Το θεμελιώδες ζήτημα της εποχής μας είναι κυρίως η επιλογή μεταξύ ελευθερίας και πατερναλισμού. Τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες οι φιλελεύθεροι, συνεπαρμένοι από την επικράτηση των ιδεών της ελεύθερης οικονομίας και της μοναδικής προόδου που γνώρισε ο κόσμος από την εφαρμογή τους, αμέλησαν να ασχοληθούν με τα θεμελιώδη ζητήματα που σχετίζονται με το φιλοσοφικό υπόβαθρο των ιδεών της ελευθερίας ώστε να αναδείξουν την ηθική ανωτερότητά τους. Καταπιάστηκαν με τα επείγοντα θέματα διαχείρισης της οικονομικής πραγματικότητας και αγνόησαν τα μακροπρόθεσμα αλλά εξίσου σημαντικά θέματα των ατομικών δικαιωμάτων.
Τα ατομικά δικαιώματα απειλούνται διαρκώς από τον δεξιό και αριστερό πατερναλισμό. Και οι δύο ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, αρνούνται το πρωτείο του ατόμου, ότι δηλαδή το άτομο έχει δικαίωμα να ορίζει τον εαυτό του, τη σκέψη του, την καριέρα του, τη ζωή του, και υποστηρίζουν ότι όλα αυτά θα πρέπει να τα αποφασίζει μια αόριστη συλλογικότητα, η φυλή, το έθνος, το κράτος κ.λπ. ή μια πλειοψηφία. Σε μια ελεύθερη και ανοιχτή κοινωνία ο εξαναγκασμός των ατόμων από το κράτος είναι αρκετά περιορισμένος και αυτά ενεργοποιούνται για την επιδίωξη δικών τους σκοπών και όχι σκοπών τρίτων.
Ας δούμε μια πολύ συγκεκριμένη περίπτωση. Προσφάτως η Κροατία θεσμοθέτησε τη δυνατότητα των ομόφυλων ζευγαριών να τεκνοθετούν. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν επιτρέψει μέχρι σήμερα τον πολιτικό γάμο μεταξύ ομοφύλων ατόμων και την τεκνοθεσία στα ομόφυλα ζευγάρια. Η Ελλάδα αποτελεί μια κακή εξαίρεση, όπου απαγορεύεται σε δύο άτομα του ιδίου φύλου να συνάψουν γάμο και να τεκνοθετήσουν παιδιά. Η απαγόρευση συνιστά ξεκάθαρα διάκριση με βάση τον σεξουαλικό προσδιορισμό των ατόμων.
Το αίτημα της θεσμοθέτησης της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια είναι όμως πολύ σημαντικό για να θεωρηθεί δευτερεύον ή «όχι ακόμη ώριμο», καθώς έχει να κάνει με ευθεία παρεμπόδιση του δικαιώματος του ατόμου για επιδίωξη της ευτυχίας του (κατά το αμερικανικό Σύνταγμα) ή αλλιώς της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του (κατά το ελληνικό και άλλα ευρωπαϊκά Συντάγματα και την ΕΣΔΑ).
Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η παραπάνω διάκριση; Με βάση τις αρχές της ελευθερίας αυτή είναι αδικαιολόγητη.
Μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού όμως πιστεύει ότι κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ ετεροφύλων και ομοφύλων ατόμων είναι το συμφέρον του παιδιού. Βεβαίως, ανατρέχοντας κανείς σε ό,τι έχει μέχρι σήμερα δημοσιευθεί διεθνώς για το θέμα αυτό θα διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει κάποια επιστημονικά έγκυρη μελέτη που να αποδεικνύει ότι η τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια θέτει σε κίνδυνο την ψυχική ισορροπία, τη σωματική υγεία, την κοινωνική ένταξη, τις εκπαιδευτικές επιδόσεις των παιδιών.
