσης, τη δυσμενή οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων και τόνισε, αναφορικά με τα μεταπτυχιακά, ότι προέχει η αξιολόγηση των ιδρυμάτων και των προγραμμάτων, ώστε να μελετηθεί η σημαντικότητα των περιεχομένων τους. «Να μη φοβηθούμε να ενισχύσουμε την αυτοτέλεια και την αυτονομία των ιδρυμάτων. Θα ωφεληθούν. Χρειάζεται πολιτική βούληση από την κοινωνία», κατέληξε.
Να ενισχυθεί το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων ζήτησε και ο Κωνσταντίνος Μηλολιδακης, εκ μέρους της ΠΟΣΔΕΠ, περιγράφοντας, ωστόσο, με μελανότερα χρώματα την κατάσταση των πανεπιστημίων: «Είναι δυσάρεστες οι καταστάσεις. Μαθητές παίρνουν καφάσια από το κυλικείο γιατί δεν υπάρχουν θέσεις να καθίσουν στα αμφιθέατρα. Τα εργαστήρια κλείνουν», είπε χαρακτηριστικά και προσέθεσε: «Τα ΑΕΙ είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Θα φτάσουν στα τάρταρα σε έναν χρόνο, εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση της υποχρηματοδότησης».
Από την πλευρά της συνόδου των προέδρων των ΤΕΙ, ο Μιχάλης Μπρατάκος, πρόεδρος του ΤΕΙ Αθήνας, υπογράμμισε την ανάγκη εξίσωσης των πανεπιστημίων με τα ΤΕΙ και να αρθεί η στέρηση τρίτου κύκλου σπουδών (χορήγηση τίτλων διδακτορικών σπουδών) από τα ΤΕΙ, ενώ επισήμανε ότι λόγω της ακαδημαϊκής αναγνώρισης των κολλεγίων, πολλοί μαθητές τα επιλέγουν από τα ΤΕΙ. Ακόμη, ζήτησε τη μετονομασία των ΤΕΙ σε «πανεπιστήμια εφαρμοσμένων επιστημών».
Του σχεδιασμού των ΤΕΙ υπεραμύνθηκε και ο Δημήτρης Πασχαλούδης, πρόεδρος του ΤΕΙ Κεντρικής Μακεδονίας: «Τα ΤΕΙ έχουν σχεδιαστεί από την αρχή και έχουν άμεση επαφή με την οικονομία. Δεν είναι απαξιωμένα. Αυτό ισχύει τουλάχιστον για τον βασικό κορμό των ΤΕΙ», επισήμανε.
Ακόμη, το ότι ήδη έχουν αναπροσαρμοστεί τα προγράμματα των ΤΕΙ και έχουν ανακατευθυνθεί οι στόχοι τους, για να αναπτύξουν επαφή με παραγωγή και την οικονομία, σύμφωνα και με τον ΟΟΣΕ, επεσήμανε ο Ευάγγελος Καπετανάκης, πρόεδρος του ΤΕΙ Κρήτης. Παράλληλα, τόνισε την ανάγκη να δημιουργηθεί ψηφιακό υλικό και να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για εκπαίδευση από απόσταση.
Εκ μέρους των εκπαιδευτικών των ΤΕΙ (ΟΣΕΠ-ΤΕΙ), ο Απόστολος Κοκκόσης συμφώνησε με την ανάγκη παροχής διδακτορικών τίτλων από τα ΤΕΙ και ζήτησε την εξίσωση των αμοιβών μεταξύ των μελών ΔΕΠ και ΕΠ.
Από την πλευρά των ερευνητικών κέντρων, ο Γιάννης Ιωαννίδης, πρόεδρος και γενικός διευθυντής του ΕΚ «Αθηνά», τόνισε την ανάγκη θεσμικών ενεργειών ώστε οι καθηγητές να θεωρούνται και ερευνητές και οι ερευνητές να μπορούν να διδάξουν. Επίσης, είπε ότι είναι ακόμα ευχή και όχι πραγματικότητα ο περιορισμός του φαινομένου της φυγής εγκεφάλων.
Τέλος, η Μαρία Κωνσταντοπούλου, εκ μέρος της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών, παρουσίασε στοιχεία που επιβεβαιώνουν τον πολύ υψηλό αριθμό επιστημόνων ανά κάτοικο και παράλληλα την σημαντική υποχρηματοδότηση των ιδρυμάτων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