Στην επιστήμη της Ιστορίας γνωρίζουμε καλά ότι τελευταίες στις κοινωνίες μεταβάλλονται οι νοοτροπίες των ανθρώπων. Οι λόγοι είναι πολλοί και διαφορετικοί. Ανάμεσά τους συναντάμε την αντίδραση στο καινούργιο που προκαλεί η συνήθεια με την ασφάλεια που αυτή προσφέρει και την εξοικείωση με τους όρους και τις μεθόδους άσκησης της εργασίας που γνωρίζει κάποιος επί μακρά σειρά ετών. Η πολιτική χειραγώγηση επίσης ή η ιδεολογική καθοδήγηση μεγάλης μερίδας των πληθυσμών δημιουργεί συχνά αντιστάσεις και αδράνειες που σέρνουν την κοινωνία αργά πίσω από επιστημονικές, κοινωνικές, οικονομικές ή θεσμικές αλλαγές που συνήθως προηγούνται.
Εσκεμμένα επιλέγω να αναφερθώ σ’ αυτές μόνο τις αιτίες, ενώ θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε κι άλλες που αποτελούν τροχοπέδη σε μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που ποτέ δεν έλλειψαν από καμιά κοινωνία και καμιά εποχή. Ο λόγος που τις επιλέγω είναι γιατί σ’ αυτές προσωπικά εντοπίζω το βαθύ υπόστρωμα της αντιπαράθεσης μεταξύ μεγάλης μερίδας της εκπαιδευτικής κοινότητας με μπροστάρηδες τους συνδικαλιστές της, με το υπουργείο.
Πολύ φοβάμαι όμως ότι δεν πρόκειται απλά για αντιπαράθεση υπουργείου ή κυβέρνησης μ' έναν επαγγελματικό κλάδο, αλλά για σύγκρουση του τελευταίου με την πλειοψηφία της κοινωνίας. Όχι μόνο γιατί η κυβέρνηση είναι πλειοψηφική και η δημοκρατία πορεύεται με κανόνες πλειοψηφίας, αλλά γιατί η κοινωνία μετά από δύο απανωτές κρίσεις, οικονομική και υγειονομική, σιγά σιγά βαθαίνει την αυτοκριτική της και βλέπει τον εαυτό της και τις αδυναμίες της στον καθρέφτη σε βαθμό τέτοιο, ώστε να γίνεται όλο και πιο απαιτητική από το πολιτικό σύστημα για τη λειτουργία του κράτους και των σημαντικών θεσμών του, όπως η Παιδεία και η Υγεία.
Βαθιά μου πίστη είναι ότι η εκπαιδευτική κοινότητα στην πλειοψηφία της αδυνατεί ή δεν θέλει να δει ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να κάνει τη δική της αυτοκριτική, επειδή αυτό είτε ξεβολεύει πολλούς που πρέπει να εργαστούν με άλλους όρους, είτε επειδή διαταράσσει ιδεοληπτικές απόψεις χρόνια διαμορφωμένες μέσα σε κομματικά εργαστήρια.
Τον κομματισμό στην εκπαίδευση, όπως και την έλλειψη ιστορικής παιδείας, με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων που διαχρονικά σχεδίασαν υποτίμησαν ή εργαλειοποίησαν το μάθημα της Ιστορίας, την πληρώσαμε και σε άλλα θέματα, για παράδειγμα στα εθνικά, τώρα μας επιστρέφεται ως αδυναμία κατανόησης και αποκωδικοποίησης των απαιτήσεων των καιρών, αφού οι ίδιοι οι δάσκαλοι των παιδιών μας αδυνατούν να αντιληφθούν ότι ιστορικά οι οικονομικές κρίσεις και οι πανδημίες ξεθεμελίωσαν κοινωνίες, οδήγησαν σε αμφισβήτηση θεσμών και κινητοποίησαν αλλαγές στις κοινωνίες, στην πολιτική, στην στάση των ανθρώπων απέναντι στη θρησκεία ή στις απαιτήσεις τους για γνώση και πρόοδο.
