Σπάει το «ταμπού» της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών

Σπάει το «ταμπού» της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών

Το «ταμπού» της αξιολόγησης εκπαιδευτικών, ένα από τα πιο δαιμονοποιημένα θέματα επί δεκαετίες για την ελληνική εκπαίδευση, επιχειρεί να σπάσει η κυβέρνηση.

Το νομοσχέδιο του υπ. Παιδείας συζητήθηκε σήμερα στο υπουργικό συμβούλιο, θεσπίζει το αυτονόητο για κάθε χώρα που σέβεται τον εαυτό της. Την αξιολόγηση των 160.000 δασκάλων και καθηγητών στα 15.000 σχολεία. Η Ελλάδα είναι σήμερα μια από τις ελάχιστες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς αξιόπιστο σύστημα αξιολόγησης των διδασκόντων.

Την επόμενη εβδομάδα το νομοσχέδιο βγαίνει σε δημόσια διαβούλευση, ενώ θα προηγηθεί συνέντευξη Τύπου. Καθιερώνει τέσσερις κλίμακες βαθμολογίας των εκπαιδευτικών από το «μη ικανοποιητικός» έως το «εξαιρετικός», επιβράβευση με μόρια για όποιον περάσει την αξιολόγηση, αλλά όχι για τον στάσιμο, που θα πρέπει πρώτα να επιμορφωθεί για να φτάσει τα επίπεδα του πρώτου, αντικειμενικά κριτήρια, όπως εμπειρία και τίτλοι σπουδών, αλλά και ποιοτικά. Αυτοί είναι ορισμένοι από τους βασικούς άξονες του πολυνομοσχεδίου, που θα εφαρμοσθεί το φθινόπωρο και θεωρείται βέβαιο ότι θα πυροδοτήσει τις αντιδράσεις των «δεινοσαύρων» της εκπαίδευσης.

Της ηγεσίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο χώρο της εκπαίδευσης, κομμάτων της αντιπολίτευσης και κάθε λογής αντιλήψεων ανεξαρτήτως πολιτικού χώρου που θεωρούν ότι όλα πρέπει να υπακούουν στον κανόνα της εξίσωσης και της ομοιομορφίας.

Απέναντι στις αντιδράσεις που είναι ζήτημα χρόνου να εκδηλωθούν, η κυβέρνηση καλείται να προχωρήσει χωρίς ταλαντεύσεις και υποχώρηση, εισάγοντας μεταξύ άλλων τα παρακάτω:

  • Η υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια του εκπαιδευτικού θα αξιολογείται μέσω συνεντεύξεων από δύο αξιολογητές. Κάθε 2 χρόνια από τον Σύμβουλο Εκπαίδευσης και τον Διευθυντή του Σχολείου και το ίδιο θα συμβαίνει κάθε 4 χρόνια, για το παιδαγωγικό κλίμα, τη διατήρηση τάξης και όλα τα υπόλοιπα.
     
  • Τέσσερις κλίμακες βαθμολογίας. Για την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών προβλέπονται τέσσερις κλίμακες. «Μη ικανοποιητικός», «ικανοποιητικός», «πολύ καλός», «εξαιρετικός». Για δασκάλους και καθηγητές που θα χαρακτηρίζονται ως «μη ικανοποιητικοί» και «ικανοποιητικοί», θα προβλέπεται βελτιωτική επιμόρφωση.
     
  • Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού θα γίνεται σε τρεις άξονες. Τη γενική και διδακτική αξιολόγηση του γνωστικού αντικειμένου του δασκάλου και του καθηγητή την οποία θα κάνει ο Σύμβουλος Εκπαίδευσης (ο πρώην Σχολικός Σύμβουλος). Την αξιολόγηση για το παιδαγωγικό κλίμα και τη διαχείριση της τάξης, η οποία θα γίνεται από τον Διευθυντή του σχολείου. Και την αξιολόγηση της υπηρεσιακής συνέπειας από τον Διευθυντή και τον Σύμβουλο Παιδαγωγικής Ευθύνης.
     
  • Κάθε εκπαιδευτικός θα αποκτά ένα προσωπικό ηλεκτρονικό φάκελο, όπου μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνονται στοιχεία άσκησης του εκπαιδευτικού και διοικητικού του έργου, ποια μέσα και νέες τεχνολογίες χρησιμοποιεί κατά τη διδασκαλία, κ.ό.κ.
     