Από τις επιστημονικές έρευνες μάλλον αποδεικνύεται το αντίθετο. Κάτι τέτοιο μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι η δημιουργία οικογένειας από ομόφυλα ζευγάρια αποτελεί εντελώς συνειδητή επιλογή, μετά από πολύ προσεκτική στάθμιση όλων των παραμέτρων και των δυσκολιών που μπορεί να υπάρξουν. Αλλά ας δεχθούμε προς στιγμήν το επιχείρημα, ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν κάποιες εύλογες αμφιβολίες που δικαιολογούν μια καλόπιστη ανησυχία. Μήπως τότε θα έπρεπε να θεσπίσουμε αντίστοιχη απαγόρευση να δημιουργεί μονογονεϊκή οικογένεια ένα ομοφυλόφιλο άτομο; Αλλά, εάν δεν είχαμε μια ξεκάθαρη δήλωση από μέρους του, πώς θα διαπιστώναμε τις σεξουαλικές προτιμήσεις του;
Ορίζοντας μήπως κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, ηλεκτρονικό βραχιολάκι, κρατικό επίτροπο στο σπίτι του, κάτι άλλο; Ακόμη και φιλελεύθερα ετερόφυλα –κατά κανόνα– ζευγάρια συμβαίνει να μεγαλώνουν τα παιδιά τους χωρίς να επιδιώκουν να επιβάλλουν τις μελλοντικές σεξουαλικές προτιμήσεις τους, είναι κι αυτοί κατακριτέοι; Στην περίπτωση διαζυγίου, όπου κάποιος σύζυγος έχει εκδηλώσει ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις θα στερείται μήπως της επιμέλειας των παιδιών του;
Για να αντιληφθούμε το παράλογο του επιχειρήματος, ας αφήσουμε προς στιγμήν τα ομόφυλα ζευγάρια· θα απαγορεύαμε μήπως τον πολιτικό γάμο ή την τεκνοθεσία σε άτομα με διαφορετική θρησκεία διότι κινδυνεύουν τάχα τα παιδιά τους να βρεθούν σε σύγχυση ως προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και οι γονείς αδιαφορούν γι’ αυτό;
Μπορεί τα τεκνοθετημένα από ομόφυλα ζευγάρια παιδιά να αναπτύξουν ομοφυλοφιλικές τάσεις σε μεγαλύτερο ποσοστό από τα παιδιά των ετερόφυλων ζευγαριών; Κανένας βεβαίως δεν μπορεί να το αποκλείσει, αλλά κι έτσι να είναι δεν υπάρχει καλός ή κακός σεξουαλικός προσανατολισμός. Ο σεξουαλικός προσδιορισμός του ατόμου αποτελεί ελεύθερη επιλογή του και σε κανέναν άλλον δεν πέφτει λόγος.
Μήπως, παρ’ όλα αυτά, έτσι επηρεαστούν οι γεννήσεις και μειωθεί ακόμη περισσότερο ο πληθυσμός της χώρας μας; Κι αυτό να συνέβαινε, πάλι με τα μέτρα και τα σταθμά του κράτους δικαίου προηγείται στη στάθμιση η ατομική επιλογή και όχι ο συλλογικός σκοπός. Ωστόσο, ποιος είπε ότι τα ομόφυλα ζευγάρια ενδιαφέρονται λιγότερο από τα ετερόφυλα ζευγάρια να κάνουν οικογένειες; Τότε γιατί συζητάμε για το δικαίωμα της τεκνοθεσίας; Οικογένειες μπορούν να δημιουργηθούν με τεχνητή γονιμοποίηση, με τον θεσμό της παρένθετης μητέρας, με τεκνοθεσία κ.ο.κ.
Ας μην γελιόμαστε, αυτό που αποδεικνύει η ιστορία των ελεύθερων κοινωνιών είναι ότι όταν οι θεσμικές επιλογές μιας κοινωνίας αποθαρρύνουν τις κάθε είδους διακρίσεις και ενθαρρύνουν την αυτονομία, τη διαφορετικότητα, την ανοχή και εν τέλει την ελεύθερη επιλογή των ατόμων, τότε μεγιστοποιούνται τα αποτελέσματα υπέρ όλων.
Το επόμενο επιχείρημα είναι ότι «η ελληνική κοινωνία δεν είναι έτοιμη ακόμη για ένα τέτοιο ριζοσπαστικό μέτρο» και ότι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών τάσσεται εναντίον του δικαιώματος ομόφυλων ζευγαριών να τεκνοθετούν. Το ζήτημα με τα ατομικά δικαιώματα είναι ότι δεν αποφασίζει ή δεν πρέπει να αποφασίζει η πλειοψηφία για την άσκησή τους. Στο κράτος δικαίου το άτομο έχει δικαιώματα των οποίων τον πυρήνα καμία πλειοψηφία δεν έχει την εξουσία να καταργήσει. Άλλωστε θα πρέπει να θυμηθούμε ότι και στην πρόσφατη ιστορία μας οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο οικογενειακό δίκαιο από την πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου έβρισκαν αντίθετη τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών. Όμως κανείς δεν αμφισβητεί σήμερα ότι αυτές ήταν σωστές και συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας μας.
Η προηγούμενη κυβέρνηση μολονότι επέτρεψε το σύμφωνο συμβίωσης δεν τόλμησε να προχωρήσει στη νομιμοποίηση του πολιτικού γάμου μεταξύ ομόφυλων ατόμων, αρνήθηκε δε και το δικαίωμα της τεκνοθεσίας σ’ αυτά. Διατήρησε δηλαδή τον σεξουαλικό προσδιορισμό των ατόμων ως θεμιτή διάκριση, η οποία δικαιολογεί την παραβίαση της αρχής της ισότητας έναντι του νόμου.
Η παρούσα κυβέρνηση, εάν επιθυμεί να συμπεριληφθεί η χώρα μας μεταξύ των προηγμένων εκείνων δυτικών κοινωνιών που δεν κάνουν διάκριση με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό των ατόμων έχει ακόμη το χρόνο να προχωρήσει ένα μεγάλο βήμα πιο πέρα. Θέλει, όμως, αρετή και τόλμη η ελευθερία…