Αν όλα αυτά τα εντάξουμε στο πλαίσιο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, που εκ των πραγμάτων δημιουργεί άλλες απαιτήσεις για την εκπαίδευση, αντιλαμβανόμαστε πως η στείρα αντίδραση στην αξιολόγηση προκαλεί μόνο επικρίσεις και οργή στην υπόλοιπη κοινωνία που ζει, εργάζεται και επιβιώνει μέσα σ’ ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό και απαιτητικό περιβάλλον στο οποίο μάλλον καταλαβαίνει ότι θα ζήσουν και θα εργαστούν και τα παιδιά της.
Δεν θ’ αναφερθώ εδώ στα επιχειρήματα και στα αντεπιχειρήματα των δύο πλευρών, γιατί απλά δεν πιστεύω ότι απαντούν στο πρόβλημα, αλλά αποτελούν επίφαση επιχειρηματολογίας και γραμμές άμυνας που στην τελική δεν πείθουν κανέναν εξωτερικό παρατηρητή. Οι γονείς και η κοινωνία έχουν εικόνα για τη λειτουργία του σχολείου και για την επάρκεια των λειτουργών του, ό,τι και να πούμε εμείς που το υπηρετούμε. Εμείς οι εκπαιδευτικοί ξέρουμε τις ευθύνες και τις ελλείψεις του υπουργείου διαχρονικά. Συνήθως αρνούμαστε να δούμε τις δικές μας ή να παραδεχτούμε ότι πολλές χρόνιες αδυναμίες προέρχονται από ένα αλισβερίσι μεταξύ δικών μας ιδιοτελών απαιτήσεων που εξυπηρετούν τη βολή μας και τις οποίες αγκαλιάζουν πάντα οι συνδικαλιστές, με το πελατειακό κράτος που διαχρονικά τις ικανοποιούσε ή τις ικανοποιεί αντί να συγκρουστεί κάνοντας βαθιές τομές χάριν της Παιδείας και των μαθητών.
Σαράντα χρόνια περίπου το θέμα της αξιολόγησης έρχεται και φεύγει από την επικαιρότητα. Μάχες δίνονται για να κερδηθούν πάντα από τον συνδικαλισμό και το βαθύ κράτος που συναλλάσσεται μαζί του. Αυτές οι νίκες τροφοδοτούν και τη σημερινή αντίδραση με την πίστη ότι πάντα θα προστεθεί μια ακόμη. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν όμως όσοι προσωποποιούν το θέμα της αξιολόγησης στο πρόσωπο της συγκεκριμένης υπουργού, αν και στο παρελθόν δυο ακόμη γυναίκες υπουργοί στοχοποιήθηκαν επίσης, είναι ότι πια οι καιροί ου μενετοί. Από τη μια οι ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, από την άλλη η κοινωνία που είπαμε ήδη ότι δεν είναι η ίδια, καθιστούν την αλλαγή μονόδρομο.
Έλεγα πάντα ότι η σωστή στάση είναι να συζητήσουμε τους όρους, να προτείνουμε υλοποιήσιμες και ρεαλιστικές προτάσεις, να αναδείξουμε ψύχραιμα και με σαφήνεια τις αδυναμίες της κεντρικής διοίκησης που δυσκολεύουν τον προγραμματισμό του εκπαιδευτικού μας έργου, γιατί υπάρχουν και είναι πολλές και σημαντικές, αλλά στο πλαίσιο της αποδοχής της πραγματικότητας ότι το σχολείο πρέπει να θέτει καινούργιους στόχους πέρα από την διδασκαλία ή την διεκπεραίωση της απίστευτης γραφειοκρατίας που μας κατατρύχει καθημερινά. Η απάντηση όμως ήταν πάντα άρνηση στην αξιολόγηση. Διανθίστηκε πρόσφατα μ’ ένα «δεν είμαστε αντίθετοι με την αξιολόγηση, αλλά να γίνει σύμφωνα με το νόμο Γαβρόγλου…» ή το καλύτερο «ποιος θα με αξιολογήσει εμένα; Μα αυτοί δεν είναι καλοί διευθυντές, καλοί σύμβουλοι κτλ.».
