Της Κατερίνας Οικονομάκου
Οι προετοιμασίες της κινεζικής διεύθυνσης για το Κυβερνοδιάστημα, εν όψει της συμπλήρωσης των τριάντα χρόνων από την εξέγερση στην πλατεία Τιεν αν Μεν, ξεκίνησαν πολλές ημέρες πριν από τις 4 Ιουνίου. Αλλά καθώς πλησιάζει η επέτειος, τα μποτς της λογοκρισίας έχουν τεθεί σε εντατική λειτουργία στα κοινωνικά μέσα της χώρας. Διότι αυτή είναι η αποστολή της συγκεκριμένης υπηρεσίας, επικεφαλής της οποίας είναι ο γ.γ του Κομμουνιστικού Κόμματος και πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ: ο έλεγχος και η λογοκρισία του διαδικτύου.
Χάρη στην εξέλιξη της Τεχνητής Νοημοσύνης, τα μποτς είναι σε θέση να εντοπίσουν τις λέξεις και τις εικόνες που παραπέμπουν στην εξέγερση, με μεγαλύτερη ακρίβεια από ποτέ. Αναπόφευκτα, είναι εντελώς αδύνατο να εντοπίσουν τα πάντα, ειδικά καθώς οι Κινέζοι χρήστες είναι ιδιαίτερα εξασκημένοι στην παράκαμψη της λογοκρισίας. Εχουν αρκετούς λόγους να προηγούνται των κρατικών μηχανισμών, κι ένας από αυτούς συνδέεται με το γεγονός ότι στα κινεζικά σόσιαλ μίντια είναι εντελώς αδύνατο για έναν χρήστη να κρύψει την ταυτότητά του. Κι ένας ακόμη λόγος αφορά το γεγονός ότι εδώ και έναν χρόνο έχει ποινικοποιηθεί η «διαστρέβλωση της ιστορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος». Στη διάρκεια της προεδρίας του Σι Τζινπίνγκ, οι περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης έχουν ενταθεί, εντός και εκτός διαδικτύου. Για τα λογοκριτικά μποτς, πάντως, το πρόβλημα που συχνά προκύπτει είναι ότι κατά λάθος λογοκρίνονται και τουριστικά ενσταντανέ που ανεβάζουν χρήστες, οι οποίοι δεν έχουν καμιά πρόθεση να μνημονεύσουν τα γεγονότα του 1989.
«Πολύς θόρυβος για το τίποτε»
Οι διαμαρτυρίες που κορυφώθηκαν τον Ιούνιο στην πλατεία Τιεν αν Μεν, είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς, όταν φοιτητές είχαν οργανώσει πορεία με αφορμή την κηδεία του δημοφιλούς μεταρρυθμιστή ηγέτη και πρώην γ.γ του ΚΚΚ, Χου Γιαομπάγκ. Λίγο καιρό νωρίτερα, ο Ντεν Σιαοπίνγκ τον είχε αποπέμψει από τη θέση του. Αυτή ήταν η αρχή. Στη συνέχεια, στα μέσα του μήνα, φοιτητές και εργαζόμενοι άρχισαν να συμμετέχουν σε συγκεντρώσεις, όχι μόνο στην πλατεία του Πεκίνου, αλλά σε 400 ακόμη πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα. Με αυτή τους την κινητοποίηση ήθελαν να στείλουν στην κυβέρνηση και το κόμμα ένα μήνυμα: απαιτούσαν να μπει τέλος στη διαφθορά μεταξύ των μελών της εκτελεστικής εξουσίας, να γίνει σεβαστή η ελευθερία του Τύπου και να ξεκινήσουν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Υπήρξαν ημέρες κατά τις οποίες κατέβηκαν στους δρόμους ένα εκατομμύριο άνθρωποι, οι οποίοι ουδέποτε κατέφυγαν στη βία. Το αίτημά τους δεν ήταν άλλο από τη μετάβαση σε ένα πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα. Ανάμεσα στα πιο ακραία μέσα που χρησιμοποίησαν οι διαδηλωτές ήταν η ειρηνική κατάληψη της πλατείας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η απεργία πείνας.
