Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγαν πέντε δικαστικές Ενώσεις και ζητούν να εκδοθεί προσωρινή διαταγή, προκειμένου να ανασταλεί η υποχρέωση των δικαστών και εισαγγελέων να υποβάλλουν δηλώσεις πόθεν έσχες (περιουσιακής κατάστασης) μέχρι να δημοσιευθεί από την Ολομέλεια του ΣτΕ η απόφαση επί της κυρίας προσφυγής που έχουν ταυτόχρονα καταθέσει.
Στο ΣτΕ κατέθεσαν αίτηση ακύρωσης και αίτηση αναστολής, η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, η Ένωση Διοικητικών Δικαστών και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και ζητούν (εκτός του αιτήματος έκδοσης προσωρινής διαταγής) να ανασταλεί και να ακυρωθεί η σχετική απόφαση των υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών για την ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων πόθεν έσχες.
Οι δικαστικές Ενώσεις υποστηρίζουν, ότι από την υποβολή των δηλώσεων πόθεν έσχες με ηλεκτρονικό τρόπο, θα υποστούν βλάβη ανεπανόρθωτη, αν δεν «παγώσει» άμεσα η επίμαχη υπουργική απόφαση, καθώς θα αναγκαστούν να διαβιβάσουν απόρρητα στοιχεία της περιουσιακής τους κατάστασης, εξόχως σημαντικά στοιχεία της προσωπικής και οικογενειακής τους ζωής, σε μια επιτροπή η οποία απαρτίζεται από πρόσωπα που δεν πληρούν τα επιβεβλημένα -λόγω της ιδιότητας των δικαστικών λειτουργών- εχέγγυα προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η δε επιτροπή που θα ελέγξει τις δηλώσεις πόθεν έσχες έχει συγκροτηθεί κατά τρόπο αντισυνταγματικό, σημειώνουν οι πέντε Ενώσεις.
Ακόμη αναφέρουν, ότι με την ηλεκτρονική κατάθεση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, δεν διασφαλίζεται η προστασία των δικαστικών λειτουργών από τον κίνδυνο διαρροής και δημοσιοποίησης των προσωπικών δεδομένων τους, όπως είναι οι τραπεζικοί λογαριασμοί των ιδίων και των μελών των οικογενειών τους, των περιουσιακών τους στοιχείων, κ.λπ.
Ο κίνδυνος αυτός (διαρροών) είναι πολύ μεγαλύτερος, σημειώνουν οι δικαστές, καθώς για πρώτη φορά δημιουργούνται ηλεκτρονικά αρχεία που περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία του συνόλου των δικαστικών λειτουργών.
Σε άλλο σημείο αναφέρουν, ότι η επίμαχη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, είναι αντίθετη σε συνταγματικές διατάξεις, όπως: 1) στην αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών και στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, καθώς ο έλεγχος των δηλώσεων ανατίθεται με αντισυνταγματικό τρόπο σε επιτροπή μη συγκροτούμενη, κατά πλειοψηφία, από δικαστές, 2) στην αρχή της ισότητας, καθώς για άλλους δικαστές (των ανωτάτων δικαστηρίων) προβλέπεται ο έλεγχος των δηλουμένων στοιχείων και η επισύναψη των στοιχείων που μεταβάλλονται (συμβόλαια, κ.λπ.), ενώ για όλους τους άλλους (υπολοίπων βαθμίδων) προβλέπεται ο δειγματοληπτικός έλεγχος και η μη επισύναψη των εγγράφων που επιφέρουν μεταβολές περιουσιακής κατάστασης, κ.λπ. και
3) στην αρχή της αναλογικότητας λόγω των προβλεπομένων δυσανάλογων κυρώσεων, όπως είναι, μεταξύ των άλλων, για μη επισύναψη αντιγράφων από τις μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης.
Επίσης, αναφέρουν ότι παραβιάζεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην οικονομική ελευθερία, ενώ επέρχεται και προσβολή του συνταγματικά κατοχυρωμένου ατομικού δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Η αίτηση ακύρωσης προσδιορίστηκε να συζητηθεί στις 13 Ιανουαρίου 2017, με εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας, Δημήτρη Σκαλτσούνη.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