Η επιτυχής ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ανοίγει νέους ορίζοντες για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Λόγω των αλλαγών στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των τραπεζών υπέρ των ιδιωτών μετόχων, και της προσδοκώμενης ταχύτερης επαναφοράς των τραπεζών στην κερδοφορία, αναμένεται να εξομαλυνθούν οι συνθήκες χρηματοδότησης και λειτουργίας των ελληνικών επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων του ΣΕΒ η συμμετοχή του Δημοσίου μέσω του ΤΧΣ στις τράπεζες μειώνεται από το 56%, στο 20% μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ενώ, ταυτόχρονα, αυξάνει η συμμετοχή ξένων επενδυτών, σημειώνεται ωστόσο το μεγάλο discount στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, που αντανακλά τις τεράστιες αβεβαιότητες που επωμίζονται οι επενδυτές λόγω της ασυνέχειας της εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής στη χώρα μας.
Σε σχέση με τα "κόκκινα δάνεια" ο ΣΕΒ τονίζει ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση των "κόκκινων" στεγαστικών δανείων χωρίς ακραίες κοινωνικές επιπτώσεις, και των προβληματικών επιχειρηματικών δανείων σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις που θα αναδιαρθρωθούν, δημιουργεί ευκαιρίες για τη χρηματοδότηση νέων και υγιών επενδυτικών πρωτοβουλιών. Κατά τις εκτιμήσεις του Συνδέσμου η επίλυση του προβλήματος περιλαμβάνει:
-Για τα στεγαστικά, πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, αντιμετώπιση των στρατηγικών κακοπληρωτών και πώληση στεγαστικών δανείων στην αγορά.
-Για τα επιχειρηματικά δάνεια αναδιάρθρωση με ταχείς ρυθμούς των μη βιώσιμων επιχειρήσεων-δανειοληπτών, επανακεφαλαιοποίηση τους και ενδεχομένως, αλλαγή της δομής λειτουργίας των αναδιαρθρωμένων πλέον επιχειρήσεων.
Όπως σημειώνεται στο δελτίο με μεγαλύτερη διαθεσιμότητα πόρων σε ικανοποιητικό κόστος, η αποτελεσματική αντιμετώπιση των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων χωρίς ακραίες κοινωνικές επιπτώσεις, και των προβληματικών επιχειρηματικών δανείων σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις που θα αναδιαρθρωθούν, δημιουργεί ευκαιρίες για τη χρηματοδότηση νέων και υγιών επενδυτικών πρωτοβουλιών.
Η πορεία αυτή, όμως δεν είναι δυνατόν να τελεσφορήσει εάν συνεχισθεί η υπερφορολόγηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, που αντιστρατεύεται την επιδιωκόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Συνεπώς, απαιτείται σύνεση και μέτρο στη φορολόγηση, καθώς και ανάληψη αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, μέσω μείωσης του ενεργειακού και του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, και στροφής προς την υιοθέτηση φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις.
Ο ΣΕΒ ασκεί κριτική στα φορολογικά μέτρα που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο το οποίο αναμένεται να ψηφιστεί σήμερα από τη Βουλή, τονίζοντας ότι «κυριαρχεί ένας συνδυασμός αυτοσχεδιασμού και φορομπηχτικής πολιτικής, όπου υιοθετούνται μέτρα χωρίς μέτρο και χωρίς την επίγνωση των στρεβλώσεων που δημιουργούνται. Η αγορά, προσθέτει, παρακολουθεί την παγκόσμια πρωτοτυπία της επιβολής ειδικού φόρου κατανάλωσης στο εγχωρίως παραγόμενο κρασί και την σχετική ελάφρυνση της φορολογίας στο εν πολλοίς εισαγόμενο βοδινό κρέας».
Όσον αφορά στον κρατικό προϋπολογισμό τον Οκτώβριο είχε μια καλή πορεία,σημειώνεται, υποβοηθούμενος από την είσπραξη φόρων που δεν είχαν εισπραχτεί τους προηγούμενους μήνες, την καλή πορεία των εσόδων του ΠΔΕ και τη συγκράτηση δαπανών. Το ΑΕΠ στο τρίτο τρίμηνο σηματοδοτεί την επιστροφή σε μια ήπια ύφεση, ενώ οι εξελίξεις στην ανεργία του Αυγούστου και στην οικοδομική δραστηριότητα, μεταξύ άλλων, επίσης δείχνουν την εδραίωση μιας τάσης επιβράδυνσης. Ανησυχητικά μπορεί να θεωρηθούν τα στοιχεία για τη ροή της μισθωτής εργασίας τον Οκτώβριο, που δείχνουν μια αποδυνάμωση της αγοράς εργασίας.
Ανασταλτικός παράγοντας το υψηλό κόστος ενέργειας
Τέλος, ως σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα ανταγωνιστικότητας και επομένως επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας χαρακτηρίζει το κατά 40% περίπου υψηλότερο κόστος ενέργειας που αντιμετωπίζει η βιομηχανία έντασης ενέργειας ως προς τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές της.
Ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι το συνολικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας είναι στην Ελλάδα 30 - 70% υψηλότερο από τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία, όχι μόνο ως αποτέλεσμα της υψηλής φορολογίας αλλά και λόγω της διαδεδομένης χρήσης σε άλλες χώρες ειδικών συμφωνιών για χαμηλές τιμές. Για το φυσικό αέριο αντίστοιχα η επιβάρυνση είναι 30 - 40 % σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ο Σύνδεσμος εκτιμά ότι οι απώλειες εσόδων του Δημοσίου από την απώλεια θέσεων εργασίας σε κλάδους που πλήττονται από το υψηλό ενεργειακό κόστος είναι 170 εκατ. ευρώ, ποσό μεγαλύτερο από τα έσοδα που εξασφαλίζει στο κράτος ο ΕΦΚ στο ηλεκτρικό ρεύμα.
Για να αντιμετωπιστεί το ανταγωνιστικό αυτό μειονέκτημα απαιτείται, μεταξύ άλλων, η μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα ενεργειακά προϊόντα για βιομηχανική χρήση, η οποία θα οδηγήσει μάλιστα μεσοπρόθεσμα σε αυξημένα κρατικά έσοδα, η διασύνδεση των Κυκλάδων και της Κρήτης με την ηπειρωτική Ελλάδα και η ενίσχυση της διασύνδεσης με την Ιταλία, που θα επιτρέψουν να μειωθεί το συνολικό κόστος ηλεκτρικού ρεύματος στη χώρα οδηγώντας σε σημαντική μείωση των αντίστοιχων χρεώσεων στους βιομηχανικούς καταναλωτές, καθώς και προσαρμογή τιμολογίων στο προφίλ κατανάλωσης των επιχειρήσεων έντασης ενέργειας, που θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, καταλήγει.