Η απάντηση του καθεστώτος ήταν άμεση και βίαιη. Στο τέλος Μαΐου, ο Ντεν Σιαοπίνγκ κηρύσσει στρατιωτικό νόμο. Στις 3 και 4 Ιουνίου ο στρατός παίρνει εντολή να ανοίξει πυρ κατά των διαδηλωτών. Η πλατεία Τιεν αν Μεν πνίγεται στο αίμα. Στις μέρες που θα ακολουθήσουν η κρατική καταστολή επεκτείνεται σε όλες τις περιοχές της χώρας όπου έχουν πραγματοποιηθεί διαμαρτυρίες. Χιλιάδες άνθρωποι συλλαμβάνονται για «αντεπαναστατική δράση», διατάραξη κοινωνικής ειρήνης και εμπρησμό. Και οι νεκροί; Λίγες ημέρες μετά τα γεγονότα, οι κινεζικές αρχές μιλούσαν για 300 θύματα, μεταξύ των οποίων στρατιώτες και φοιτητές. Οι τραυματίες, όπως ανακοίνωσαν, ήταν 5.000 στρατιώτες και 2.000 πολίτες. Σύμφωνα με δυτικούς παρατηρητές, αλλά και τη Διεθνή Αμνηστία, τα θύματα της βίαιης καταστολής στην πλατεία του Πεκίνου ήταν τουλάχιστον 1.000. Στη διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε η κινεζική κυβέρνηση αντέταξε την εκτίμηση ότι έκαναν «πολύ θόρυβο για το τίποτε».
Καμία έρευνα, καμία τιμωρία...
Τριάντα χρόνια αργότερα, η κινεζική κυβέρνηση δεν έχει παραδεχτεί την ευθύνη της για τη σφαγή της 4ης Ιουνίου. Ποτέ δεν διατάχτηκε έρευνα, ανακρίσεις δεν έγιναν, τιμωρία δεν υπήρξε. Κι είναι ακόμη άγνωστο πόσοι ακριβώς άνθρωποι φυλακίστηκαν ή εξαφανίστηκαν. Στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει η χώρα άλλαξε δραματικά. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας πέτυχε να διατηρήσει τον ασφυκτικό πολιτικό έλεγχο της χώρας, ενώ ταυτόχρονα επεδίωκε και πετύχαινε τη ραγδαία οικονομική της ανάπτυξη. Το όραμα του Σι Τζινπίνγκ, άλλωστε, είναι η οικονομική και γεωπολιτική κυριαρχία της Κίνας να είναι πραγματικότητα έως το 2049. Και ενώ έχει αυξηθεί σημαντικά το κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που βγήκε από τη φτώχεια, γεγονός είναι επίσης το δραματικό άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών.
Τον ερχόμενο Οκτώβριο η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας γίνεται 70 ετών. Το έτος 2019 είναι επίσης η χρονιά που συμπληρώνονται 100 χρόνια από το Κίνημα της 4ης Μαΐου. Τότε, το 1919, φοιτητές και πάλι είχαν μαζευτεί κατά χιλιάδες στην Τιεν αν Μεν, σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού. Υπό μία έννοια, οι φοιτητές του 1989 ήταν οι επίγονοί τους. Η εξέγερσή τους παραμένει ένα από τα μεγάλα ταμπού για τη χώρα. Η κυβέρνηση στρέφεται σταθερά κατά των οικογενειών που εξακολουθούν, επίμονα, να ζητούν δικαίωση για τα χαμένα παιδιά τους. Κάθε συζήτηση απαγορεύεται. Και αν είναι απολύτως αδύνατο να αποφύγει κανείς την αναφορά στην 4η Ιουνίου, τότε η αποδεκτή περιγραφή όσων συνέβησαν είναι η «πολιτική αναταραχή».
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 31 Μαΐου.