Για να μην κρυβόμαστε, όλα αυτά ισούνται και πάλι με άρνηση της αξιολόγησης επί της αρχής, γιατί μας κρύβουν τους πραγματικούς τους υποχθόνιους στόχους και γιατί κανείς δεν είναι καλύτερος από ΄μας. Σύγκρουση λοιπόν με όλα και με όλους και ξύλινος κομματικός λόγος που αναφερόταν πάντα και πανομοιότυπα σε ανταγωνιστικό σχολείο, ιδιώτες, χορηγούς, υπερεργασία και εξουθένωση, κατηγοριοποίηση σχολείων, αυταρχισμό της εξουσίας και το περίφημο «μας αξιολογούν οι μαθητές μας». Λες και βγαίνεις έξω και ακούς μόνο επευφημίες, όταν μια κοινωνία ολόκληρη μας ασκεί δριμεία κριτική συνεχώς.
Για το λόγο που μόλις ανέφερα το ζήτημα της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας που σήμερα είναι το επίδικο των κινητοποιήσεων στην ουσία του είναι πολιτικό ζήτημα. Ο χώρος της Παιδείας, είτε τα Πανεπιστήμια, είτε τα σχολεία ηγεμονεύεται από τις νοοτροπίες, το λόγο και τα πρόσωπα της Αριστεράς σε όλες της τις αποχρώσεις. Πίσω τους στοιχίζεται και κάθε ανεπαρκής, ανασφαλής ή τεμπέλης, γιατί υπάρχουν κι αυτοί, όπως υπάρχουν και λαμπροί δάσκαλοι. Σε μια εποχή όμως που τα σύμβολα όλα καταρρέουν το ένα πίσω από το άλλο, κάποιοι στήνουν μάχες οπισθοφυλακών πότε στα Πανεπιστήμια, για να μην καταρρεύσουν τα τελευταία τους ταμπού και ο προνομιακός χώρος της επαναστατικής τους γυμναστικής και της στράτευσης νέων -δυστυχώς η υποχωρητικότητα της κυβέρνησης στο θέμα της Πανεπιστημιακής αστυνομίας έδωσε επιχειρήματα και σθένος σ’ αυτούς που δεν θέλουν να ακούν τη λέξη αξιολόγηση στην εκπαίδευση- και πότε στα σχολεία.
Δεν νομίζω ότι φαντάζεται κανείς ότι είναι τίποτα τρομερό να προγραμματίσουμε δυο δράσεις στο σχολείο ή να συμμετάσχουμε σ’ ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα ή να επιμορφωθούμε ή να κάνουμε ομάδες εργασίας, πολλά απ’ αυτά γίνονται ήδη άλλωστε σε πολλά σχολεία. Ο αγώνας όμως γίνεται για τα σύμβολα, για τις έννοιες και για να μην περάσει κατ’ ελάχιστο η ευθύνη από το κράτος στα χέρια μας. Όταν λειτουργείς ανεύθυνα, με σωρούς εγκυκλίων και κανόνων, όταν δεν σχεδιάζεις και δεν υλοποιείς τίποτα, ούτε ευθύνη έχεις, ούτε κόπο επιπλέον καταβάλλεις, ούτε λογοδοτείς.
Την ευθύνη όλη την έχει το κράτος από το οποίο αυτιστικά ζητάμε μόνο προσλήψεις και χρηματοδότηση, λες κι αυτά τα λεφτά δεν είναι οι φόροι μας ή λες και τα λεφτά μόνο κάνουν τον καλό δάσκαλο. Βοηθούν το έργο του ναι, δεν αποτελούν την ψυχή της εκπαίδευσης που αυτή είναι ο εκπαιδευτικός και οι μαθητές. Όταν λοιπόν την ευθύνη την έχει μόνο το κράτος, εσύ είσαι ο ορισμός του δημοσίου υπαλλήλου. Δεν είσαι όμως δάσκαλος. Ο δάσκαλος θέλει ψυχή, μεράκι, αυτενέργεια, ευθύνη, ζήλο, θυσία, συχνά και προσφορά από τον προσωπικό του χρόνο. Ας τον έχει απαξιώσει η πολιτεία οικονομικά. Το κύρος μας το διεκδικούμε και οι ίδιοι, πρώτα απ’ όλα στα μάτια των μαθητών μας και της κοινωνίας γιατί μετά οι διεκδικήσεις μας θα βρουν υποστήριξη και από την κοινωνία.