  • Το υπουργείο δεσμεύεται ότι ο χαρακτήρας της αξιολόγησης δεν θα είναι τιμωρητικός, παρά θα έχει διττό στόχο, επιβράβευση της προσπάθειας δασκάλων και καθηγητών και συνεχή βελτίωση της απόδοσης κάποιων άλλων. Ποινές δεν υπάρχουν, εισάγεται ωστόσο περισσότερη αξιοκρατία. Άλλα μόρια και διαφορετικές δυνατές ανέλιξης θα έχει ο καθηγητής που θα περάσει επιτυχώς την αξιολόγηση, έναντι του συναδέλφου του, που παρ' ότι έχει ίδια χρόνια θητείας, θα πρέπει πρώτα να επιμορφωθεί αν θέλει να διεκδικήσει στο μέλλον υψηλότερη θέση.

Στόχος των παραπάνω είναι να πάψουν οι Έλληνες μαθητές να έχουν σταθερά τις χαμηλότερες επιδόσεις στη διεθνή αξιολόγηση του προγράμματος Pisa, να πάψει η Ελλάδα να αποτελεί μια από τις ελάχιστες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς ένα αξιόπιστο σύστημα αξιολόγησης και επιβράβευσης της προσπάθειας των εκπαιδευτικών, αλλά και χωρίς μεγαλύτερη αυτονομία των σχολείων. Στο πλαίσιο αυτό εισάγονται:

  • Η μεγαλύτερη αυτονομία της σχολικής μονάδας, καθώς η ποιότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων είναι άμεσα συναρτώμενη με το βαθμό αποκέντρωσής τους, τομέας στον οποίο η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι άλλων χωρών. Στόχος είναι στο εξής ο μαθητής να εστιάζει στην κριτική σκέψη και την συλλογή πληροφοριών από πολλές και διαφορετικές πηγές, όταν το σημερινό μοντέλο συνεχίζει να πριμοδοτεί το φαινόμενο της «παπαγαλίας». Στην λογική αυτή, κάθε σχολείο θα δίνει τη δυνατότητα στο μαθητή να επιλέγει πέραν του ενός βιβλίου ανά γνωστικό αντικείμενο, όπως συμβαίνει στον προηγμένο κόσμο. Ταυτόχρονα, εκτός του πολλαπλού βιβλίου, ο διευθυντής κάθε μονάδας θα έχει μεγαλύτερη αυτονομία κινήσεων, καθώς θα μπορεί να αξιολογεί ο ίδιος το διδακτικό προσωπικό. Επιπλέον προβλέπεται μεγαλύτερη οικονομική αυτονομία ανά σχολείο.
     
  • Δημιουργία του θεσμού του «μέντορα» για την ένταξη των εκπαιδευτικών στο σχολείο. Ρόλος τους θα είναι η καθοδήγηση των νεοεισερχόμενων εκπαιδευτικών.
     
  • Καθιέρωση του θεσμού των Συμβούλων Εκπαίδευσης.
     
  • Δημιουργία του θεσμού του Ενδοσχολικού Συντονιστή ανά μια τάξη στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και ανά γνωστικό αντικείμενο στην Δευτεροβάθμια. Ο ενδοσχολικός συντονιστής θα επιλέγεται από τον διευθυντή κάθε σχολείου με συγκεκριμένα κριτήρια και θα αποκτά επιπλέον μόρια τα οποία θα συνεκτιμώνται στην ανέλιξή του.

Έχοντας μαζί της ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, η κυβέρνηση μέσω του συγκεκριμένου πολυνομοσχεδίου καλείται να μην διαψεύσει τις προσδοκίες της. Ένα πολύ μεγάλο τμήμα του εκπαιδευτικού κόσμου που θέλει να αναγνωριστεί η αξία του έργου του και εκατομμύρια οικογένειες που θέλουν να στείλουν τα παιδιά τους σε ποιοτικά δημόσια σχολεία, ζητά επειγόντως αλλαγές.

Εκατομμύρια γονείς ενδιαφέρονται για τα αποτελέσματα του σχολείου που θα στείλουν τα παιδιά τους και χιλιάδες εκπαιδευτικοί, παρά τις επιδιώξεις των συνδικαλιστικών τους ηγεσιών, θα ήθελαν να γνωρίζουν τις προτιμήσεις των γονέων και των παιδιών, δηλαδή των καταναλωτών της υπηρεσίας που παρέχουν. Η Ελλάδα είναι σήμερα μια από τις ελάχιστες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου αυτό δεν συμβαίνει.