Μετά την άρνηση του να μιλήσει στον Έλληνα πρωθυπουργό, ο Τούρκος πρόεδρος προέτρεψε τον ελληνικό λαό να δώσει ένα μάθημα, «μέσω της δημοκρατικής οδού», στους κυβερνήτες του, καταψηφίζοντάς τους στις εκλογές, που προφανώς και αυτός θεωρεί ότι έρχονται. Μόνος λόγος της ευγενικής προσφοράς του είναι το ενδιαφέρον του για τον ελληνικό λαό, τον οποίο θεωρεί ότι η παρούσα κυβέρνηση, και ειδικά ο πρωθυπουργός, οδηγούν σε «περιπέτειες, οι οποίες θα φέρουν ένα καταστροφικό τέλος».
Είναι δύσκολο να επιλέξει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει σε αυτό το μάθημα ανώτερης πολιτικής εκ μέρους του Τούρκου στέιτσμαν.
Η ανάμιξη στις εσωτερικές εξελίξεις μιας ανεξάρτητης χώρας θα ερχόταν πρώτη στο μυαλό, αν δεν ξέραμε ότι απευθύνεται, ασφαλώς όχι για πρώτη φορά, στο τουρκικό και όχι στο ελληνικό ή το διεθνές ακροατήριο.
Ο τονισμός του δημοκρατικού στοιχείου θα ξένιζε προερχόμενος από έναν πολιτικό ηγέτη ο οποίος έμπρακτα θεωρεί στοιχεία δημοκρατίας την κρατική τρομοκρατία, την οργανωμένη προπαγάνδα, τη φίμωση της διαφωνίας, τον αυταρχισμό, τον εξευτελισμό κάθε έννοιας εσωτερικού και διεθνούς δικαίου.
Δεν ξενίζει, όμως, γιατί ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων συγκροτούν, ιδίως κατά τη φάση που ακολούθησε το «πραξικόπημα» του 2016, το πολιτικό γονιδίωμα του Τούρκου προέδρου και, δυστυχώς για τον λαό του, του τουρκικού πολιτεύματος υπό τη διακυβέρνησή του.
Η επιλογή της στιγμής για μια τέτοια δήλωση θα μπορούσε να δημιουργήσει ερωτηματικά - ή θαυμασμό, για τους οπαδούς του δόγματος της ωμής ισχύος, στην οποία, ακολουθώντας το μάθημα του πρωτομάστορα Πούτιν, τόσο συχνά καταφεύγει ο Τούρκος πρόεδρος. Και πάλι όμως μόνο σε όποιον δεν αντιλαμβάνεται ότι οι διεθνείς και οι εσωτερικές εξελίξεις είναι αυτές που «σπρώχνουν» τον Τούρκο πρόεδρο να αντικαθιστά, όλο και συχνότερα κι όλο και πιο έντονα, την πολιτική και τη διπλωματία με τη φραστική βία.
Γιατί αυτό, πιστεύω, είναι το κλειδί για την αντίληψη αλλά και την αντιμετώπιση του Τούρκου προέδρου: αυτό που τον οδηγεί, ιδίως στην παρούσα φάση, είναι η αίσθηση ότι στενεύουν τα περιθώρια κινήσεων του. Είναι άρα μια αίσθηση όχι δύναμης αλλά αδυναμίας - η οποία μάλιστα εξελίσσεται και βαθαίνει διαρκώς.
Αντικειμενικά η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Τουρκία είναι μιας χώρας ανελεύθερης, σε βαθιά οικονομική κρίση, αναξιόπιστης διεθνώς και ανάστατης στο εσωτερικό της: στόχος της αναστάτωσης είναι ο ίδιος ο πρόεδρος και η αυταρχική του διακυβέρνηση και όχι, όπως εκείνος θα ήθελε να πιστεύει, η Ελλάδα ή η κυβέρνησή της.
Ακόμα και αυτό που από αρκετούς - συμπεριλαμβανομένων των γνωστών προθύμων στην Ελλάδα - παρουσιάστηκε ως «επιτυχία» του Τούρκου προέδρου, δηλαδή ο εκβιασμός σχετικά με την αποδοχή ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, πιστεύω ότι θα έπρεπε να διαβαστεί ως ένα ακόμα βήμα, και μάλιστα καθοριστικό, για τη διεθνή του απομόνωση.
Εκείνα που υποτίθεται ότι «κέρδισε» απειλώντας με βέτο - τη διαπραγμάτευση του διεθνούς παράγοντα μαζί του και τη μερική άρση του εμπάργκο όπλων που οι υπό ένταξη χώρες, αλλά και οι ΗΠΑ, είχαν επιβάλει στην Τουρκία λόγω της αντιδημοκρατικότητάς της -, είναι πολύ πιθανό να τα χάσει, στο άμεσο μέλλον, και μάλιστα με τόκο: στη δημοκρατική κοινότητα δεν αρέσει να εκβιάζεται, ούτε δείχνει πλέον την ίδια ανοχή στους διεθνείς νταήδες. Απέδειξε, δε, ότι διαθέτει τον τρόπο και τα μέσα να τους κάνει να το καταλάβουν και να το αισθανθούν.
Αυτό είναι, τελικά, το καθοριστικό λάθος του Τούρκου προέδρου: με τον πόλεμο στην Ουκρανία ο κόσμος άλλαξε, οι δημοκράτες συσπειρώθηκαν και οι αυταρχικοί αποτελούν αντιπάλους, όχι πλέον δυνητικούς συμμάχους. Η Τουρκία έχει ακόμα ισχύ, κυρίως λόγω της γεωστρατηγικής της σημασίας, αλλά αυτή την ισχύ ο πρόεδρος της τη διασκορπά με τους εκβιασμούς, τις απειλές, τις «γαλάζιες πατρίδες» και τις αναμίξεις στα εσωτερικά άλλων χωρών.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής