Ολοκληρώθηκε την Δευτέρα η ηλεκτρονική δημοπρασία του μουσείου Μπενάκη που διήρκησε μία εβδομάδα. Αρκετά από τα προσφερόμενα έργα του μουσείου πωλήθηκαν, έστω κοντά στις αρχικές τιμές εκκίνησης, προσφέροντας ένα καλό τεστ στους διοργανωτές για αντίστοιχες πρωτοβουλίες στο μέλλον. Σε αυτό συνετέλεσε η άρτια παρουσίαση του καταλόγου σε μία χρηστική πλατφόρμα (benakiauction.gr) και, κυρίως, η πλειάδα γνωστών Ελλήνων δημιουργών που έχουν παρουσιάσει δουλειά τους στο μουσείο και έχουν συνδεθεί με τον δραστήριο οργανισμό. Μιλάμε για ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της ζώσας καλλιτεχνικής σκηνής με υπογραφές τόσο από τους φτασμένους όσο κι από τους ανερχόμενους εικαστικούς μας. Έτσι, παρά την οικονομική δυσπραγία των ημερών, οι έμπειροι στην εγχώρια εικαστική σκηνή βρήκαν δυνατά ονόματα και μάλιστα με το κύρος του μουσείου Μπενάκη. Από αυτή την άποψη η συγκεκριμένη δημοπρασία, πέρα από τον ουσιαστικό χαρακτήρα υποστήριξης του μουσείου, έδειξε, κατά έναν τρόπο, πού στρέφεται το ενδιαφέρον του φιλότεχνου κοινού και ποιοι καλλιτέχνες έφτασαν ψηλά σε προσφορές.
Πολλά «χτυπήματα» δέχτηκε το έργο του Χρήστου Μποκόρου δείχνοντας πως δεν βρίσκεται τυχαία στην κορυφή της ντόπιας αγοράς. Τα «γιασεμιά», ένα λάδι σε πανί και ξύλο στη διάσταση 25,5X36 εκ., προσφέρθηκαν με τιμή εκκίνησης 3.000 ευρώ και το ψηφιακό σφυράκι σχεδόν τριπλασίασε την τιμή του. Τελική τιμή κατέγραψε τις 8.000 ευρώ. Ο Μποκόρος έχει κατορθώσει να γίνει πια κλασικό «asset», πετυχαίνοντας υψηλές τιμές στις δημοπρασίες.
Εξαιρετικά, όπως ήταν αναμενόμενο, πήγε κι ο Αλέξης Ακριθάκης. Ένα «ταπεινό» αλλά αντιπροσωπευτικό σχέδιο του δημιουργού σε χαρτί, χωρίς κορνίζα, στη διάσταση του Α4 (21X30 εκ.) «έπιασε» 3.550€ με τιμή εκκίνησης τα 1.800€. Φιλοτεχνήθηκε το 1977 όταν ο Ακριθάκης έκανε έκθεση με «Προτάσεις – Σχέδια» στην γκαλερί Bernier σε συνεργασία με τον δαιμόνιο Ιόλα.
Αξία σταθερή ο Αλέκος Φασιανός που κινήθηκε πολύ καλά με τα «Περιστέρια», μια κατασκευή σε plexiglass στη διάσταση 40,5Χ60,5 εκ. Το έργο ξεκίνησε στα 1.500 και κατακυρώθηκε στα 3.100€.
Από τη γενιά των νέων καλλιτεχνών ξεχώρισε ο Στέφανος Ρόκος που μετά την έκθεσή του στο Μπενάκη της Πειραιώς έχει ανεβάσει μετοχές και το έργο του δείχνει περιθώριο ανόδου στο μέλλον. «Μόνο αναμνήσεις» τιτλοφορείται η αναγνωρίσιμη πια ζωγραφική του (μικτή τεχνική σε χαρτί) που προσφέρθηκε στα 600€. Κατάφερε να διπλασιάσει την τελική τιμή του στα 1.255 ευρώ.
Αντιθέτως, ο διεθνής Γιάννης Βαρελάς δεν κατάφερε να βρει αγοραστή. Έργα του βρίσκονται σε κορυφαίες συλλογές, όπως η Saatchi του Λονδίνου και η συλλογή του Δάκη Ιωάννου στην Αθήνα, γι’ αυτό και το μουσείο Μπενάκη έβγαλε τη «λουόμενη» (The Bather) στις 19.000 ευρώ. Αν και μνημειακό σε διάσταση (150x150 εκ.) και με θέμα κλασικό στην ιστορία της τέχνης, το έργο έμεινε unsold και, δυστυχώς, δεν έφερε στο μουσείο το ποθητό ποσό.
Αντίστοιχα, το έργο του Κωστή Βελώνη δεν κατάφερε να βρει αγοραστή. Αν και προσφέρθηκε χαμηλά, στην τιμή των 2.000 ευρώ, το ψηφιακό σφυράκι σίγησε. Αντιθέτως, δύο έργα του Μανώλη Χάρου είχαν τιμή εκκίνησης 1.000 ευρώ. Το ένα κατακυρώθηκε στα 1.750, το άλλο κατάφερε να πωληθεί ελάχιστα πάνω από την αρχική τιμή. Καλά κινήθηκε και το «Μανουσάκι» ένα μικρό σε διάσταση έργο του Αλέκου Λεβίδη (19x20 εκ.). Βγήκε με τιμή εκκίνησης τα 1000 ευρώ και βρήκε αγοραστή στα 1300 ευρώ. Από τις 4 ακουαρέλες του Πάρι Πρέκα με τιμή εκκίνησης τις 5.000 ευρώ, πωλήθηκαν οι δύο στις 5.500.
Στην κατηγορία της γλυπτικής ξεχώρισε ο Κώστας Βαρώτσος με ένα έργο από μέταλλο και γυαλί (ύψος 58 εκ., βάση: 50Χ55,5 εκ.), αντιπροσωπευτικό του ύφους του δημιουργού. Είχε τιμή εκκίνησης τις 7.000 ευρώ και πωλήθηκε για 11.250 ευρώ.
Στα χαρακτικά, τέλος, η «Παλιά βάρκα» του Σωτήρη Σόρογκα κινήθηκε καλά, αποδεικνύοντας πόσο δημοφιλείς είναι οι μεταξοτυπίες του σημαντικού δασκάλου στο φιλότεχνο κοινό. Το μεγάλο σε διάσταση έργο, μέσα σε κορνίζα, είχε αρχική τιμή 500 ευρώ κι απέφερε 1225 ευρώ.
Το βέβαιο είναι ότι το εγχείρημα του μουσείου έδειξε πως ακόμη και μετά το πέρας της πανδημίας και την επιστροφή στην κανονικότητα, τέτοιες δημοπρασίες ωφελούν όχι μόνο το Μπενάκη, αλλά συνολικά την ελληνική εικαστική σκηνή, και, βέβαια, την κίνηση της αγοράς. Το γεγονός ότι πρόκειται για έναν οργανισμό που δεν έχει αμιγώς δημόσιο χαρακτήρα, δίνει τη δυνατότητα στο Μπενάκη να διοχετεύει με το κύρος του έργα υψηλής τέχνης. Καθώς μάλιστα είναι ένα brand διεθνές, μπορεί ψηφιακά να παρέχει έργα Ελλήνων καλλιτεχνών στην παγκόσμια αγορά της τέχνης.