Περίπου το 1% των παιδιών θα είναι με σοβαρή νόσο επισήμανε ο καθηγητής Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Νίκος Τζανάκης, μιλώντας στον ΣΚΑΙ τονίζοντας πως θα δούμε περισσότερες νοσηλείες σε παιδιά όσο αυξάνονται τα κρούσματα. Επίσης αναφέρθηκε και στα τεστ αντισωμάτων και εξήγησε γιατί δεν μπορεί να ανιχνεύσει το εύρος της ανοσιακής απάντησης στο εμβόλιο. Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για τρίτη δόση στον γενικό πληθυσμό.
Θα δούμε περισσότερες νοσηλείες σε παιδιά όσο αυξάνονται τα κρούσματα
Αναφερόμενος στα παιδιά ο κ. Τζανακάκης έδειξε πως είναι σύμφωνος στο να δημοσιεύονται στοιχεία για τον αριθμό των παιδιών που νοσούν αλλά και στοιχεία για την νοσηλεία τους. «Θα δούμε περισσότερες νοσηλείες σε παιδιά όσο αυξάνονται τα κρούσματα. Περίπου το 1% των παιδιών θα είναι με σοβαρή νόσο», επισήμανε ο κ. Τζανάκης. Αναφορικά για τα παιδιά κάτω των 11 ετών παρουσιάστηκε καθυσηχαστικός λέγοντας πως η μεγάλη πλειοψηφία τους θα το περάσει ασυμπτωματικά, ολιγοσυμπτωματικά ή με λίγο πυρετό στο σπίτι. «Σπανίως τα παιδιά αυτής της ηλικίας περνούν δύσκολη νόσο. Αυτό που έχει σημασία είναι να οχυρωθούν οι γονείς, γιατί εκείνοι είναι που κινδυνεύουν», συμπλήρωσε. Για εφήβους, είπε ότι πρέπει να εμβολιαστούν όσοι έχουν θέμα παχυσαρκίας ή υποκείμενα νοσήματα.
Σωστή η απόφαση για τρίτη δόση του εμβολίου σε υγειονομικούς και πολίτες άνω των 6 ετών
Αναφερόμενος στην τρίτη δόση του εμβολίου ο κ. Τζανάκης τόνισε πως όσοι έκαναν AstraZeneca, θα κάνουν τρίτη δόση mRNA. «Έχει δοκιμαστεί η μίξη των εμβολίων και ξέρουμε ότι η ανοσιακή απάντηση μετά από έναν ολοκληρωμένο εμβολιασμό με AstraZenca και mRNA είναι πάρα πολύ καλή και ασφαλής. Οι πιθανότητες μυοκαρδίτιδας είναι 1-2 στις 500.000 και μάλιστα εμφανίζεται κυρίως σε νεαρούς έφηβους. Ξεπερνιέται εύκολα με μια μικρή θεραπεία εκτός νοσοκομείου». Στη συνέχεια σύγκρινε την εμβολιαστική δραστηριότητα στην χώρα μας με άλλες χώρες της Ευρώπης και έκανε ξεκάθαρο πως η βιασύνη που υπάρχει για την τρίτη δόση οφείλεται στο γεγονός πως δεν έχουν εμβολιαστεί σε ικανοποιητικά επίπεδα οι μεγαλύτεροι. «Προφανώς η Δανία και η Πορτογαλία με 90%-95% εμβολιαστική κάλυψη στις μεγάλες ηλικίες και πολύ χαμηλό επιδημιολογικό φορτίο μπορεί να μην πάρει απόφαση για τρίτη δόση. Η απόφαση αυτή συσχετίζεται με αναποτελεσματική εμβολιαστική κάλυψη των μεγάλων ηλικιών», δήλωσε και πρόσθεσε ότι αν είχαν εμβολιαστεί όλοι οι μεγάλοι, δε θα υπήρχε τέτοια ζέση για τον εμβολιασμό των παιδιών. Για το ίδιο θέμα ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για τρίτη δόση στον γενικό πληθυσμό. «Είναι πιθανόν να αποφασιστεί η χορήγηση τρίτης δόσης και σε άλλες κατηγορίες πολιτών, ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε ανθρώπου, με βάση ηλικιακά κριτήρια, την επαγγελματική απασχόληση και τις συνοδούς παθήσεις. Δεν αποκλείουμε τρίτη δόση στον γενικό πληθυσμό», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Πρόσθεσε ότι η τρίτη δόση ενισχύει την άμυνα των ανθρώπων και δε βλάπτει τον οργανισμό μας σημειώνοντας ότι πολλοί υγειονομικοί που εμβολιάστηκαν στην αρχή, τώρα νοσούν βαριά, γιατί έπεσε η άμυνα του οργανισμού.
Ωστόσο, επισήμανε ότι πρέπει να ξεκαθαριστεί τι θα γίνει με όσους έχουν εμβολιαστεί με Johnson& Johnson, αν δηλαδή θα κάνουν το ίδιο εμβόλιο ή mRNA.
Τα αντισώματα και οι εξετάσεις που κάνουμε δεν ανιχνεύουν το σύνολο της ανοσιακής απάντησης στο εμβόλιο
Ο καθηγητής Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Νίκος Τζανάκης έκανε αναφορά και στα τεστ αντισωμάτων λέγοντας πως
«Τα αντισώματα και οι εξετάσεις που κάνουμε δεν ανιχνεύουν το σύνολο της ανοσιακής απάντησης στο εμβόλιο. Ανιχνεύουν 1 ή 2 είδη αντισωμάτων από την πολυκλωνική απάντηση αντισωμάτων που κάνει ο οργανισμός μας. Κάθε εργαστήριο έχει επιλέξει ανιχνεύει μόνο κάποια είδη. Ένας με χαμηλό δείκτη δε σημαίνει ότι έχει χαμηλή άμυνα ή ανοσία έναντι στον ιό», σημείωσε.
Εξήγησε ότι η κυτταρική ανοσία καθορίζει και τη χημική. Όπως είπε ο κ. Τζανάκης, τα κύτταρα μνήμης έχουν τη συνταγή και καθοδηγούν άλλα κύτταρα του οργανισμού, τα β λεμφοκύτταρα, να παράγουν αντισώματα. «Συνεπώς με την είσοδο του ιού στο σώμα μας η κυτταρική ανοσία έχει ακόμα τη μνήμη και καθοδηγεί άμεσα τα β λεμφοκύτταρα να παράγουν μεγάλες ποσότητες αντισωμάτων και να καταστείλουν τον ιό εν τη γενέσει»