Αίολες χαρακτηρίζει τις κατηγορίες του ΣΥΡΙΖΑ για «μαχαίρι» στις δαπάνες υγείας στον προϋπολογισμό ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, επισημαίνοντας μάλιστα ότι είναι πολύ μεγάλο το αποθεματικό για δαπάνες Covid.
«Το 2021 προβλέψαμε στον Προϋπολογισμό 4,257 δισ. ευρώ και κάναμε, τελικά, δαπάνες ύψους 5,217 δισ. ευρώ. Οι πρόσθετες δαπάνες, αντιλαμβάνεστε ότι αφορούσαν, κατά κύριο λόγο, τον Covid-19. Το 2022 προβλέπουμε μεγαλύτερες δαπάνες (4,657 δισ. ευρώ) από την πρόβλεψη του 2021 και πολύ μεγαλύτερες δαπάνες, από αυτές του ΣΥΡΙΖΑ, στον τελευταίο δικό του προϋπολογισμό, του 2019 (3,884 δισ. ευρώ πρόβλεψη και 4,041 δισ. ευρώ εκτίμηση). Παράλληλα, έχουμε ένα πολύ μεγάλο αποθεματικό, από το οποίο θα καλυφθούν οι δαπάνες Covid που θα προκύψουν», σημείωνει.
«Πόσες ακριβώς θα είναι αυτές, δεν μπορώ να σας το πω, διότι εξαρτάται από την εξέλιξη της πανδημίας, που έχει ακόμη σοβαρές αβεβαιότητες, δεδομένου ότι έχουμε και την Όμικρον, που ακόμη δεν ξέρουμε πώς ακριβώς θα επηρεάσει. Συνεπώς, οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και των στελεχών του, οι οποίοι συγκρίνουν απολογιστικά στοιχεία που περιλαμβάνουν τις δαπάνες Covid, τις δαπάνες των αποθεματικών, με στοιχεία προϋπολογισμού που δεν τις περιλαμβάνουν, είναι αίολες και γίνονται, δυστυχώς, μόνο για λόγους μικροκομματικού συμφέροντος», υπογραμμίζει ο Θ. Σκυλακάκης.
Όσον αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών υπογραμμίζει ότι «τα χρήματα από το Ταμείο Ανάπτυξης προφανώς και θα δώσουν πίσω ένα μέρος της ανάπτυξης, εφόσον επενδυθούν τα χρήματα σωστά», ενώ επισημαίνει ότι «το «Ελλάδα 2.0 είναι ένα πρόγραμμα αυστηρά επενδυτικό».
Επιπροσθέτως, τονίζει ότι «το Ταμείο έχει ένα κομμάτι που αφορά σε δημόσια έργα και ένα άλλο κομμάτι για κοινωνικές υποδομές. Είναι προφανές, ότι τα δημόσια έργα αφορούν πλήθος κόσμου».
Επίσης σχετικά με τον πληθωρισμό, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «ένα κύμα αυξήσεων τιμών, κυρίως στα καύσιμα, δεν οδηγεί κατ' ανάγκη σε πληθωρισμό. Δημιουργείται ο πληθωρισμός, όταν οι προσωρινές αυξήσεις αποκτούν μόνιμο χαρακτήρα και δημιουργείται ένα σπιράλ αυξήσεων τιμών και μισθών. Κοινώς, όταν από τις προσωρινές αυξήσεις περνάμε σε μόνιμες πληθωριστικές προσδοκίες. Αυτό, στην Ευρωζώνη δεν πρόκειται να συμβεί και γι' αυτό υπάρχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία έχει ως μακροχρόνιο στόχο το 2%, που είναι ένα ύψος πληθωρισμού φυσιολογικό για την αναπτυξιακή διαδικασία»
Αναφερόμενος στην επόμενη χρονιά ο Θ. Σκυλακάκης επισημαίνει ότι «υπάρχουν προβλήματα που είναι σε εξέλιξη, όπως η ακρίβεια και η πανδημία, και σημαντικά ποσά στο αποθεματικό του επόμενου προϋπολογισμού, είναι προφανές ότι θα υπάρχουν και μέτρα που ακόμη δεν γνωρίζουμε και θα εξειδικευτούν στη διάρκεια του επόμενου έτους».
Παράλληλα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών τονίζει ότι «οι ρυθμίσεις που έχουμε κάνει για την πανδημία είναι εξαιρετικά ευνοϊκές. Για παράδειγμα, στην επιστρεπτέα προκαταβολή θα έχουμε πέντε χρόνια, με πολύ χαμηλό επιτόκιο, ενώ από τα 8,3 δισ. ευρώ που δώσαμε, μόνο τα 3 δισ. ευρώ θα επιστραφούν, τελικά. Σε κάθε περίπτωση, επειδή υπάρχει και η ανάγκη υπολογισμού των ποσών της επιστρεπτέας, είναι ένα θέμα που δεν έχει ολοκληρωθεί τεχνικά, ακόμη, από την ΑΑΔΕ. Ο χρόνος έναρξης πληρωμής είναι ένα ζήτημα που εξετάζει το Υπουργείο Οικονομικών».
Τέλος ο Θ. Σκυλακάκης αναφερομένος στο κόστος της πανδημίας για το κράτος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι « μας κόστισε 40 δισ. ευρώ, αλλά είχαμε και το πλεονέκτημα ότι κερδίσαμε ένα μεγάλο ποσό από Ευρωπαϊκούς πόρους, το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν στην Ευρώπη, από επιδοτήσεις και χαμηλότοκα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, που μας καλύπτουν περίπου τη μισή από αυτή τη ζημιά. Ταυτόχρονα, κινηθήκαμε με ταχύτητα στον τομέα των μεταρρυθμίσεων. Κάτι, που γίνεται και διεθνώς αποδεκτό. Βλέπετε όλους τους διεθνείς Οργανισμούς, ακόμα και το νέο Υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας που το επισημαίνει. Κατ' αυτό τον τρόπο, έχουμε θέσει τις βάσεις για μία πολύ ταχύτερη αναπτυξιακή διαδικασία, που θα αποκαταστήσει στη διάρκεια των επόμενων 5-10 ετών τη ζημιά, την οποία μας έκανε η πανδημία, από πλευράς επιβάρυνσης του δημοσίου χρέους».