«Είμαστε στα πρόθυρα ενός "ψυχρού" εμπορικού πολέμου, όχι μόνο από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε Πρόεδρος των ΗΠΑ, αλλά από αρκετά χρόνια νωρίτερα», εκτιμά ο Βρετανός ιστορικός της Οικονομίας Άνταμ Τόουζ, ο οποίος το 2018 με το βιβλίο του "Ξαφνική στάση - Πώς η μεγάλη οικονομική κρίση άλλαξε τον κόσμο" τάραξε τα νερά. Μιλώντας στη γερμανική εφημερίδα Die Zeit, εξηγεί: «Ο κόσμος πρέπει να βρει μια απάντηση στο ερώτημα πώς να αντιμετωπίσει τις μεγάλες παγκόσμιες ανισορροπίες -για παράδειγμα, μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ. Επιπλέον, πρέπει να αποφασιστεί πώς να ενσωματωθεί ο κολοσσός της Κίνας με την άνευ προηγουμένου οικονομική δυναμική του στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Οι εντάσεις μεταξύ του κρατικού καπιταλισμού της Κίνας και του δυτικού δημοκρατικού καπιταλισμού είναι φυσιολογικές».
Στην ερώτηση αν ο προστατευτισμός είναι ο σωστός τρόπος σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση ο Τόουζ είναι σαφής: «Όχι, φυσικά όχι. Ο Τραμπ είναι ένας απερίσκεπτος παράγοντας σε ένα ήδη χρεωμένο σύστημα. Μια τέτοια παράλογη πολιτική όπως αυτή που πηγάζει σήμερα από τον Λευκό Οίκο σπάνια είχε δει ο κόσμος. Το αμερικανικό Κογκρέσο είχε παρόμοιες εμπειρίες σε προηγούμενες εποχές, αλλά ποτέ δεν είχαμε μια τέτοια πολιτική από την κυβέρνηση».
«Μετά την αποχώρηση των μετριοπαθών Γκάρι Κόουν και Ρεξ Τίλερσον ποιοι είναι οι ιδεολόγοι που οδηγούν την πολιτική του Tραμπ;» ρωτούν οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας, με τον Άνταμ Τόουζ να επισημαίνει ότι «υπάρχουν ολόκληρες ομάδες με διαφορετικών παραγόντων»: «Για παράδειγμα οι αδελφοί Ντέιβιντ και Τσαρλς Κοχ με την ενεργειακή τους εταιρεία. Ήθελαν να βγει η Αμερική από τη διεθνή συμφωνία για το Κλίμα και το πήραν. Ωστόσο, οι αδελφοί Koχ δεν περίμεναν τον προστατευτισμό που επιδιώκει τώρα ο Τραμπ. Μεταξύ αυτών των πολιτικών είναι και ο -λιγότερο γνωστός- επίτροπος Εμπορίου, Ρόμπερτ Λάιτιτζερ , ένας έξυπνος δικηγόρος ο οποίος ηγήθηκε των βίαιων εμπορικών συνομιλιών με τους Ιάπωνες στη δεκαετία του 1980 υπό τη διοίκηση του Ρέιγκαν. Εκτός από αυτόν πρέπει να προσέξουμε και τον Πίτερ Ναβάρο. Για αυτόν, η Κίνα είναι κάτι σαν τον μεγαλύτερο εχθρό. Και οι δύο βλέπουν το παγκόσμιο εμπόριο λιγότερο σαν ένα σύστημα με διαφορετικούς κανόνες, μάλλον ως ένα πεδίο μάχης στο οποίο μετράται η οικονομική δύναμη... Αλλά η ανάπτυξη της Κίνας είναι επίσης κάτι ιστορικά εντελώς νέο στη διάσταση και τη δυναμική της. Η παγκόσμια παραγωγή χάλυβα έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 15 χρόνια. Η παραγωγή αλουμινίου έχει σχεδόν τριπλασιαστεί μέσα σε μια δεκαετία. Αυτό, φυσικά, έχει συνέπειες για τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, τις θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά η διαίρεση και η ουσιαστική είσοδος σε ψυχρό πόλεμο δεν λύνει το πρόβλημα».
Σύμφωνα με τον Τοουζ «η αφήγησή του Τραμπ είναι απλή: από τη δεκαετία του 1970, η αμερικανική οικονομία συνθλίβεται από την παγκοσμιοποίηση. Και οι προηγούμενες κυβερνήσεις στην Ουάσιγκτον δεν αντιστάθηκαν. Για παράδειγμα, διαπραγματεύονταν, δυστυχώς, συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου. Γι΄ αυτό χρειάζεται μια κυβέρνηση που τελικά ενεργεί». «Στη λογική του Τραμπ, οι εμπορικοί πόλεμοι είναι καλοί και οι ΗΠΑ θα τους κερδίσουν. Το λέει τόσο ανοιχτά. Μόνο τι εννοεί συγκεκριμένα "νίκη", κανείς δεν ξέρει ακριβώς. Οι εμπορικοί πόλεμοι δημιουργούν πολλούς ηττημένους και μόνο μερικές φορές νικητές. Το άγχος του Τραμπ είναι πολιτικό. Θέλει να δείξει στους ψηφοφόρους του: Κοιτάξτε, τελικά, κάνω κάτι», προσθέτει.
Ο ίδιος λέει ότι ο Τραμπ ήταν απλώς τυχερός: «Μετακόμισε στον Λευκό Οίκο την κατάλληλη στιγμή. Η ανεργία είναι χαμηλότερη από ό,τι εδώ και πολύ καιρό. Μπορεί να αναλάβει κινδύνους, να προκαλέσει παγκόσμιες συγκρούσεις, επίσης επειδή η αμερικανική οικονομία πηγαίνει καλά... Πολλοί άνθρωποι που είναι υπέρ του Τραμπ, είναι πεπεισμένοι: Οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών δεν είχαν βοηθήσει τον μέσο Αμερικανό και τώρα υπάρχει κάποιος που μας παίρνει σοβαρά. Οι ψηφοφόροι του πιστεύουν ότι είναι λευκός και αρσενικός, δεν είναι ελιτίστας , του αρέσουν τα McDonald''s και τα αμερικανικά αυτοκίνητα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Τραμπ είναι τουλάχιστον εν μέρει ένας από εμάς. Σε αυτό το επίπεδο, η συμπάθεια είναι πολύ δυνατή και πραγματική. Το 2016, οι Αμερικανοί ψηφοφόροι ανέδειξαν τον Τραμπ γιατί πίστεψαν ότι η Χίλαρι Κλίντον ενσαρκώνει αυτό που έχουν από καιρό αρνηθεί: την ελίτ στην Ουάσινγκτον. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι θεμελιωδώς πολιτικοί. Ήθελαν να δουν κάποιον στο Λευκό Οίκο που δεν προέρχεται από το κλασικό πολιτικό σύστημα».
Ο Άνταμ Τόουζ διδάσκει Ιστορία της Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Columbia στη Νέα Υόρκη. Προηγουμένως ήταν στο Yale και το Cambridge.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