Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε σε παγκόσμια κλίμακα μια κατάσταση διαρκούς κοινωνικού μετασχηματισμού, της οποίας βασικό χαρακτηριστικό είναι η πλήρης κατοχύρωση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλες τις κοινωνικές ομάδες, καθώς και η λήψη υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών τους κατά τη διαδικασία χάραξης δημόσιων πολιτικών.
Προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την ανεμπόδιστη και ουσιαστική διασφάλιση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία σε ίση βάση με το γενικό πληθυσμό. Χαρακτηριστικό ορόσημο για τη μετάβασή μας από το ιατροκεντρικό μοντέλο στη δικαιωματική προσέγγιση της αναπηρίας, συνιστά η υιοθέτηση της κυρωθείσας από τη χώρα μας Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες (εφεξής Σύμβαση).
Η Σύμβαση αναγνωρίζει ρητά τα Άτομα με Αναπηρία ως υποκείμενα με πλήρη δικαιώματα και ελευθερίες και ως ενεργούς πολίτες που συμμετέχουν ισότιμα σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής ζωής. Αναγκαίο προαπαιτούμενο για αυτό, είναι η εξασφάλιση της καθολικής προσβασιμότητας σε όλους τους τομείς.
Ως ένας από τους κεντρικούς άξονες που διαμορφώνουν το δικαιωματικό μοντέλο της αναπηρίας, η προσβασιμότητα είναι μία από τις οκτώ γενικές αρχές της Σύμβασης και διατρέχει το σύνολο αυτής, συνδυαζόμενη με μία σειρά ειδικότερων διατάξεων. Πιο συγκεκριμένα, κατοχυρώνεται άμεσα ή έμμεσα στα άρθρα 9 – προσβασιμότητα, 14 - ελευθερία και ασφάλεια του ατόμου, 19 – ανεξάρτητη διαβίωση και ένταξη στην κοινωνία, 21 – ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης και πρόσβαση στην πληροφορία, 24 – εκπαίδευση, 25 – υγεία, 27 – εργασία και απασχόληση, 29 – συμμετοχή στην πολιτική και δημόσια ζωή, και 30 – συμμετοχή στην πολιτιστική ζωή, την αναψυχή, τον ελεύθερο χρόνο και τον αθλητισμό.
Επιπλέον, οι απαιτήσεις προσβασιμότητας έχουν θεσμοθετηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε μία σειρά πεδίων πολιτικής. Οι κανόνες της Ε.Ε. καθιστούν τις απαιτήσεις αυτές απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορούν τα κράτη μέλη να επωφελούνται από χρηματοδοτήσεις των διαρθρωτικών ταμείων.
Δεδομένου ότι η τοπική αυτοδιοίκηση συνιστά το βαθμό διακυβέρνησης που βρίσκεται εγγύτερα στον πολίτη και επηρεάζει άμεσα την καθημερινότητά του, αποτελεί ισχυρή πρόκληση και επιτακτική αναγκαιότητα η δημιουργία σύγχρονων, φιλικών και προσβάσιμων πόλεων, χωρίς εμπόδια και αποκλεισμούς. Η διασφάλιση της ανεμπόδιστης πρόσβασης στο φυσικό, το δομημένο και το ψηφιακό περιβάλλον, στη δημοτική συγκοινωνία, αλλά και στα σχολεία, στην απασχόληση στις τοπικές επιχειρήσεις, καθώς και στην παρακολούθηση των πολιτιστικών εκδηλώσεων, οφείλουν να υλοποιούνται παράλληλα και σε τοπικό επίπεδο από το σύνολο των δήμων της χώρας.
Ενδεικτικά ορισμένες δράσεις που ερείδονται στη φιλοσοφία της αρχής του καθολικού σχεδιασμού είναι η διαμόρφωση ενός ουδέτερου χωροταξικού περιβάλλοντος, η δημιουργία θέσεων στάθμευσης για Άτομα με Αναπηρία, η λειτουργία στις δημοτικές βιβλιοθήκες ενός τουλάχιστον σταθμού εργασίας κατάλληλα εξοπλισμένου για χρήστες με οπτική αναπηρία, η χρήση διερμηνέων νοηματικής γλώσσας στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου κ.α. Ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δίνεται κατά το σχεδιασμό των «έξυπνων πόλεων», έτσι ώστε οι εφαρμογές που χρησιμοποιούνται με βάση την αξιοποίηση των νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων, να είναι συμβατές με τα προγράμματα υποστηρικτικών τεχνολογιών των χρηστών με αναπηρία. Ορισμένα παραδείγματα προσβάσιμων πόλεων στην Ελλάδα είναι τα Χανιά, η Κομοτηνή και το Ρέθυμνο.
