Προετοιμασμένος για όλα τα ενδεχόμενα ακόμα και αυτό της προκλητικής τακτικής από την πλευράς της Τουρκίας είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφορικά με το ραντεβού της Κυριακής.
Οι δύο άνδρες θα συναντηθούν για τέταρτη φορά από τότε που ο κ. Μητσοτάκης ανέλαβε πρωθυπουργός και πλέον στο Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζουν καλά τα διπλωματικά τερτίπια που χρησιμοποιεί ο κ. Ερντογάν, όταν στριμώχνεται.
Η αλήθεια είναι ότι η θέση των δύο χωρών από το τελευταίο τετ α τετ του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο έχει αλλάξει κατά πολύ, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τη χώρα μας.
Η Ελλάδα, μεταξύ των άλλων, έχει προχωρήσει στη συμφωνία για την προμήθεια 24 Rafale, από τα οποία παραλάβαμε ήδη τα έξι, καθώς και σε συμφωνίες για υπερσύγχρονες φρεγάτες Belharra, ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα Romeo, τορπίλες βαρέως τύπου και μικρότερα πλοία επιφάνειας.
Παράλληλα, η χώρα μας έχει υπογράψει συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής με τη Γαλλία, έχει ήδη συμφωνήσει στην επέκταση της συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ταυτόχρονα, έχει επεκτείνει το πλέγμα των συμμαχιών της με την Αίγυπτο, έχει ενισχύσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ και έχει αναπτύξει ένα ισχυρό πλαίσιο σχέσεων με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Είναι σαφές ότι η Ελλάδα έχει αλλάξει «κατηγορία» στο διεθνές σκηνικό, κάτι που αναπόφευκτα η Άγκυρα θα πρέπει να λάβει στα υπόψιν της, προσερχόμενη στη συνάντηση με θέα το Βόσπορο.
Η βασική εκκρεμότητα που υπάρχει ανάμεσα στις δύο χώρες αφορά στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Πέρα από τη διαφορά αυτή και από τις διαφορετικές απόψεις σε μια σειρά από ζητήματα, όμως, οι δύο χώρες αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις σε πολύ σοβαρά ζητήματα. Υπάρχει και η θετική ατζέντα που κατά καιρούς συζητούν εκπρόσωποι των δύο χωρών.
Σε κάθε περίπτωση η ελληνική πλευρά θα προσέλθει στη συνάντηση με διάθεση για εποικοδομητικό διάλογο, ο οποίος πάντοτε είναι ο σωστός δρόμος για την επίλυση οποιοδήποτε ζητήματος. Οι νεότερες δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων αφορούν χιλιοειπωμένα πράγματα από την πλευρά της Άγκυρας, έχουν απαντηθεί από την ελληνική πλευρά και προφανώς δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση συζήτησης. Στοιχείο που θα φανεί και στην πορεία της συζήτησης.