Τα «χελιδονίσματα» και τα «μαρτάκια»

Τα «χελιδονίσματα» και τα «μαρτάκια»

?λθε, ?λθε χελιδών,
καλάς ?ρας ?γουσα
καλούς ?νιαυτούς…

Στην αρχαιότητα, κατά την 1η ή την 21η Μαρτίου, τα παιδιά έβγαιναν σε ομάδες και έλεγαν «χελιδονίσματα» κάλαντα για τον ερχομό της άνοιξης δηλαδή. Το έθιμο συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, οπότε τα σύγχρονα παιδιά λένε ένα τραγούδι που έχει εκπληκτικές ομοιότητες με το αρχαίο.

Το τραγούδι της χελιδόνας διασώθηκε από τον Αθηναίο περί το 200μ.Χ. Σε παρένθεση οι σύγχρονοι στίχοι:

«Ήλθε, ήλθε χελιδών (Ήρθε, ήρθ” η χελιδόνα)
καλάς ώρας άγουσα καλούς ενιαυτούς (φέρνοντας καλοκαιριά και καλή χρονιά)
επί γαστέρι λευκά, επί νώτα μέλαινα (στην κοιλιά της άσπρη και στη ράχη μαύρη)
Παλάθαν συ προκύκλει εκ πίονος οίκου (Πέταξε μας μια αρμαθιά απ” το πλούσιο σπίτι σου)
οίνου τε δέπαστρον, τυρών τε κάνιστρον (και μια κούπα με κρασί και πανέρι με τυρί)
και Πυρών α χελιδών και λεκιθίταν (και σταράκι η χελιδόνα και τσουρέκι)
Ουκ απωθείται. Πότερ” απίωμες ή λαβώμεθα; (Δεν περιφρονεί. Τι θα γίνει; Φεύγουμε ή παίρνουμε;)
Ει μεν τι δώσεις ει δε μη, ουκ εάσομες (Αν μας δώσεις κατιτίς, ειδαλλιώς δε φεύγουμε)
Ή ταν θύραν φέρομες ή θυπερθυρον (ή την πόρτα παίρνουμε ή τ” ανώφλι της)
Ή ταν γυναίκα ταν έσω καθημέναν (ή την κυρά που μέσα κάθεται)
μικρά μεν εστί, ραδίως νιν οίσομες (μικρή είναι κι εύκολα την παίρνουμε)
Αν δη φέρης ρι, μέγα δη τι φέρεις (κι αν μας δώσεις κατιτίς κοίτα να “ν” της προκοπής)
Άνοιγ”, άνοιγε ταν θύραν χελιδόνι (Άνοιγε, άνοιγε την πόρτα στη χελιδόνα)
Ου γαρ γέροντες εσμέν, αλλά παιδιά (Γέροντες δεν είμαστε, είμαστε παιδιά).

Ο ερχομός της άνοιξης, που προμηνύεται την αναγέννηση της φύσης και τον ερχομό των χελιδονιών, ήταν μια πανέμορφη γιορτή ήδη από την αρχαιότητα. Το έθιμο του καλαντίσματος της Άνοιξης χάνεται στα βάθη των αιώνων. 

Πρασινάδες και λουλούδια

Ο Γεώργιος Μέγας («Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας») καταγράφει ένα τραγούδι από τα «χελιδονίσματα» στις Μέτρες της Θράκης όπου δύο παιδιά παίρνουν ένα καλάθι, το γεμίζουν φύλλα κισσού και περνούν μέσα από αυτό ένα ραβδί' στην άκρη του ραβδιού προσαρμόζουν τη χελιδόνα, ένα ξύλινο ομοίωμα πτηνού. Γύρω στον λαιμό της χελιδόνας υπάρχουν κουδουνάκια, που ηχούν, καθώς κινείται το ραβδί από το οποίο αυτή κρέμεται. Τα παιδιά με το καλάθι της χελιδόνας πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν:

Ήρθε, ήρθε χελιδόνα
ήρθε κι άλλη μελιηδόνα,
κάθισε και λάλησε,
και γλυκά κελάδησε:
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ,
και Φλεβάρη φοβερέ,
κι αν φλεγίσεις κι αν τσικνίσεις,
καλοκαίρι θα μυρίσεις.
Κι αν χιονίσεις κι αν κακίσεις,
πάλιν άνοιξιν θ'ανθίσεις.
Θάλασσαν επέρασα
και στεριάν δεν ξέχασα,
κύματα κι αν έσχισα,
έσπειρα, 'κονόμησα.
Έφυγα κι αφήκα σύκα,
και σταυρόν και θημωνίτσα,
κι ήρθα τώρα κιηύρα φύτρα,
κι ηύρα χόρτα, σπάρτα, βλίτρα,
βλίτρα, βλίτρα, φύτρα, φύτρα.
Συ, καλή νοικοκυρά,
έμπα στο κελάρι σου,
φέρ' αυγά περδικωτά,
και πουλιά σαρακοστά,
δώσε και μιαν ορνιθίτσα,
φέρε και μια κουλουρίτσα…
Μέσα 'δω πού'ρθαμε τώρα,
μέσα γεια, μέσα χαρά,
στον αφέντη, στην κυρά,
στα παιδιά και στους γονείς
σ'όλους τους τους συγγενείς.
Μέσα Μάρτης, έξω ψύλλοι,
έξ' οχτροί, σας τρών' οι σκύλοι.
Μέσα φίλοι, μέσα φτήνεια,
και χαρές, χοροί, παιγνίδια.

