Το Σύνταγμα δεν καθορίζει το ίδιο το εκλογικό σύστημα, αλλά αναθέτει τον καθορισμό στον κοινό νομοθέτη. Ο μόνος ρητός περιορισμός στην ευχέρεια της Βουλής να ρυθμίσει το εκλογικό σύστημα είναι χρονικός. Όπως προβλέπει το άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγματος, το «εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών».
Πρόκειται για μια ρύθμιση που προστέθηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, προκειμένου να αποτραπεί η στρεβλή πρακτική να καθορίζεται το εκλογικό σύστημα λίγο πριν από τις εκλογές με βάση τα συμφέροντα της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι επόμενες βουλευτικές εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική που ψηφίσθηκε επί Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και οι μεθεπόμενες με ενισχυμένη αναλογική που ψηφίσθηκε επί της Κυβέρνησης ΝΔ (με bonus 40 εδρών για τον πρώτο κόμμα).
Εκτός όμως από τον ως άνω ρητό χρονικό περιορισμό, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι περιορισμοί που συνάγονται ερμηνευτικά από θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές. Ενώ λ.χ. δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής είναι συνταγματικό, το Σύνταγμα θέτει κάποια άκρα όρια ως προς την ενίσχυση του πρώτου κόμματος. Έτσι, ενώ η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος με 40 ή 50 έδρες δεν είναι αντισυνταγματική, θα παραβιαζόταν το Σύνταγμα εάν το bonus του πρώτου κόμματος έφθανε τις 100 έδρες.
Επίσης, η οποιαδήποτε πριμοδότηση του πρώτου κόμματος δικαιολογείται μόνον όταν αυτό έχει συγκεντρώσει ένα minimum ποσοστό των ψήφων. Διότι ναι μεν η ενισχυμένη αναλογική έχει κριθεί επανειλημμένα συνταγματική από τη νομολογία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου με το σκεπτικό ότι ενισχύει τη κυβερνητική σταθερότητα που αποτελεί συνταγματικό σκοπό, ωστόσο το οποιοδήποτε εκλογικό σύστημα θα πρέπει να εξασφαλίζει έναν πυρήνα αντιπροσωπευτικότητας. Αμφιβολίες θα μπορούσαν να εκφρασθούν επίσης και σε σχέση με το πλειοψηφικό σύστημα. Στο σύστημα αυτό η Χώρα διαιρείται σε πολλές μικρές μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες και ο πλειοψηφών συνδυασμός λαμβάνει τη μοναδική έδρα της κάθε εκλογικής περιφέρειας.
Σε άλλη εκδοχή του πλειοψηφικού συστήματος, οι περισσότερες έδρες της κάθε εκλογικής περιφέρειας δεν κατανέμονται αναλογικά με βάση τη δύναμη των κομμάτων αλλά κερδίζονται όλες από το πρώτο κόμμα. Το σύστημα αυτό δημιουργεί, κατά την άποψή μου, μείζονα θέματα συνταγματικότητας και συμβατότητας με τη δημοκρατική αρχή, αφού ενέχει τον κίνδυνο να κερδίζει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ένα κόμμα που είναι δεύτερο σε ψήφους σε πανελλαδικό επίπεδο.
Τέλος, δύο πολύ σύντομες σκέψεις όσον αφορά το ερώτημα, ποιο από τα εκλογικά συστήματα που επιτρέπει το Σύνταγμα είναι προτιμότερο, αυτό της απλής ή αυτό της ενισχυμένης αναλογικής. Καταρχάς, θα πρέπει να τονισθεί ότι δεν υπάρχει ένα εκλογικό σύστημα, το οποίο να είναι το μοναδικό και το καλύτερο για όλες τις εποχές και για όλες τις έννομες τάξεις. Θεωρητικά, η απλή αναλογική είναι το πιο δίκαιο και αντιπροσωπευτικό σύστημα και συνακόλουθα το εγγύτερο στη δημοκρατική αρχή. Από την άλλη, η απλή αναλογική προϋποθέτει μια πολιτική παράδοση συναινέσεων και προγραμματικών συγκλίσεων που δεν υφίσταται στην Ελλάδα.
Επίσης, η απλή αναλογική δύσκολα μπορεί να λειτουργήσει όταν ένα ή περισσότερα από τα κοινοβουλευτικά κόμματα δηλώνουν εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχουν σε Κυβέρνηση οποιασδήποτε σύνθεσης ή, αντιστρόφως, όταν τα «κόμματα εξουσίας» δηλώνουν εκ των προτέρων ότι δεν επιθυμούν να συγκυβερνήσουν με κάποια ή κάποια από τα μικρότερα κόμματα. Και ας μην ξεχνάμε ότι μια Δημοκρατία για να λειτουργήσει, δεν αρκεί να είναι αντιπροσωπευτική. Θα πρέπει να είναι και αποτελεσματική. Και για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να υπάρχει κυβερνητική σταθερότητα.
* O Σπύρος Βλαχόπουλος είναι Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