Στην παρούσα φάση, η περίφημη αξιολόγηση, αφορά στον προγραμματισμό δράσεων, επιμορφώσεων, προγραμμάτων και συνεργασιών μεταξύ των εκπαιδευτικών για τον εμπλουτισμό του εκπαιδευτικού έργου. Αυτό που κυρίως ανησυχεί την εκπαιδευτική κοινότητα όμως είναι το επόμενο στάδιο που αφορά στην της αξιολόγηση του ίδιου του εκπαιδευτικού. Για να είμαστε ειλικρινείς ο μέχρι τώρα σχεδιασμός του υπουργείου είναι άτολμος και αποσπασματικός και παρά τη δίψα της κοινωνίας για αξιολόγηση, για όσους γνωρίζουμε, κατανοούμε μεν ότι πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά μέσα από την εμπέδωση αρχικά μιας κουλτούρας αξιολόγησης, αλλά κανείς μην περιμένει ότι αύριο το πρωί στα σχολεία μας θα συντελεστούν θαύματα. Χρειάζεται πολλά στάδια μελέτης και αναθεώρησης για να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Από την πλευρά του υπουργείου όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν αρκεί να ενσωματώνουμε ευρωπαϊκές οδηγίες ή σχέδια επί χάρτου χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας την εκπαιδευτική πραγματικότητα. Δεν είναι δυνατόν στην ήδη τεράστια γραφειοκρατία των σχολείων να προστεθεί επιπλέον έργο χωρίς γραμματειακή υποστήριξη για παράδειγμα. Κάτι που θα μπορούσε να λυθεί είτε με την περίφημη κινητικότητα στο δημόσιο ή εκ των ενόντων, αφού υπάρχουν ειδικότητες που πλεονάζουν και τώρα τους ανατίθενται απίθανα αντικείμενα για να διδάξουν. Ούτε είναι δυνατόν στα σχολεία να οργανωθούν ομάδες επιμόρφωσης μεταξύ των εκπαιδευτικών, όταν λόγω των αναθέσεων διδάσκουν σε ολόκληρα γυμνάσια οι ξενόγλωσσοι καθηγητές και κάθε άσχετος Ιστορία ή την Βιολογία ο Φυσικός. Ποιος είναι ο ειδικός που θα επιμορφώσει τον άλλο ή θα συντονίσει το μάθημα σ’ αυτές τις περιπτώσεις;
Πολλά θα μπορούσα να απαριθμήσει για την προχειρότητα των σχεδιασμών του υπουργείου, θα κλείσω όμως με τη βασική μου κριτική. Όταν θες να μεταρρυθμίσεις έναν κλάδο, πρώτα και κύρια μελετάς το έμψυχο δυναμικό σου. Όταν λόγω οικονομικής κρίσης το προσωπικό της δευτεροβάθμιας κυρίως έχει μέσο όρο ηλικίας γύρω στα 50 χρόνια, πως φιλοδοξείς να μεταβάλλεις νοοτροπίες και να εμπεδώσεις άλλο τρόπο εργασίας σε ανθρώπους 55, 60 ή 67 χρονών που ακόμη βρίσκονται στην τάξη και μια ζωή έμαθαν να αποκρούουν μεταρρυθμίσεις και να οχυρώνονται πίσω από τον κομματικό συνδικαλισμό;
Πώς θα γίνει αυτό, όταν οι δάσκαλοι που αντίστροφα έχουν ανανεωθεί αρκετά σε έμψυχο δυναμικό διορίστηκαν τα τελευταία χρόνια σχεδόν μόλις τελείωσαν το Πανεπιστήμιο, οπότε από την επαναστατική γυμναστική του Πανεπιστημίου πέρασαν κατευθείαν στον συνδικαλισμό της εκπαίδευσης αγνοώντας τη λειτουργία της ιδιωτικής οικονομίας και τον κόπο της επιβίωσης του ανθρώπου εκτός δημοσίου; Κακά τα ψέματα οι μεταρρυθμίσεις έχουν και οικονομικό κόστος και χρειάζονται παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση του έμψυχου υλικού που θα τις υλοποιήσει, δεν γίνονται μόνο ανακατεύοντας την τράπουλα ή εφαρμόζοντας πολιτικές εξοικονόμησης πόρων και έμψυχου δυναμικού.
* Η Ευαγγελία Χολέβα είναι Εκπαιδευτικός στο 3 ο ΓΕΛ Αλίμου Διδάκτωρ Ιστορίας