Βασική προτεραιότητα και πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης είναι να επεκτείνει τις συνθήκες της καθολικής προσβασιμότητας στο σύνολο της χώρας. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, ο πυλώνας ΙΙΙ αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στην προσβασιμότητα, περιέχοντας επιμέρους στόχους που καλύπτουν όλες τις διαστάσεις της.
Σε αυτό το πλαίσιο υπεγράφη Πρωτόκολλο Συνεργασίας μεταξύ της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Καταπολέμησης της Φτώχειας, της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ) και της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ), με αντικείμενο το σχεδιασμό και την υλοποίηση πολιτικών και δράσεων, για τη δημιουργία προσβάσιμων και συμπεριληπτικών πόλεων. Το Πρωτόκολλο στοχεύει στην εκπόνηση τοπικών σχεδίων δράσης στους ακόλουθους τομείς:
α. στη διάχυση της δικαιωματικής προσέγγισης της αναπηρίας στις πολιτικές και τα προγράμματα των Δήμων, με ενδεικτικές δράσεις όπως η σύνταξη Χάρτας με καθορισμό των κριτηρίων προσβάσιμης πόλης, η κατάρτιση των στελεχών των δήμων σε θέματα αναπηρίας και η προώθηση της διευκόλυνσης της επαφής των Ατόμων με Αναπηρία με τις δημοτικές υπηρεσίες.
β. στο σχεδιασμό και την εφαρμογή στοχευμένων παρεμβάσεων σε επιμέρους τομείς αρμοδιότητας των Δήμων προς όφελος των ατόμων με αναπηρία με ενδεικτικές δράσεις, όπως η ανάπτυξη εργαλείων για τη βελτίωση της προσβασιμότητας κτιρίων, πλατειών, πεζοδρομίων και παιδικών χαρών αρμοδιότητας των δήμων, η δημιουργία στεγών υποστηριζόμενης διαβίωσης με την αξιοποίηση κενών διαμερισμάτων και η διεξαγωγή εκστρατειών ενημέρωσης των εργοδοτών για τις δυνατότητες απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία.
γ. στην καθιέρωση διαρκούς θεσμικής διαβούλευσης των Δήμων με το εθνικό αναπηρικό κίνημα, με κυριότερη δράση τη συνεργασία των δήμων με το Παρατηρητήριο θεμάτων αναπηρίας της ΕΣΑμεΑ, στο πλαίσιο της υποχρέωσής τους να τηρούν στατιστικά στοιχεία για την αναπηρία και να υιοθετούν σχετικούς ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες.
Η ουσιαστική εφαρμογή του πρωτοκόλλου στην πράξη θα συντελέσει καθοριστικά στην αναβάθμιση των συνθηκών ζωής των συμπολιτών μας με αναπηρία και στην ενεργή κοινωνική τους ένταξη σε μια σύγχρονη, ασφαλή και προσβάσιμη πόλη σχεδιασμένη για όλους.
Η οριζόντια διάχυση της δικαιωματικής προσέγγισης της αναπηρίας σε όλα τα πεδία των δημόσιων πολιτικών συνιστά βασική προτεραιότητα και προγραμματική δέσμευση της Κυβέρνησης. Όπως αποτυπώνεται σαφώς και στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, η δημιουργία προσβάσιμων και συμπεριληπτικών πόλεων, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, βρίσκεται στον πυρήνα των σχεδιαζόμενων δράσεων και αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφία των πολιτικών επιλογών.
Η ενεργή συμβολή των εμπλεκόμενων φορέων στην υλοποίηση των στόχων του πρωτοκόλλου διασφαλίζει την αποτροπή των ανισοτήτων και τη δυνατότητα πλήρους και ισότιμης συμμετοχής του συνόλου των πολιτών σε όλες τις εκφάνσεις και δραστηριότητες της καθημερινής ζωής που αναπτύσσονται σε μία σύγχρονη πόλη.
* Ο Γιώργος Σταμάτης είναι Γενικός Γραμματέας Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Καταπολέμησης της Φτώχειας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.