Η νοικοκυρά παίρνει λίγα φύλλα κισσού από το καλάθι της χελιδόνας, τα τοποθετεί στο κοτέτσι, για να γεννούν πολλά αυγά οι κότες, και δίνει ένα ή δυο αυγά στα παιδιά που ξεκινούν για άλλο σπίτι. Ο βαθυπράσινος κισσός είναι σύμβολο της αειθαλούς βλαστήσεως και θεωρείται μέσο ικανό να μεταδώσει τη θαλερότητα και τη γονιμότητα στις όρνιθες και τα άλλα ζώα. Έπαιρναν για αμοιβή γλυκίσματα και χρήματα, κάτι ανάλογο με την αμοιβή από τα κάλαντα, δίνοντας ευχές για ευημερία και ευγονία.

Ρωμαϊκή Πρωτοχρονιά

Οι Ρωμαίοι εόρταζαν πρωτοχρονιά την 1η Μαρτίου. Το 153 π.Χ. όρισαν ως πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου, όμως τα «χελιδονίσματα» που ήταν παλαιότερο έθιμο, διατηρήθηκαν.

Από ημέρες πριν, τα παιδιά 7-12 ετών ετοιμάζονταν εντατικά γι' αυτή τη γιορτή. Η κάθε ομάδα έκανε μια ξύλινη χελιδόνα την οποία τοποθετούσε στο μικρό «ξύλινο κλουβί». Το «κλουβί» το αποτελούσαν ένας ξύλινος σταυρός, στις άκρες του οποίου προσαρμόζονταν δυο ημικυκλικά ξύλινα τόξα, φτιαγμένα από κόντρα πλακέ ή άλλο ευλύγιστο λεπτό ξύλο, που έκαναν την κατασκευή να μοιάζει με κλουβί. Από το κέντρο τους, του σταυρού και των τόξων, περνούσε ένας ξύλινος άξονας. Αυτός μπορούσε να περιστρέφεται αριστερά-δεξιά με το τράβηγμα ενός κορδονιού. Πάνω στον ξύλινο άξονα και έξω από το «κλουβί» υπήρχε ένα ομοίωμα χελιδονιού που περιστρεφόταν μαζί με τον άξονα. Όταν ο χειριστής της χελιδόνας τραβούσε το κορδόνι του άξονα, εξαιτίας της αδράνειας συνέχιζε να περιστρέφεται η χελιδόνα και μετά το ξετύλιγμα του κορδονιού, με αποτέλεσμα το κορδόνι να τυλίγεται ξανά αλλά με αντίθετη φορά. Με την ολοκλήρωση αυτής της φάσης, ο χειριστής ξανατραβούσε το κορδόνι, με αποτέλεσμα την αντίθετη περιστροφή της χελιδόνας κ.ο.κ. Έτσι η παλινδρομική κίνηση του χεριού του χειριστή μπορούσε και γινόταν περιστροφική στη χελιδόνα, πράγμα που έδινε ξεχωριστή χαρά στα παιδιά όταν το πετύχαιναν χωρίς να παρουσιάζονται διακοπές. 

Το κλουβί το στόλιζαν και με διάφορες ασπροκόκκινες κλωστές, τις λεγόμενες «μάρτες». Μόλις ξημέρωνε η 1η Μαρτίου, τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια περιστρέφοντας τη χελιδόνα ενώ συγχρόνως τραγουδούσαν το τραγούδι της χελιδόνας. Η νοικοκυρά έδινε στα παιδιά αβγά ή χρήματα και αυτά της έδιναν «μάρτες» ως δώρο για τα μικρά κορίτσια του σπιτιού. Αυτές τις κλωστές τις έδεναν τα κορίτσια στο χέρι ή στο λαιμό. Πίστευαν ότι θα τα προστάτευαν από το μαύρισμα του Μάρτη κι έτσι θα ήταν όμορφα το Πάσχα με τα καινούργια φορέματα. Τις φορούσαν 40 μέρες και μετά, άλλα κορίτσια τις κρεμούσαν στους φράχτες για τις πάρουν τα χελιδόνια και να φτιάξουν τις φωλιές τους κι άλλα τις έβαζαν κάτω από μια πέτρα για να δουν μετά από λίγες μέρες, ανάλογα με τα ευρήματα κάτω από την πέτρα, αν θα παντρεύονταν στο χωριό ή στην πόλη. «Η συνήθεια αυτή της περιδέσεως χρωματιστών νημάτων θεωρείται προχριστιανική· ο Ν.Γ. Πολίτης την συνδέει με την κρόπη (νήμα μάλλινο), που οι μύστες των Ελευσινίων Μυστηρίων έδεναν στο πόδι ή στο χέρι τους. Η παλαιότερη γνωστή μνεία (για τη συνήθεια της περιδέσεως) είναι του 5ου μ.Χ. αι. και βρίσκεται σε λόγο του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος ελέγχει τη συνήθεια αυτή σαν ειδωλολατρική». Παρόλα ταύτα το έθιμο συνεχίστηκε και στο Βυζάντιο, αλλά και στην τουρκοκρατία και έφτασε ως εμάς.

Αγγελική Κώττη